14 Ιουλ 2010

H Άννα και τα κοχύλια…



Ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει το δρόµο για το ουράνιο κρεßßάτι του ßάφοντας µ΄ ένα θαμπό µαßί χρώµα τη θάλασσα. Στην άκρη του µώλου ο κυρ Θωµάς ο ψαράς  ετοίµαζε τα δίχτυα για την νυχτερινή του παγανιά, και χειρωνοµούσε ρυθµικά τραγουδώντας: 

"Αννούλα Αννούλα του ήλιου παιδούλα, χρυσά τα µαλλιά σου µ’ αχτίδες τα πλέκειs…" 

Μερικά μέτρα πιο πέρα, πάνω σ ένα από τη θάλασσα μισοβρεγμένο και ταλαιπωρημένο βραχάκι η όμορφη Αννούλα με τα μικρά της χεράκια προσπαθούσε να το ομορφήνει με φρεσκοκομμένα αγριολούλουδα, κι ένα κολλιέ από κοράλλια δεμένα σε μια κλωστή από παλιό δίχτυ με μικρές φουντίτσες στην άκρη. Ακολουθούσε σιγανά το τραγουδάκι κρυφοχαμογελώντας στον Θωμά...

 «Αννούλα, Αννούλα του ήλιου παιδούλα, χρυσά τα μαλλιά σου μ’ αχτίδες τα πλέκεις..»

-«Αννούλα να σε βοηθήσω;» ακούστηκε ξαφνικά πλάι της η φωνή του Χρηστάκη.
Συμμαθητής της Αννούλας ο Χρηστάκης. Πηγαίνουν στην ίδια τάξη. Κανένα παιδί δεν τον παίζει γιατί είναι ατίθασος και σκανταλιάρης. Η Άννα δεν τον συμπαθεί καθόλου γιατί χαλάει τις φωλιές των πουλιών, πατάει τις κάμπιες που σχηματίζουν σειρές κάτω από τα πεύκα, και δένει με τρίχες από μαλλιά κοριτσιών τις χρυσόμυγες βασανίζοντας τες.
Ο Χρηστάκης νοιώθει μια απέραντη τρυφερότητα για την Αννούλα, ο σκληρός του χαρακτήρας όμως τον κάνει πολλές φορές να φέρεται άγαρμπα.
-«Όχι. Να μη με βοηθήσεις» του απάντησε θυμωμένη. «Πήγαινε να τραβήξεις καμιά ουρά από τις γάτες και άσε με ήσυχη»
-«Εγώ θα σε βοηθήσω» επέμεινε ο πεισματάρης Χρηστάκης και τράβηξε απότομα το κολλιέ. Η κλωστή που το έδενε έσπασε, έπεσε στο πλακόστρωτο και τα κοχύλια έγιναν κομματάκια.
Η Αννούλα άρχισε να κλαίει. Ο  Θωμάς που παρακολουθούσε την σκηνή έτρεξε και έδωσε μια ξυλιά στα πισινά του Χρηστάκη.
-«Να παλιόπαιδο για να μάθεις» του είπε και τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του. Το αγόρι έφυγε τρέχοντας, και η Αννούλα γύρισε στο σπίτι απαρηγόρητη.
-«Σώπα καλό μου» της είπε η μαμά της και της χάιδεψε τα μαλλιά. 
-«Θα πάω εγώ και θα σου φέρω χίλια κοχύλια. Θα φτιάξεις το πιο όμορφο κολλιέ του νησιού. Θα βρω τον Χρηστάκη και αλίμονο του που πείραξε το κοριτσάκι μου.»
-«Σώπα, σώπα καλό μου» την παρηγόρησε τρυφερά.
-«Θέλω να μου φέρεις τώρα τα κοχύλια» φώναξε η Αννούλα και δάκρυα έτρεχαν στα ροδαλά μαγουλά της. 
-«Τώρα, τώρα τα θέλω».. Στεναχωρέθηκε η μαμά της, έβγαλε την ποδιά, έσβησε τη φωτιά αφήνοντας μισοτηγανισμένους τους λαχανοκεφτέδες, και πήγε προς την πόρτα.
-«Πάψε να κλαις μικρό μου. Πάω τώρα να σου φέρω τα κοχύλια» είπε κι έφυγε φιλώντας την στο μάγουλο.

Ο ήλιος άρχισε σιγά σιγά να σβύνει. Τα πρώτα φώτα του χωριού άναψαν κι οι καμινάδες άχνισαν σκορπίζοντας τις μυρωδιές του βραδινού φαγητού.
Η Αννούλα φοβόταν το σκοτάδι κι άρχισε να σιγοτραγουδά για να δώσει κουράγιο στον εαυτό της 
«Αννούλα, Αννούλα του ήλιου παιδούλα».
Βγήκε το φεγγάρι, ο ουρανός γέμισε χαμογελαστά αστέρια, η μαμά της Αννούλας όμως δεν φάνηκε. Το κοριτσάκι άρχισε να ανησυχεί. «που είναι η μαμά μου» σκέφτηκε, και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. 
"Γιατί άργησε τόσο να έρθει; Κάτι κακό θα της συνέβη.."
και χωρίς να το σκεφτεί  περισσότερο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στο σκοτάδι που τόσο φοβόταν.
Άρχισε να τρέχει προς την παραλία. Πατ πατ πατ  ακούγονταν τα βήματα της στις βρεγμένες πλάκες. Πατ πατ πατ, πατ πατ πατ… Σταματάει ξαφνικά..αλλά.. πατ πατ πατ συνέχισε να ακούει.
Αυτά δεν ήταν τα δικά της βήματα, κάποιος την ακολουθούσε. Έκοψε την ανάσα της προσπαθώντας να αφουγκραστεί. Άκουσε μόνο τον γέρο γρύλο να τραγουδά το μονότονο τραγούδι του, και πιο μακριά τον θλιμμένο γκιώνη.. «γκιον γκιον γκιον γκιον».. Τρία βήματα ακόμα πατ πατ πατ, σταματάει. Πατ πατ πατ ακούστηκε ξανά. Ήταν σίγουρη πια πως κάποιος ερχόταν πίσω της.. Με την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή από τρόμο έκανε να γυρίσει πίσω. Η μαμά της όμως; Που ήταν;  Ίσως να την χρειαζόταν. Όχι, η Αννούλα ήταν γενναίο κορίτσι, θα συνέχιζε κι ότι γινόταν.
Περπάτησε αργά αργά στο δρόμο, και στο πρώτο σοκκάκι έστριψε απότομα δεξιά. Μια μαύρη σκιά την ακολούθησε.

-«Γειά σου Αννούλα» ακούστηκε μια ψιλή παραπονεμένη φωνή. 
-«Μη φοβάσαι ο Χρηστάκης είμαι. Ήρθα στο σπίτι σου να ζητήσω συγνώμη και σε είδα που έβγαινες. Που πας τέτοια ώρα; Μπορώ να σε βοηθήσω;»

Η Άννα πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης κι ο φόβος απομακρύνθηκε από την καρδιά της. Το τελευταίο πρόσωπο που ήθελε να δει τη στιγμή εκείνη ήταν ο Χρηστάκης, αυτός που έφταιξε για ότι είχε συμβεί. Όμως ήταν μόνη και φοβόταν το σκοτάδι, σκέφτηκε πως μπορούσε να του επιτρέψει να πάει μαζί της, να βρούνε τη μαμά της, και θα τον κατσάδιαζε μετά.
Του έγνεψε ναι με το βλέμμα της και σιωπηλή άρχισε να περπατάει. Ο Χρηστάκης την ακολούθησε χωρίς κουβέντα. Έφτασαν μέχρι το μικρό λιμανάκι, πήγαν και στο ξέφωτο όπου η θάλασσα ξέβραζε τα όμορφα κοχύλια, περπάτησαν και στη μεγάλη παραλία, όμως η μαμά της Αννούλας δεν φαινόταν πουθενά. Το όμορφο κοριτσάκι κάθισε πάνω στα υγρά βότσαλα κι άρχισε πάλι να κλαίει.

-«Θέλω τη μαμά μου» είπε θυμωμένη στο Χρηστάκη. 
-«Εσύ φταις για όλα. Να μη σε ξαναδώ μπροστά μου παλιόπαιδο φύγε» του φώναξε και του πέταξε μια πέτρα.
Ο Χρηστάκης αισθάνθηκε πολύ άσχημα. Η Αννούλα είχε δίκιο. Ένα παλιόπαιδο ήταν.
Έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο και κρύφτηκε μέσα στη βάρκα του Θωμά. Δάκρυα πλημμύρισαν για πρώτη φορά τα μάτια του και στρέφοντας το πρόσωπό του στο φεγγάρι παρακάλεσε με όλη του τη δύναμη τα ξωτικά  της θάλασσας να τον βοηθήσουν.
-«Μετάνιωσες για ότι έκανες;» ακούστηκε ξάφνου μια τραγουδιστή φωνούλα, κι ένα  χαριτωμένο προσωπάκι, με γαμψή μυτερή μυτούλα και τρίγωνα αφτιά, εμφανίστηκε μπρός του.
Ο Χρηστάκης ξαφνιάστηκε πολύ αλλά χάρηκε συγχρόνως που ακούστηκε η προσευχή του. 
-«Ναι..» του είπε διστακτικά. «Μετάνιωσα καλό μου ξωτικό» συμπλήρωσε, και καινούργια δάκρυα  έβρεξαν τα μάγουλά του.
«Είμαι ο Ζαρατίας» αποκρίθηκε το ξωτικό κάνοντας μια υπόκλιση. 
-«Δεν είσαι κακό παιδί και δείχνεις να λυπάσαι πραγματικά για ότι έκανες, γι’ αυτό θα σε βοηθήσω να βρεις τη μαμά της Αννούλας» του είπε κλείνοντας πονηρά το ματάκι του.
«Ευχαριστώ καλέ μου Ζαρατία. Ξέρεις που είναι;»
«Τα ξωτικά όλα τα ξέρουν παιδάκι. Κλείσε τα μάτια σου» του είπε κι άπλωσε το μικροσκοπικό του χεράκι. Ο Χρηστάκης υπάκουσε σιωπηλός.

Ένας ανεμοστρόβιλος τους τύλιξε στη ροή του.. Φρρρ, φρρρ, φρρρ γλίστρησαν μέσα σε μια υδάτινη δίνη. Ο Χρηστάκης γαντζωμένος από το χέρι του Ζαρατία απολάμβανε τα χρώματα και τις μυρωδιές του νερού.
Ξαφνικά άρχισαν να κατρακυλούν, να κατρακυλούν, να κατρακυλούν, ώσπου κατέληξαν στην κοιλιά μιας μια τεράστιας γαλάζιας γυάλας. Στον πάτο της γυάλας εκατοντάδες ψάρια παραταγμένα δεξιά και αριστερά μιλούσαν στη γλώσσα των ψαριών και χειρονομούσαν. Πάνω σε ένα τεράστιο ροζ κοχύλι ένας ροφός με χοντρα γυαλιά συντόνιζε τη συζήτηση. Λίγο πιο πέρα ο Χρηστάκης είδε τυλιγμένη σε ένα χταπόδι τη μαμά της μικρής Αννούλας..
-«Τι.. τι γίνεται εδώ;» ρώτησε με τρόμο τον Ζαρατία.
-«Δικαστήριο των ψαριών γίνεται» του απάντησε με απλότητα το ξωτικό.
-«Και ποιόν δικάζουν; Γιατί η μαμά της Αννούλας είναι δεμένη;»

-«Τα ψάρια  μικρέ μου είναι πολύ θυμωμένα με τους ανθρώπους. Αρπάζετε με ανέντιμους τρόπους τα μικρά τους ψαράκια, τους ρίχνετε σκουπίδια στο χώρο που ζουν και μολύνετε τα νερά με τις ακαθαρσίες σας. Το φαγητό τους λιγοστεύει μέρα με τη μέρα γιατί οι μικροοργανισμοί που τα τρέφουν πεθαίνουν από τη μόλυνση. Τις νύχτες φοβούνται να κολυμπήσουν γιατί μπερδεύονται στα δίχτυα σας και καταλήγουν στο τηγάνι ζωντανά. Αποφάσισαν λοιπόν να αμυνθούν. Και απόψε δικάζουν τη μαμά της Αννούλας που την έπιασαν να μαζεύει κοχύλια στην παραλία»
-«Μα δεν έκανε κάτι κακό» διαμαρτυρήθηκε ο Χρηστάκης σοκαρισμένος με όσα άκουσε.
-«Μερικές φορές ο θυμός σε κάνει να μη σκέφτεσαι μικρέ μου. Θυμήσου τι έκανες το απόγευμα. Στεναχώρησες αυτή που αγαπάς μόνο και μόνο γιατί θύμωσες που δεν ήθελε τη βοήθεια σου»

-«Και τι θα της κάνουν;» ρώτησε  με αγωνία.
-«Βλέπεις εκείνο το μεγάλο τηγάνι;» είπε το ξωτικό κι έδειξε με το μικρό του δαχτυλάκι ένα τεράστιο τηγάνι με τσιτσιριστό λάδι.
Ο Χρηστάκης ένοιωσε το στομάχι του να σφίγκεται  και την ανάσα του να κόβεται.
-«Δεν μπορείς να τη σώσεις;» τον ικέτευσε. «Τα ξωτικά μπορούνε να τα κάνουν όλα. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ πολύ»
Ο Ζαρατίας τον κοίταξε στα μάτια. 
-«Φυσικά μπορώ» είπε ξερά, «αν δεχτείς εσύ να πάρεις τη θέση της».
Ο Χρηστάκης ξεροκατάπιε. 
-«Μα εγώ.. εγώ είμαι παιδί» απάντησε με σιγανή φωνή.
-«Εσύ αποφασίζεις» του είπε κοφτά το ξωτικό.
Το αγόρι κοκκίνισε και ένας φόβος τον κυρίεψε . Σκέφτηκε την Αννούλα. Θα ράγιζε η καρδιά της αν μάθαινε ότι η μαμά της έγινε μεζές των ψαριών. Αλλά πάλι αυτό που του ζητούσε το ξωτικό ήταν πολύ μεγάλο. Κοίταξε το τηγάνι που συνέχιζε να τσιτσιρίζει. 
Οχι σκέφτηκε, δεν μπορώ να το κάνω, αποκλείεται.
Η εικόνα όμως της δακρυσμένης Αννούλας ήρθε στη σκέψη του και τον έκανε να ντραπεί. Αν έκανε αυτή τη θυσία το κορίτσι του θα τον θυμόταν με αγάπη και ευγνωμοσύνη για πάντα. Δεν άξιζε άραγε τον κόπο;
-«Θα το κάνω» μίλησε με τη δύναμη της αγάπης κι έκανε ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά.
-«Είσαι γενναίο παιδί Χρηστάκη.  Η Αννούλα θα είναι περήφανη για σένα» του είπε με χαμόγελο το ξωτικό και κατευθύνθηκε προς τον ροφό για τις διαπραγματεύσεις.

Μια μεγάλη πομπή από τσιπούρες, καλαμάρια, σουπιές και κοκκινόψαρα τον πλησίασαν. «Ωραίο φαΐ θα έχουμε απόψε» είπε μια σουπιά κι αμόλησε μπόλικο μελάνι από τη χαρά της. Ένα παχουλό κοκκινόψαρο ανέλαβε να τον οδηγήσει στο τηγάνι. Εκεί περίμενε με τη μεγάλη πηρούνα  ένας κοκκοβιός, Όλα ήταν έτοιμα και το τραπέζι στρωμένο. Ο Χρηστάκης έκλεισε τα μάτια του. Είμαι γενναίος είπε στον εαυτό του κι ακολούθησε το κοκκινόψαρο..  
Ένα μεγάλο χταπόδι τον έπιασε με το πλοκάμι του και τον μετέφερε αργά αργά πάνω από το τσιτσιριστό τηγάνι. Η μυρωδιά του καυτού λαδιού μαζί με το φόβο έκαναν το αγόρι να λιποθυμίσει…

Μια ζεστή αγκαλιά περίμενε τον Χρηστάκη μόλις άνοιξε τα μάτια του. Η γλυκιά Αννούλα του χάιδευε τα μαλλιά.
-«Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ που έσωσες τη μαμά μου. Σ’ ευχαριστώ που είσαι τόσο καλός, τόσο γενναίος. Συγνώμη Χρηστάκη για την πέτρα που σου πέταξα. Θα με συγχωρήσεις;» του είπε και του έδωσε ένα γλυκό φιλί.
Καθισμένο σταυροπόδι πάνω κουπαστή της βάρκας, ένα μικρούλι ξωτικό του έκλεισε το μάτι. 
-«Τα ξωτικά όλα τα μπορούν» του ψιθύρισε και χάθηκε γελώντας μέσα σ’ ένα σύννεφο πορτοκαλί καπνού..
Ο Χρηστάκης έγινε ο καλλίτερος φίλος της Αννούλας. Δεν ξαναχάλασε ποτέ τις φωλιές των πουλιών, ούτε πατούσε τις κάμπιες, ούτε τυραννούσε τις χρυσόμυγες. Είχε μάθει πια πως οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται τη φύση και όλα τα όντα που κατοικούν πάνω στη γη, γιατί οι έμβιες κοινωνίες θυμώνουν πολύ όταν τις αδικούν…

(Μια φαντασίωση μου, άψογα εκφρασμένη απο την Γεωργία... Σ ευχαριστώ!!!)

Σύμπτυξη;;;


Μάλλον θα πρέπει να αυτοπροσδιοριστώ ξανά! Να ξαναδώ βαθιά μέσα μου, σ αυτά που σπάνια κοιτάω, σ αυτά που οι ανάγκες της καθημερινότητας, οι συμβιβαστικές λύσεις της επιβίωσης και επιφανειακής επικοινωνίας σκουπίζουν και τα σωριάζουν κάτω απ το περσικό χαλί, σ αυτές τις σκόνες που είναι το κύριο μέρος του Εγώ μου.

Και είναι στιγμές… μάλλον μετά απ ένα συνειδητό μεθύσι ή μετά από μια ερωτική απόρριψη, καλή ώρα σήμερα, που έχω διαλείψεις «πνευματικές»;;; διαλογίζομαι και ρωτάω ειλικρινά τον εαυτό μου:

Γιατί βρε ηλίθιε αισθάνεσαι εσύ υπεύθυνος για την κατάντια του κόσμου;;; Γιατί πρέπει να είσαι εσύ αυτός που θα κάνει πρώτα τον εαυτό σου και μετά τους άλλους καλύτερους;;; Και καλύτερους από τι;;;; Ποιες είναι οι ηθικές σου αρχές που υπερέχουν άλλων;;; Και τι είναι υπεροχή;;; Τι είναι ιδεατό;;; Τι είναι πρακτικό;;;  τι είναι εφικτό;;;  Και τι στα διάλα να προσεγγίσω;;;

Δεν ξέρω… δεν ξέρω… δεν ξέρω… Λέξεις πολλές, έννοιες πολλές… Θέλω πολλά, έλξεις πάμπολλες… το Εγώ μηδενίζεται την μια… την άλλη επιβιώνει….εξελίσσεται… μεγεθύνει, τερατώνει, ξαναμηδενίζεται. αυτοκαταστρέφεται! Αυτός ο γκρεμός είναι δικός μου και μόνο…. Και δεν έμαθα τι βήμα να κάνω…. Μπροστά η πίσω;;;  Και τα φτερά μου;;;;  Κάπου μάλλον στην διαδρομή τα παράτησα ή ίσως και να τα δώρισα…

Γιατί να ψάχνω;;;; Γιατί να ψάχνομαι;;;

Νάτος ο χείμαρρος! Νάτο το mainstream! Κόκκος άμμου κι εγώ μαζί με άλλους και σε όποια ακρογιαλιά αράξω. Κι αν αράξω….Ίσως και να κολλήσω στο σκαρί κάποιου πειρατικού, στο φτερό κάποιου γλάρου, στο κέλυφος μιας χελώνας, στο στομάχι μιας καραβίδας.




Και τι έγινε;;; Μια ζωή λιγότερη η περισσότερη στις μυριάδες μιας αιωνιότητας…


Μακάριος ο Σιδδχάρτα, που βλέπει το ρυάκι να περνά μπροστά του!

Αλλού


Κατά τύχη μπήκα σ εκείνη την γκαλερί, που ούτε καν την είχα προσέξει στον καθημερινό δρόμο της επιστροφής μου.
Ήταν μια από κείνες τις φθινοπωριάτικες μέρες, που ξαφνικά ερημώνει ο ουρανός από πετούμενα και η γη από ζώα, μουνταίνει το περιβάλλον , η ξαφνική θεριεμένη μπόρα γεμίζει δρόμους αλάνες ,αυλές σκουπίδια και αναγκάζει τους πεζούς να πάρουν τον δρόμο των ερπετών.

Έτσι τρύπωσα κι εγώ μαζί με άλλους ομοιοπαθούντες στην άσημη αυτή γκαλερί. Ίσως να ήταν η βροχή ή ίσως κάποια σωματική ανάγκη που με ώθησε στον διάδρομο της τουαλέτας και τότε τον είδα σε μια γωνιά ξεχασμένο και κατιτί σκονισμένο.
Μικρός και σχεδόν σκοτεινός ήταν αυτός ο πίνακας και μάλλον του ταίριαζε η ανάρτηση του εκεί, γιατί κανένας ευυπόληπτος αγοραστής δεν θα τον κρεμούσε στο καθιστικό του.
Σκοτεινοί θάμνοι ή σκιές θάμνων και στη μέση λουόμενο από ένα θολό φεγγαρόφως ένα λεπτό γυναικείο κορμί με τζιν και ροζ μπλουζάκι, σαν κοιμώμενο ανάσκελα στο πλακόστρωτο. Με ανοιχτά τα σκέλη, απλωμένους βραχίονες και μόνο η κεφαλή ονειροπόλα ακουμπισμένη στον δεξί ώμο με το πρόσωπο γερμένο προς την μεριά της παλάμης. Και στην παλάμη κρατούσε σφιχτά κάτι σαν ξεραμένα φύλλα ή μια κομμένη μπούκλα της. Στα μαλλιά της λαμπύριζε μια θαλασσιά ή μενεξεδί κορδέλα.

Δεν διερωτήθηκα πως βρέθηκε εκεί στη μέση της νυχτιάς το σώμα αυτό. Ίσως να είχε πέσει από το φεγγάρι, από κάποιο αδύναμο σύννεφο η από τις αρπάγες κάποιου μεγάλου ξωτικού.
Κάτι μου θύμιζε ο πίνακας αυτός. Μια ξεχασμένη φούγκα, τον στίχο ενός τραγουδιού, μια στροφή κάποιου ποιήματος;; Και δεν ξέρω αν ήταν μια τελευταία αστραπή ή ο απόηχος της βροντής της και θυμήθηκα:

«Κι όλο να πνέει, να μάς ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους και καιρούς, έως ότου - φως μου -
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' την τρικυμία αυτού τού κόσμου»

Έφυγα αμέσως και βγήκα στους δρόμους, όταν αποχαυνωμένο με ρώτησε η ιδιοκτήτρια της γκαλερί, αν μου αρέσει ο πίνακας.Κι εκεί ανάμεσα στις τελευταίες στάλες της καταιγίδας είδα να τρελλοκουνιέται αγέρωχα μια κορδέλα φανταιζί.
Προσπέρασα βιαστικός την κοπελιά, σταμάτησα απότομα και γύρισα να δω το πρόσωπο της.
Ξαφνιάστηκε, ανταποκρίθηκε στο χαμόγελο μου και συνέχισε ο καθένας μας τον δρόμο του για το Αλλού του.

Οδύσσεια


Γι αλλού πήγαινα κι αλλού προσάραξα.
Κατέβηκα Θησείο αντί για Μοναστηράκι.
Πότε είμαι θύμα και πότε θύτης, αναλογίστηκα σαν μοντέρνος Μάκβεθ, όταν συνειδητοποίησα το λάθος μου. Και ποια θυσία σε εξιλεώνει στον δύσβατο δρόμο για την Ιθάκη σου στην αέναη περιπλάνηση μεταξύ ποθητού και εφικτού;
Αν ήταν κάποια συνέργεια των Τυχών η απλά συντυχιά σε αβύσσεια αλληλοπορεία δεν θα μαθευτεί.

Πήρα τον δρόμο ποδαράτα και στο παλαιοβιβλιοπωλείο "ΕΡΑΤΩ" περιεργαζόμουν τα αραδιασμένα στα ράφια βιβλία με μόνο αισθητικό και ίσως ουσιαστικό κριτήριο την τεχνοτροπία της βιβλιοδεσίας τους.
Σε μια σειρά βιβλίων με κοκκινωπό σκληρό δέσιμο σταμάτησα ασυναίσθητα. Κάτι έλειπε εκεί, μα τι;
Έβγαλα τα γυαλιά μου για να διαβάσω το όνομα του συγγραφέα και τους τίτλους των: Ν. Καζαντζάκη, όλα του τα έργα, στην εκδοσή Ελί. Καζαντζάκη. Όλα; Όχι κάποιο έλειπε εκεί, μα ποιο;
Μα ναι! Έλειπε το ογκωδέστερο και ψηλότερο, το αγαπημένο της εφηβείας μου βιβλίο του παρά τι αφορισμένου.

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ…

Σαστισμένος ρώτησα τον παλαιοπώλη:
-Την Οδύσσεια του Καζαντζάκη δεν την έχετε;;;-Δυστυχώς όχι και είναι συλλεκτικής άξιας Κύριε, άλλα για 150-200 Ευρώ ίσως μπορέσω να σας το βρω, απάντησε με εμπορικότατο ύφος εκείνος.
Με τα φρύδια μου σε σχήμα ενός μεγάλου ερωτηματικού απομακρύνθηκα και σταμάτησα για λίγο στο διπλανό δισκάδικο, για ν ακούσω το
 “ποτέ, ποτέ καρδιά μου μην ξαναγαπήσεις..” αρχοντορεμπέτικο που τραγουδούσε ο Τζώνης.

Πριν ακόμη τελειώσει το καρδιοσπαρακτικό άσμα με σκουντάει ο διπλανός βιβλιοπαλαιοπώλης σχεδόν κραυγάζοντας με αγαλλίαση της απεραντοσύνης:

-Πέτυχες το Τζόκερ φίλε μου, μου λέει, και σχεδόν σέρνοντας με τραβάει στο μαγαζί του όπου εναποθέτει στα απροετοίμαστα χέρια μου την ογκώδη ΟΔΥΣΣΕΙΑ του Κρητικού.

Έμεινα τουλάχιστον 2 λεπτά ασάλευτος, μέχρις που το βάρος της αδάμαστης ηρακλιώτικης ευγλωττίας με προσγείωσε και ψιθύρισα:
-Μα δεν ήθελα να το αγοράσω! Μια απορία εξέφρασα μόνο!
-Δικό σας Κύριε! Δώρο του καταστήματος, μου απάντησε εκείνος με ευρύ χαμόγελο Αγιοβασίλη.
-Μα γιατί; κατόρθωσα πάλι να ψελλίσω.
-Μόλις μου το άφησε στον πάγκο μου μια νεαρή κυρία με κρητική προφορά και με την εντολή να το δωρίσω στον πρώτο ενδιαφερόμενο για βιβλία του Καζαντζάκη. Αυτή το είχε αποστηθίσει, είπε.
-Μα ποιος αναρωτήθηκα φωναχτά μπόρεσε να αποστηθίσει τις 892 πυκνογραμμένες σελίδες του μεταφρασμένου ομηρικού έπους; Κάποιος από τον Άρη;
-Το ίδιο την ρώτησα κι εγώ Κύριε, είπε ο παλαιοπώλης, κι αυτή μου απάντησε:
-Όχι από Αλλού.
-Να την φίλε μου! Η κυρία με τον φιόγκο στα μαλλιά, που τώρα στρίβει στην γωνία!

Γύρισα να δω και είδα να τρεμοδιαβαίνει και να χάνεται στο πλήθος μια κορδέλα φανταιζί, που ο φιόγκος της θύμιζε ειρωνικό χαμόγελο παλιάτσου.
Και υπόκωφα ακουγόταν ένα σφύριγμα στην μελωδία:
 “Πάρε, ότι θέλεις παλιατζή...”

Θεές των φιδιών


Έφτασα 20 λεπτά νωρίτερα στο ραντεβού μου.
Σ΄ ένα παγκάκι με φυσική θέρμανση καχεκτικό χειμωνιάτικο ήλιο μα με το ανατολικό ενετικό τείχος να μισοπροστατεύει τα νώτα μου από τον κρύο λεβάντα, μακάριζα έναν σταχτοκίτρινο αθάνατο σε μια άκρη του προαύλιου. Αφήνεται να τον πλαγιάσουν οι ορμές των καιρών, σκέφτηκα, μα ευθύς από τις ρίζες του θα βλαστήσει καινούριος σαν το μυθικό πτηνό φοίνικας από την στάχτη του.
Επιμήκυνα επίτηδες για μια μέρα επαγγελματικό μου ταξίδι και πετάχτηκα με την πρωινή πτήση. Είχα αρκετό καιρό μέχρι τις 12 και εκπλήρωσα το τάμα μου στον τάφο του παρά τι αφορισμένου. Ξαναδιάβασα φωναχτά το επίγραμμα που είχα κάνει προσωπικό και επαγγελματικό οδηγό μου τα τελευταία χρόνια και του γύρισα ασυνείδητα την πλάτη. Δεν ήμουν πλέον σίγουρος.

Ξεδιάλεξα από την τσέπη του πανωφοριού μου το πετραδάκι που μου είχε φαντάξει σε μια βερολινέζικη αλάνα, κοντά στην πύλη του Βρανδεμβούργου, και το πέταξα στην κατεύθυνση του τάφου του.

- "Έτσι για να θυμηθείς ίσως τα νιάτα σου και την Γερμανοεβραία αγαπητικιά σου", ψέλλισα, σαν σπονδή σε άγνωστο Θεό.

Ίσως και να ΄ναι κομμάτι του πεσμένου τείχους, αναλογίστηκα. Τα υλικά τείχη φθείρονται από τις εποχές, μα τα ψυχικά μόνο με την φανταστική φθορά τους, πρόσθεσα. Εκτός κι αν βγάλεις από την σκέψη σου καθετί που αγαπάς, για να μείνεις τελείως μοναχός σου.

Οι ¨μοναξιές μας¨ συναντηθήκαν τυχαία στο διαδίκτυο.Η μοναχικότητα είναι επιλογή, έγραψε κάποτε, μα η μοναξιά γεννάει φαντάσματα που τα ζωντανεύει η γοητεία του πείσματος σου.

Απομακρύνθηκα στην αγνή μοναχικότητα του δάσους μου. Εκεί που η καθημερινότητα εμπλουτίζεται από το τρομαγμένο πέρασμα νεογέννητου ζαρκαδιού και το αναμόχλευμα του εδάφους από αγριογούρουνα. Εκεί που η φύση συμβάλλει στην φθίση ενός στείρου παρελθόντος, στην απάρνηση της μοναξιάς του πλήθους.
Είχαμε και οι δυό τις εμπειρίες μας στον χώρο του εικονικά υπαρκτού και μετά από μερικά εύγλωττα λογοπαίγνια βαρέθηκα.Μόνο ματιά με ματιά, της είπα, συνεχίζω.Μου την είχε δώσει αρκετά η προσκαιρότητα τέτοιων επαφών με μοναδική αφετηρία και σκοπό την πλήρωση της νυχτερινής πλήξης.

Ακολουθώντας την ρήση του Γκαίτε, ότι τα ταξίδια μορφώνουν, δώσαμε ραντεβού για να δούμε τις μορφές μας. Σάββατο μεσημέρι έξω από το αρχαιολογικό μουσείο.
Σκούρο πανωφόρι, ματογυάλια, γκρίζο μουστάκι και κόκκινο κασκόλ, της έγραψα, για την περίπτωση που η φυσική μου φωτογένεια παραμόρφωνε την ώριμη επιδερμίδα μου..Εγώ, όπως είμαι στην φωτό μου, αποκρίθηκε, με το φανταχτερό πλατύ φακιόλι στα μαλλιά.

Μα εγώ θα την αναγνώριζα από το παιχνιδιάρικο χαμόγελο της και μόνο.

Είχα μεν τις επιφυλάξεις μου, επειδή υπήρχε μια σημαντική διαφορά ηλικίας στα προφίλ μας, μα ο Νάρκισσος μέσα μου έλεγε, ότι τις έξυπνες γυναίκες διαφεντεύει μια προτίμηση για ωρίμους άντρες...  Και δεν είχα ακόμη αρχίσει να σαπίζω. Μα ούτε είχα καμιά όρεξη πλέον να τσουλάω παιδικά καροτσάκια και τον ρόλο της ασφαλιστικής εταιρείας τον έπαιξα ήδη πάνω από 25 χρόνια.

Με ερέθιζε λιγάκι, έτσι για του τρελού το δίκιο, και η πραγμάτωση μιας εικονικής έστω διαδικτυακής επαφής. Κάπου υποσυνείδητα είχα καταγράψει, ότι πάντα η γυναίκα υποψιάζεται την ειλικρίνεια του άνδρα και ο άντρας εμπιστεύεται την γυναικεία πονηριά.
Μπήκα στο μουσείο λίγο μετά τις δωδεκάμισι. Πρωταρχικά για να δω μετά 2 δεκαετίες πάλι τα εκθέματα αλλά και με την ενδόμυχη αμφιβολία, ότι δεν πρόσεξα την είσοδο της ή δεν με αναγνώρισε κι αυτή στο προαύλιο.Περιτριγύρισα προσέχοντας περισσότερο τις επισκέπτριες παρά τα μουσειακά εκθέματα.

Σταμάτησα στην τέταρτη αίθουσα ξαναπαρατηρώντας με έμπειρο πλέον μάτι τα ειδώλια από φαγεντιανή των Θεών των όφεων.Πάλι ο καταραμένος όφις μπροστά μου!
Καταραμένος;;;;
Μα μόνο στον Ιουδαιοχριστιανισμό είναι το φίδι σύμβολο καταστροφής και κινδύνου. Σε όλες τις αρχέγονες θρησκείες είναι εφαπτόμενο και σύντροφος της Γαίας-Μητέρας, συμβολίζει την γνώση και την αέναη αλλαγή-μετεξέλιξη της, σαν την ανοιξιάτικη αλλαγή του δέρματος του.

«Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με την σμέρνα.»

Αλλού σε λέγανε Ανάντα, Κουντανίνι, Μεχέμ, Μίντγαρντ, Ζεμήνα, Ουρομπόρος, εδώ Πυθία από το σανσκριτικό Budh, που σημαίνει απόλυτη γνώση, Βούδα.
Μα στην Παλαιά Διαθήκη της ηθικής μας είναι το σύμβολο της αφορμής της εκδίωξης των πρωτόπλαστων από τον παράδεισο, επειδή ο πονηρός όφις πρόσφερε στην Εύα κι αυτή μετά στον Αδάμ τον απαγορευμένο καρπό του δένδρου της γνώσης.
Ο πειρασμός που παραμονεύει τις από ¨ηθικές¨ αφύλαχτες αγνές ψυχές;;;
Ίσως και για αυτό η ταύτιση στην Αποκάλυψη του Ιωάννη του φιδιού με τον Εωσφόρο, το ¨πίστευε και μην ερεύνα¨ των Λατίνων; Όπως και ο λόγος της τιμωρίας του Δεσμώτη Προμηθέα;;; Μα μήπως είναι αυτό το Δαιμόνιο, που προσπαθεί να υλοποιήσει κάποια ιδανικά μας να προσεγγίσει τις σφαίρες της ψυχής και του σώματος;;;


Και μπροστά μου οι δυο μινωικές θεές στην αντίθεση τους. Χωρίς καμιά φοβία η απέχθεια στους εφαπτομένους συντρόφους τους. Ντυμένες με μακριές μέχρι τους αστράγαλους φούστες, με περίτεχνες κεντητές ή υφαντές ποδιές πάνω στους μεσογειακούς γόνιμους γοφούς τους και με στενά εφαρμοστά περικόρμια, που αφήνουν έκθετα τα πλούσια στήθη τους, αναζητούν μάλλον το Άλλο τους ή το Αλλού τους.

«Γυναίκα θα πει πουτανιά, τσαχπινιά και ξουράφι μυαλό…»

Διαφέρουν όμως στην ερωτική εξωτερίκευση τους.
Τι συμβολισμοί Θεοί μου!!!!

Η μεγάλη Θεά με τυλιγμένο στην γονιμοποιό λεκάνη της τον Πύθωνα της αέναης ζωής και στους βραχίονες της ανάγλυφα σαν τατουάζ ελισσόμενες οχιές. Οι στρόβιλοι του σύμπαντος που χειρίζονται την ζωή! Η ματιά της με την μελαγχολία της εμπειρίας αλλά όχι απελπισμένη. Οι παλάμες της ανοιχτές ικετευτικά σαν διακονιάρας του έρωτα ή ελκυστικά σαν ηλικιωμένης κορινθιακής ιέρειας:
- " Έλα τώρα που σε θέλω! Δεν έχω πολύ καιρό μπροστά μου! Εκλιπαρώ το σπέρμα σου! Τα βυζιά μου πλαδαραίνουν και χρειάζονται χάδια ανδρικά! Θέλει να φουντώσει ξανά η κοιλιά μου..."

«Ένας άνεμος ερωτικός φυσάει απάνω στη Γης, ίλιγγος κυριεύει όλα τα ζωντανά και σμίγουν στη θάλασσα, στις σπηλιές, στον αγέρα, κάτω από το χώμα, μεταγγίζοντας από κορμί σε κορμί μια μεγάλη ακατανόητη αγγελία.»

Και η κόμπρα πάνω στον κωνικό πίλο της να ξεφωνίζει:

«Δε χωρώ! Δε χωρώ! Θέλω να ξεφύγω!....Θέλω να γεννήσω γιόν ανώτερο μου!»

Απ΄ την άλλη μεριά η ερωτική αντίθεση της νεότητας.Τα μάτια διερευνητικά και το ένα ιδιαίτερα προκλητικό. Την μέση της δεν την περικλείει φίδι, μα σαν κλείδωμα του ζωστήρα της ένα ερωτηματικό. Είναι ακόμη παρθένα;;;
Στα χέρια της κρατάει 2 φίδια αλλά όχι από το κεφάλι για να τα δαμάσει, αλλά σφιγμένα στην μέση τους, σαν να τα έχει υποδουλώσει. Δυο φαλλούς στην διάθεση της και να μην ξέρει ποιον να διαλέξει;
Ή να τους θέλει και τους δυο;

Και στην κορώνα της κόμης της ένα αιλουροειδές ζώο, σαν την μαϊμού του γύφτου που χορεύει αλυσοδεμένη στον σκοπό του ντεφιού του και σκαρφαλώνει στις πλάτες και στο κεφάλι του αφεντικού της. Σαν τον άντρα του κεφιού της. Τα χέρια με τα φίδια υψωμένα προς τα πάνω, σαν να θέλουν να φοβίσουν το ζωάκι στο κεφάλι της.

«Κι αρχίζει πάλι το ανηφόρισμα ο πόνος και ξαναγεννιέται η χαρά και ξαναπηδάει η νέα ελπίδα. Ποτέ δεν κλείνει ο κύκλος. Δεν είναι κύκλος είναι ένας στρόβιλος που αιώνια ανεβαίνει, πλαταίνοντας, τυλίγοντας, ξετυλίγοντας, τον τρισυπόστατο αγώνα.»

Ποιές να ήταν οι ζωές τους: Ποιές να ήταν οι ζωές των δημιουργών τους και τι σκέφτονταν, όταν τις καλλιτεχνούσαν; Ήταν μόνο ένας και με το πλάσιμο του πηλού έπλαθε κι ένα κομμάτι της γυναίκας του, της ερωμένης του, της ποθητής του;;; Ήταν ερωτικά ερεθισμένος και με το βάψιμο του μπούστου και των γοφών εκστασιαζόταν;;; Ήταν πολλοί οι δημιουργοί σε αισθησιακό όργιο με τις δυό θεές;;;

Η ζωή του καθενός είναι το παρελθόν και η θύμηση. Το παρών στιγμούλα ανάμεσα του και στην ελπίδα της πραγμάτωσης των προσδοκιών μας. Το μέλλον δροσιά στην δίψα της φαντασίας μας.

Με έδιωξε ευγενικά μια επιστάτρια:
- "Συγνώμη αλλά πρέπει να κλείσουμε. Κι εμείς οικογένειες έχουμε."

Στο προαύλιο ο αθάνατος δεν είχε ενδώσει ακόμη προσδοκώντας ορμητικούς βοριάδες. Στην κορφή του ένα μοναχικό σπουργίτι περίμενε να απομακρυνθεί η γκρίζα γάτα που λιάζονταν νωχελικά στο παγκάκι, για να τσιμπολογήσει τους σισαμόσπορους από το κουλούρι κάποιου περαστικού.
Η κοπελιά με την φανταιζί κορδέλα στα μαλλιά πουθενά. Μ΄ έστησε!

Κάτω δεξιά μου έβλεπα τις Καμένες της Σαντορίνης, που ίσως φταίνε για την λησμονιά των μινωικών θεοτήτων, και συλλογιζόμουν ποιά από τις 2 θα διάλεγα εγώ, αν ήμουν εκεί.
Κι αν ήμουν αλλού;;; Και τι στο κάτω κάτω της γραφής ξεχωρίζει το Εκεί από το Αλλού;;; Η διεύρυνση του χώρου με τον χρόνο ή η συρρίκνωση του χρόνου στον χώρο;;;
Την φιλοσοφία την διέκοψε κάποιο τραγούδι. Κάτι σαν αντίλαλος των ταλαντώσεων των χορδών της ύλης:

«Πώς να αντέξει ο θάνατος τέτοια μοιρασιά…. Κι εγώ αλλάζω μορφή στα φιλιά σου.»

Οι τελευταίες αχτίδες του ωχρού ηλίου φώτισαν μπροστά μου την σιλουέτα της νέας θεάς με τα δυο φίδια στα χέρια. Μα όχι! Δεν κρατούσε φίδια μα δυο κορδέλες, στο αριστερό μια λεπτή μενεξεδιά και στο δεξί μια πλατιά σε τριανταφυλλί χρώμα, που ανεμίζονταν υψωμένες αποχαιρετώντας μια θολή προσδοκία.

-"Τι προτιμάτε;;;", ρώτησε η θεά των κορδελών.
-"Θα πάρω την φανταιζί, την τριανταφυλλιά", απάντησα.
-"Α!!!! Τσάι θέλετε", αποκρίθηκε και μου πρότεινε την δεξιά κανάτα.

Μακάρισα τη στιγμή που έσκυψε να γεμίσει την κούπα μου.
Ανασηκώθηκα αυτοστιγμεί και της πάσαρα ένα ηχηρό φιλί ανάμεσα στα δασιά της φρύδια, σίγουρος ότι δεν θα με χαστουκίσει.
Στο στόμα της λαξεύτηκε παιχνιδιάρικα ένα ίσως ειρωνικό χαμόγελο κι από τα μισάνοιχτα χείλη της ξέφυγε σαν σφύριγμα:

«ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ: ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!»

Βγαίνοντας από το αεροπλάνο έδωσα διακριτικά στην θεά των κορδελών την επισκεπτήρια κάρτα μου.

Την δέχτηκε!

Λυγμός ανάμεσα στο πρέπει και στο θέλω

Προσπαθούσε να την πλησιάσει εδώ και ενάμισι χρόνο ανεπιτυχώς.
Έκανε την φιγούρα του για να προσελκύσει την προσοχή της, μέχρι που της έγραψε και ραβασάκι, που αυτή το παράτησε αδιάβαστο. Δεν ενέδωσε και συνέχισε να την παρατηρεί στους χώρους του καθημερινού της χαχανίσματος.

Αν και χαζογελούσε, όπως και όλοι οι παρευρισκόμενοι, εν τούτοις διέκρινε, έτσι νόμιζε τουλάχιστον, μια δροσιά ιδιαίτερου πνεύματος στις παρεμβολές της. Ήταν κάτι σαν απόκρυφα μηνύματα χωματένια, που στέλνουν μαγικά πλάσματα από μια εγκρατή ζωή, φαίνονται γήινα αλλά ίσως και να εμπεριέχουν κάτι άλλο εξωπραγματικό.

«Τα παλικάρια πάνε από μεράκι» της είπε και τότε μόνο αντέδρασε.
Μάλλον ήθελε να δοκιμάσει την ανδρεία του.Ήξερε, ότι ήταν κοινωνικά δεσμευμένη, με παπά, κουμπάρο κι ένα δωδεκάχρονο αγοράκι.
Μα την ήθελε!Κι αυτή ίσως γέννησε τους θεούς του ονείρου της από ατολμία και τεμπελιά.Σαν νησιώτισσα έχει την βλέψη των θαλασσινών, που είναι πάντα αφηρημένη στην ρέμβη των.Της εξωτερικεύτηκε όλα τα άγια και τα ενδόμυχα του, γιατί δεν θέλησε να παραμένουν οι κραυγές του «φωνή... εν τη ερήμω».

Μα φυσικά προσδοκούσε και κάτι περισσότερο από ένα φιλικά διατεθειμένο συνομιλητή. Ο ερωτισμός του ανδρικού με το θηλυκό δεν τελειώνει πριν την νεκροφόρα.
Ανταποκρίνονταν μεν αλλά πάντα με τον ενδοιασμό του «πρέπει».

Αυτουνού απ΄ την μεριά του τον ερέθιζε η δοκιμασία να τσεκάρει τα όρια των «πρέπει» και των «θέλω» της.

Είχε μαζέψει με τα χεράκια του φρέσκα φασολάκια, για να της τα μαγειρέψει γιαχνί με αγοραστό μαϊντανό και μάραθο. Αυτή προτιμούσε μπριζόλες χοιρινές ή συναγρίδα και τελικά συμβιβάστηκαν σε πίτσα Μαργαρίτα από ντελίβερι.
Ευτυχώς που υπήρχαν αρκετές μπύρες στο ψυγείο και μερικοί μακρομάλληδες τροβαδούροι για να φαντασιοκοπεί ιππότης στην αναζήτηση ψηλών πύργων με μπαλκόνια και αλογοουρούσες να τον βοηθήσουν στην αναρρίχηση.

Έψαχνε αρτεσιανό με αναβρύων ύδωρ και όχι χαβούζα για να ξεδιψάσει περιστασιακά.
«Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι, ο ένας αρσενικός, ο άλλος θηλυκός, συναντηθήκαν και συγκρούονται σ΄ ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή, πύκνωσαν, γένηκαν ορατοί…»
(Αχ, βρε Νικολάκη, καλά τα έγραφες αλλά μάλλον δεν έζησες τσουνάμι! Και πόσοι αφορισμοί χρειάζονται για να ασκητέψεις χωρίς συμβιβασμούς;;;;)

Στην επικοινωνία τους είχε δημιουργήσει την εντύπωση, ότι αυτή είχε απορροφηθεί ματαίως στην αναζήτηση της ουσίας του Είναι της, που το είχε από καιρό καταχωνιασμένο σε κάποια άβυσσο.
Της έριξε αρκετές τριχιές μα όλες τις παράτησε στα μέσα της αναρρίχησης της ευπροσδοκώντας τον βυθό της.

Μα κι αυτός τι είχε να της προσφέρει εκτός απ΄ την θαλπωρή σπηλιά του δάσους του;;;
Αυτό ίσως ήταν η επιθυμία του. Να αποσπαστούνε από την ερημικότητα του πλήθους για ένα δυαδικό ταξίδι σε αναζήτηση νέων φανταχτερών κορφών και σκοτεινών χαραδρών.
Πιθανόν και να την εξιδανίκευε στο κενό της απομόνωσης του για να γεμίζει την ελπίδα του με ξωτικά, νεράιδες, μούσες, νύμφες.

Αυτή το έπαιζε άνετα στην απροσδιόριστη κατάσταση της. Αλλά η ανία της πρέπουσας συμπεριφοράς την ωθούσε σε υπέρμετρες εκφράσεις. Εξ άλλου λογάκια και γραμματάκια όλα αυτά ήταν.
«Τσε τι με μέλει;» νοούσε ανάμεσα στις φράσεις της.
«Μην κρίνεις τον άνθρωπο από τα λόγια του, αλλά από τις ενέργειες του» έλεγε η συγχωρεμένη μάνα του.

Κι εκείνη η φανταιζί κορδέλα ξεθωριάζει με την βροχή και τον άνεμο.
Μα πίσω από το τριανταφυλλί πέπλο της εικονικότητας υπάρχει και η γκρι πραγματικότητα, που ήθελε να εξερευνήσει έστω και χωρίς μίτο.

Να τον λοιπόν στις μαδάρες του Ψηλορείτη να ψάχνει για άρμεγμα την παιχνιδιάρα αίγα του, μα βρήκε μοναχά χοχλιούς (λένε ότι τους μαζεύουνε πρωί, τους βάζουνε μερικές μέρες σε κουβά για να ξεσκατώσουν και μετά τους μαγειρεύουν. Αλλά που καιρός για παραδοσιακές τέρψεις;)
Ντόμπρος και τσελιγγάτος, όπως είναι, της είχε πει ότι θα έρθει να την απαγάγει από τα σκοτεινά του Κάπου της για πάμφωτα ακρώρεια ενός άγνωστου Αλλού (είχε κατεβεί με το τζιπάκι του, όχι κάποιο φιγουρένιο νεοπλούσιο αλλά ένα παλιό πρώην στρατιωτικό, που ανάβουνε τα λαμπάκια του όποτε θέλουν, έτσι για να δείχνει ετοιμοπόλεμος).
Αυτή αντέδρασε, όπως σχεδόν περίμενε, έτσι να θωπεύσει παροδικά έναν έρωτα επίγειο.
Το κατανοούσε μα το αψήφησε.

Τα «πρέπει» της θνητής καθημερινότητας βαραίνουν περισσότερο από τα "θέλω" της πεταλουδίσιας ψυχής.

Συνεχίζει αυτός την περιπλάνηση του με την ωδή:
«Πάρε μυρωδιά το λάδι, εδώ όπως καίγεται και ζήσε το ταξίδι».
Κι ένα φανταχτερό φακιόλι φαντάζει πλέον σαν σκυθρωπή γκρι μαντίλα χήρας, που δεν χοροπηδάει ούτε στον σιρόκο.

«Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα κύκλο δικό του από πράματα, από δένδρα, ζώα, ανθρώπους, ιδέες και τον κύκλο τούτον έχει χρέος αυτός να τον σώσει. Αυτός, κανένας άλλος. Αν δεν τον σώσει, δεν μπορεί να σωθεί!»

Κάθισε πάνω σ΄ έναν από τους κυβισμένους γρανιτένιους ογκόλιθους του μνήματος του, επανέλαβε νοερά την επιγραφή του τάφου του, αγνάντεψε την θάλασσα και τον παραξένεψε ο ξύλινος σταυρός.

«Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι»:….

«ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!»

Το δέκατο όγδοο χαμόγελο



Την γνώρισε σε μια χαζοχαρούμενη παρέα, αλλά με τους συμμετάσχοντες με όρεξη για επικοινωνία, κέφι για έκφραση, εξωτερικοποίηση, γέλιο και κλάμα, αν το επέτρεπε το κλίμα.

Συναντήθηκαν κατά λάθος, αυτός μια αφορμή γύρευε και της μπήκε μ έναν διπλωματικό ανούσιο τρόπο, που δεν ταίριαζε στην ντόμπρα του ιδιοσυγκρασία. -«Αυτοάμυνα με επίθεση κυρία μου;» -«Σόρρυ δεν ήταν πρόθεση μου» απάντησε εκείνη μ ένα γλυκύτατο χαμόγελο γυναικείας αυτοπεποίθησης.

-«Ααααααα! Το ναζιάρικο», σκέφτηκε, «δοκιμάζει τις αντοχές μου!»

Στην ηλικία του τα είχε μάθει πλέον αυτά.. ήξερε ποιες γυναίκες τον πλησίαζαν και γιατί.. τουλάχιστον έτσι νόμιζε….Του άρεσε μεν το ωραίο, το νεανικό, αλλά όχι η επιπόλαια επίδειξη μιας ομορφιάς χωρίς αισθητικό παρά μονάχα αισθησιακό υπόβαθρο. Ίσως και νάταν η υπερευαισθησία της ηλικίας του, κάτι ανάμεσα στο χτες και στο αύριο, μια ανδρική κλιμακτήριος, που τον ώθησε να ενδώσει και να ανταποκριθεί στα χαμογελάκια. Ενδόμυχα όμως ήξερε, ότι δεν ήταν αυτό που έψαχνε! Άλλο να ψάχνεις κι άλλο να βρεις… Και μερικές φορές η πείνα τον ανάγκαζε να τρώει ότι βρει…Θυμήθηκε πικρόχολα ένα επεισόδιο της φοιτητικής του ζωής, όταν είχε μείνει ένα γιορταστικό τριήμερο άφραγκος. Με όλους τους καλούς του φίλους και γνωστούς, που θα μπορούσαν να τον φιλέψουν ένα πιάτο φαΐ , απρόσιτους, εκτός, και το μοναδικό φαγώσιμο που είχε σπίτι ήταν ένα γυάλινο κουτί κονσέρβας μαγιονέζα.

Δεν ξανάφαγε ποτέ από τότε μαγιονέζα, σε ότι λιχουδιά κι αν συνόδευε.

Έβλεπε μεν ότι χαμογελούσε παντού, μ ένα παιχνιδιάρικο ύφος παιδικής αγνότητας. Δεν τον πείραζε, τουναντίον τον γοήτευε αυτή η ανεμελιά, η χαρά του σήμερα και τώρα και όχι η κατάθλιψη κάποιου ενδεχόμενου σύννεφου του αύριο. Είχε μάθει εξ ιδίας εμπειρίας , τι σημαίνει η μοναδικότητα του καθενός και τι χαρά δίνει η ανύψωση του Εγώ από άλλους, αυτή η επιδοκιμασία του σκέρτσου, τα παλαμάκια στην θεατρική πράξη μιας θλιμμένης μοναχικής καθημερινότητας.

Το άφησε να έρθει και ήρθε αυθεντικά, χωρίς πίεση ή βία! Επανήλθε ένα νεανικό αίσθημα στο μυαλό του, που δεν ήξερε πώς να το ονοματίσει, κάτι που τον αφαιρούσε από το Είναι του, που του γαργάλιζε το στομάχι, υπερέβαινε την λογική κι άγγιζε κάποιο του Όνειρο.

Κάποτε, μετά από αρκετά χιλιόμετρα βάδην , την ξεμονάχιασε, μα στην προσπάθεια ενός πρώτου φιλιού του γύρισε το μάγουλο της. Κατάλαβε και συνέχισε την περι(παρα; )πλάνηση του στα δεκαεφτά του ήδη γνωστά χαμογέλα…

Προσδοκίες του μικρού καλοκαιριού



Πίσω απ τα μικρασιατικά βουνά ξεθάρρευε ένα ανατολίτης ήλιος ν αρχίσει το καθημερινό του αγώγι και έντυνε τις άκρες της θάλασσας από κάτω με μπλε, μαβί,  πορφυρές, πορτοκαλί φορεσιές που κιτρίνιζαν προς τα πάνω ξεθωριάζοντας στο ουρανί.

Μετά από λίγες παχιές βροχές, που προσδοκούσαν με ανυπομονησία άνθρωποι, φυτά και ζώα μετά την  σχεδόν ανυπόφορη θερινή ξεραΐλα, έφτασε νωχελικά το μικρό καλοκαιράκι  για την προετοιμασία του χειμώνα.

Τον ξύπνησαν τα αδήμονα τιτιβίσματα ενός σμήνους μικρών πουλιών  καλωσορίζοντας την νέα μέρα στις διπλανές του ξενοδοχείου του φυλλωσιές ενός μικρού άλσους φίκων, που αναρχοαυτόνομα είχε καταλάβει εδώ και χρόνια το κενό συναμεταξύ δυο άχαρων κτισμάτων, απ αυτά που ευφημικά ονοματίζουν πολυκατοικίες και όχι πολυκλιναρίες.

Στο Μανδράκι τα πρώτα καράβια άρχιζαν τα δρομολόγια τους μεταφέροντας επιβάτες, αυτοκίνητα και εμπορεύματα στο εφήμερο αλλού τους.

Το ¨Ανταίον¨ μάλλον δεν θα είχε ανοίξει ακόμη για να πάει να ζεστάνει το κάθισμα της αναμονής κλωσώντας τις προσδοκίες του μέχρι την ώρα του ραντεβού τους.
Θα την αναγνώριζε αμέσως άραγε μετά 20 χρόνια; Κι αυτή θα διέκρινε έστω και αμυδρά το πρώην  αθλητικό του σώμα και τα δυναμικά του χαρακτηριστικά  νυν καλυμμένα από προκοιλάκι και νωπές ρυτίδες;;;

Σε μια πρόσκληση του πολιτιστικού συλλόγου του οποίου υπήρξαν συνιδρυτές, μικροφοιτήτρια τότε εκείνη  και σε μεταπτυχιακή προσπάθεια αυτός, για τον γιόρτασμα της 25ετους  επετείου της ίδρυσης του, ανακάλυψε την ηλεκτρονική της ταχυδρομική διεύθυνση  και το πάλεψε πολύ,  αναβάλλοντας το συχνά, ώσπου να ξαναπάρει επαφή μαζί της.

Ήταν πάντα η παρουσιάστρια σ όλες τις εκδηλώσεις συλλόγου τους! Εντυπωσιακή εμφάνιση, κορμάρα, αγγελουδένιο πρόσωπο, μακριά σγουρά ανυπότακτα μαλλιά σε εβένινο χρωματισμό,  μ ένα χαμόγελο που γοήτευε μέχρι και την ψυχή του Βελζεβούλη  εμψυχώνοντας αισθησιακές προσδοκίες, πόθος όλων των επίδοξων Δον Ζουάν της κλίκας τους.

Μα κι αυτή δεν φειδωλούσε ούτε ερωτικά ούτε πολιτικοκοινωνικά. Έκανε εραστή της όποιον, όποτε και όσο ήθελε και παρομοίως ανάλωνε την απεριόριστη ενέργεια της σε κάθε εκδήλωση σε πλαίσια του αριστεροαναρχούμενου φρονήματος της.
Μα και ο ίδιος την είχε ποθήσει συχνά ερωτικά! Μα να ίσως επειδή ήταν τότε συντηρητικοαριστερός με αρκετά μικροαστικά κατάλοιπα, που προσπαθούσε να τα ενδύσει με μια υλιστική ερμηνεία, ότι ήταν δήθεν αν όχι ικανοποιημένος τουλάχιστον χορτάτος ερωτικά στην μακροχρόνια σχέση του, ή και ίσως γιατί  και η τότε φίλη του και νυν πρώην του σπάνια δεν τον συνόδευε στις εξόδους του, δεν έτυχε ευκαιρία συνουσίας τους, εκτός απ  εκείνο το βράδυ της άρνησης του.

Γύριζαν πρωινές ώρες μετά από μια γιορταστική εκδήλωση, πιασμένοι αγκαζέ, ψιλοτραγουδώντας ερωτικά τραγούδια και χαζοχορεύοντας στους ερημωμένους δρόμους χαϊδεύοντας τρυφερά ο ένας τον άλλο στην κοινή διαδρομή για την γειτονιά τους.

Μπροστά στην είσοδο του σπιτιού της αλληλοκοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια κι εκείνη σφίγγοντας αισθησιασμένη το χέρι του ψιθύρισε «έλα πάνω!».

Ακόμη δεν έχει κατανοήσει, αν και προσπάθησε συχνά να το αναλύσει, εκείνο του το «όχι τώρα, ίσως άλλη φορά».

Όχι δεν ήταν προαίσθηση ενοχικής μοιχείας, μη αποδοχή του ελεύθερου ερώτα, έλλειψη στιγμιαίων ερωτικών ορμών ούτε και κάποιο φροϋδικό σύμπλεγμα ή απόρριψη της θηλυκότητας της, που τον ώθησε σ εκείνο του το όχι.

Η μόνη εξήγηση που μπόρεσε ποτέ να δώσει ήταν, ότι αυτή μάλλον ήταν η απαρχή της ύστερης μισογυνίας του.

Αυτή ξεκίνησε σταδιακά μετά την αναγκαστική του πατρότητα. Αποδέχτηκε αδήριτα την ορμονική θηλυκή της οντότητα, όπως και το κοινό προϊόν της δικής του σεξουαλικότητας, προσπαθώντας έντιμα να είναι όσο το δυνατόν καλός πατέρας, αν και η συνήθης πρώην ρήση του ήταν, ότι θα υιοθετούσε κάποιο τριτοκοσμικό ορφανό όταν θα βίωνε κάποιο αίσθημα πατρότητας, και τυπικός σύζυγος στην κυριολεξία του όρου.

Ίσως αυτή η για την ανατροφή του παιδιού αναγκαία συγκατοίκηση, η μονομερής ανάληψη εκ μέρους του των βαρών της επιβίωσης και οι επακολουθήσαντες συμβιβασμοί στα προσωπικά και επαγγελματικά του ¨θέλω¨ εμπέδωσαν τα αίτια της μισογυνίας του.

Στην αρχή εκδηλώθηκε με κάτι «άστο θα μας ξυπνήσει το παιδί», κατόπιν μα «ουφ πάλι θέλεις» ή απλά με επιδεικτικό γύρισμα της πλάτης του σε προσπάθειες ερωτικών προσεγγίσεων της συγκατοίκου του και αργότερα με το να κοιμάται στον καναπέ του γραφείου του κλειδώνοντας πομπωδώς την πόρτα του.
Η ωρίμανση της όμως συντελέστηκε στην ακμή της ανδρικής του ενέργειας, στα 35 με 40 του, όπου επεδίωκε συνειδητά σύντομες ερωτικές επαφές που τις διέκοπτε χωρίς αιτία με μόνο αντίλογο σε ενδεχόμενες ερωτήσεις ένα απότομο «σε βαρέθηκα καλό μου!».

«Τις γαμώ και τις πετώ» έλεγε στους κολλητούς του, όταν τον ρωτούσαν για το πασίγνωστο γκομενιάρισμα του.

Μετά τα 40 του η σεξουαλική του ενεργεία μεταλλάχτηκε και διοχετεύτηκε σε ακόρεστη επαγγελματική δράση πηγαίνοντας «μόνο για απόφραξη», όπως έλεγε χαριτολογώντας, σε ¨επί χρήμασι εκδιδόμενες¨, απολογούμενος, «ότι έτσι ξέρω γιατί πληρώνω». Κάποτε σιχάθηκε το ζώο μέσα του αλλά δεν ήξερε αν ποτέ θα μπορούσε να το αποχωριστεί, και γιατί.

Μετά την ενηλικίωση του μοναδικού καρπού των ορμονικών του εκκρίσεων, έτσι πίστευε τουλάχιστον, αποτραβήχτηκε απ όλα, ακόμη και της συγκατοίκησης, επιλέγοντας σαν τρόπο και στόχο ζωής την μοναχικότητα.

Είχε βαρεθεί πλέον να αναλαμβάνει και να του αποδίνονται ευθύνες!

Κάπως πέρασε από τον νου του να αποσυρθεί από τα εγκόσμια σε μια αθωνίτικη σκήτη, αν και άθεος, με την συμβολή πρώην συμμαθητή του νυν ηγούμενου αγιορείτικου κοινοβίου και φυσικά μιας γενναιόδωρης χειρονομίας.

Ήθελε πολύ να μπει σε μια διαδικασία αναζήτησης του ¨Εγώ¨ του ¨Εαυτού¨ του!

Τώρα πλησιάζοντας τα γι αυτόν σημαδιακά 50 του αισθανόταν, ότι ολοκληρωνόταν ένας ζωικός του κύκλος και ότι ίσως έπρεπε να αρχίσει να βάζει τις βάσεις ενός καινούργιου, πιο αγνού, πιο ευκρινούς, πιο δίκαιου, πιο ολοκληρωμένου και ίσως και του τελευταίου του.

Αποφάσισε και της έγραψε ένα πρώτο mail μετά 25 χρόνια νεανικής γνωριμίας, εξιστορώντας λιγάκι την πορεία του και καταχάρηκε για την απάντηση της. Ακολούθησαν κι άλλα γραπτά περισσότερο ουσιαστικά και τηλεφωνηματάκια για την ανανέωση και ακουστικά της επαναγνωριμίας τους.

Του είπε, ότι μετά την αποχώρηση του γιου της από την φώλια της, αποσύρθηκε κι αυτή από την χαοτική Πρωτεύουσα στην επαρχιακή ηρεμία της  Ρόδου.

Κι όταν απάντησε θετικά στην ερώτηση του μιας προσωπικής επαναεπικοινωνίας, έκλεισε θέση στην πρώτη διαθέσιμη πτήση για να την ξαναδεί.

Νάτος λοιπόν ως υπερώριμος  νυμφίος  προσδοκώμενος την αποδοχή της άρνησης του αρχικού του ¨όχι¨, ¨του ίσως άλλη φορά¨, μ ένα γαρύφαλλο με μυρωδιά κανέλλας απλωμένο ανέμελα δίπλα στο καφεδάκι του, προκαλώντας τα χαμογελάκια των θηλυκών επισκεπτών, ετοιμότατος για την αναίρεση μιας παρελθούσας απόρριψης του.

Άρχισαν να καίνε οι ακτίνες  του  ήλιου του μικρού καλοκαιριού ξεγλιστρώντας μέσα από την πυκνή ακόμη φυλλωσιά του δένδρου.

Εντεκάμισυ!!!!  Μάλλον κάτι της έτυχε…….
……………………………………………………………………………………………………………..

Αναστατώθηκε και μισοτρόμαξε με το πρώτο του mailaki.

Τι ήθελε αυτός ο ατυχής πρώην της στο ¨εδώ¨ και στο ¨τώρα¨ της;;;
Γιατί να αναταράξει τώρα αυτός την ηρεμία της επιλεγμένης μοναχικότητας της;;; Και ειδικά αυτός, ο πρώτος και μοναδικός που απέρριψε  το ¨θέλω¨ της, την οικειοθελή προσφορά των θέλγητρων της νεότητας της;

Ε ρε τι γκομενάρα ήταν στις δόξες της! Όλα τα αρσενικά στροβίλιζαν πλησίον της και επιδίνονταν στα κοκορίστικα τους για να αποσπάσουν την προσοχή της. Ειδικά, όταν σε εκδηλώσεις παρουσίαζε το πρόγραμμα φορώντας εκείνο το γαλάζιο ριχτό της που τόνιζε κάθε καμπύλη της, ιδιαίτερα αυτές του ζαρκαδίσιου στήθους της ακόμη και την κοιλότητα του αφαλού της, σιωπούσε κάθε ανδρική κουβέντα και λυσσομανούσαν όλα τα παρόντα θηλυκά από ζήλεια.

Την αισθησίαζαν τέτοια σκηνικά και τα εκμεταλλευόταν, όταν ήθελε και μπορούσε. Και τσούρμο πέφτανε σαν ζαλισμένα κοτσύφια όλοι οι επίδοξοι εραστές της, έχοντας αυτή και μόνη αυτοδίκαια την ευδαιμονία της επιλογής των.

Δεν ήξερε ποιο δαιμόνιο την κυριαρχούσε μα ούτε καν την ένοιαζε καθόλου. Η εξουσία επί της ερωτικής της καθημερινότητας είχε ταυτιστεί με το τότε ¨είναι¨  της.

Είχε και έχει διατηρήσει ακόμη την ικανότητα όσφρησης της ανδρικής ερωτίλας και επέλεγε πάντα με την μύτη της, που δεν την διάψευσε ποτέ, την δεινότητα, ορμή, δράση, ένταση, ανθεκτικότητα και διάρκεια για ερωτική ιεροτελεστία του εκάστου συνκλινούμενου της.

Ο ερωτισμός της ήταν υπερσυναισθησιακός. Όταν αγκάλιαζε ένα σφριγηλό νεανικό σώμα γεύονταν όλες τις λιχουδιές της ανατολής και όταν το φιλούσε ευωδίασε η όσφρηση της από γαλλικά αρώματα.  Συχνά κατά την διάρκεια του σεξ το βλέμμα της διακατεχόταν απ ένα βαθύ μπλε που στην διάρκεια του εκρήγνονταν ηφαιστειακά σε μια πανδαισία φανταιζί χρωμάτων όλων των αποχρώσεων.
Άλλες φορές η ερωτική της αίσθηση άρχιζε με ήχους από κουδουνάκια του ανέμου και κορυφώνονταν στην έκσταση της μουσικής από την Κάρμεν του Μπιζέ. Ζούσε πράγματι αισθησιακά τους ήχους του καλπασμού του ανδαλουσιανού άλογου του αξιωματικού που έγινε κοντραμπαντιέρης από παράφορο έρωτα και ένιωθε τον οργασμό της σαν τρελό τσιγγάνικο χορό.

Τους παροξυσμούς του ερωτισμούς της τους βίωνε μετέωρα, άβαρα, σχεδόν άυλα, ανάγκη μεν αλλά προσφορά κι απαίτηση συνάμα, κάπως  σαν χορό χταποδίσιων πλοκαμιών σ ερωτική συνουσία.

«Μωρή νυμφομανής είσαι;» την ρωτούσε η κολλητή της, όταν τις εξιστορούσε φάσεις. «Όχι καλέ! Νεφροπαθής! Για τα νεφρά μου το κάνω» απαντούσε μειδιάζοντας εκείνη.

Εκείνο το βράδυ μετά την ηχητικά άχρωμη, άτονη και δήθεν αδιάφορη απάντηση της «καλά, όπως θες και όνειρα γλυκά!», ανέβηκε τρέχοντας στο διαμέρισμα της και ξεχαρβαλώνοντας σχεδόν την πόρτα του, κλωτσώντας την για να κλείσει, και έσπασε ότι εύθραυστο βρήκε μπροστά της. Πιάτα, κρυσταλλένια ποτήρια, 3 φλιτζάνια τσαγιού Βοημίας, την πορσελάνινη εταζέρα φρούτων και τον καθρέφτη του διαδρόμου. Κι αν έβρισκε τότε τσεκούρι μπροστά της θα μετουσίωνε σε καυσόξυλα το δρύινο διπλοκρέβατο, κληρονομιά της γιαγιάς της, όπου σφαδάστηκε ωρυόμενη για την προσβολή που δέχτηκε γρονθοκοπώντας ανελέητα τα 2 μαξιλάρια του, σαν να έφταιγαν εκείνα τα άμοιρα απορρίπτοντας αυτά τον εναγκαλισμό της μακριάς σπαστής του κόμης.

Η οργή της δεν κατευνάστηκε ούτε μετά το ξύπνημα της το επόμενο απόγευμα, όπου αμέσως επιδόθηκε με ζήλο σ ένα δέκαθλο ηχητικών, εικαστικών και οργασμικών συγχρόνως δοκιμών.

Οι επόμενες μέρες και εβδομάδες της ήταν μια καταδική της σύνθεση μιας παραζάλης ήχων, φωτός, εικόνων, αφών, γεύσεων και σωματικής έκστασης σε μια εκ των πρότερων χαμένη προσπάθεια απάλυνσης της απόρριψης ενός ελεοτικού χαϊδέματος του ναρκισσισμού της στο χείλος του γκρεμού του ΕΓΩ της.

«Πως διαφοροποιείς την σεξουαλικότητα σου από τον ερωτικό σου αισθησιασμό;»  την είχε ρωτήσει κάποτε η κολλητή της και είχε αυθόρμητα απαντήσει: «Σεξουαλικότητα είναι, σαν να βάφω τους τοίχους του διαμερίσματος μου 9 φορές, ώστε να πετύχω την απόχρωση που αρμόζει στην εκάστοτε στιγμή πρωινού ή δειλινού και αισθησιασμός, όταν νιώθω τον κυματισμό των σταχυών σε πινάκα του Βαν Γκονγκ».

«Κρίμα του γμτ», σκαφτόταν εκ των υστέρων, «που οι επόμενοι του εισέπραξαν σχεδόν δωρεάν τους ήχους, χρώματα, γεύσεις και αισθησιακούς χορούς εξαρσιακών οργασμών που είχα συσσωρεύσει με την προσδοκία της κοινής μας συνεύρεσης».

Ημέρεψε με την εφηβεία του μοναχιάρη της, τον οποίο ανέθρεψε μόνη της, επειδή δεν ήξερε μα ούτε και ήθελε να μάθει ποιος είναι ο βιολογικός του πατέρας.

Η επιθυμία της δικής της μητρότητας είχε φουντώσει μέσα της υποσυνείδητα, όταν τον είδε για πρώτη φορά να τσουλάει παιδικό καροτσάκι με όλη του την προσοχή αφιερωμένη σε ενδεχόμενα εμπόδια της πορείας του παρακάμπτοντας αμελώς βλέμματα, χαιρετισμούς και κελεύσεις φίλων και γνωστών.

Ούτε κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης της μα ούτε και κατόπιν είχε σταματήσει να αθλείται εντατικά.
Με την άνδρωση του γιου της άρχισε να νιώθει μέσα της μια ενοχή μοιχείας και εκτός λιγοστών εξαιρέσεων μετά από πνευματώδη γλεντοκόπια δεν πολυαπάτησε τον άνδρα του σπιτιού της με άλλους.

Είχε πλέον φιλιώσει με την μοναχικότητα και την αποχή της από σεξουαλικές επαφές. Η διερεύνηση της εσωτερικότητας καθώς και η αναζήτηση του ¨Θείου¨ στην χαοτική αρμονία του σύμπαντος ήταν τώρα οι προτεραιότητες της. Πίστευε στον προκαθορισμό των ανθρώπινων βιωμάτων από την στιγμή της γέννησης των και μελετούσε καθημερινά το αναλυτικό της ωροσκόπιο καθώς και αυτά της ολιγομελούς παρέας της. Είχε μελετήσει επίπονα και το δικό του από την στιγμή της ξαναεπικοινωνίας τους.

Σήμερα σηκώθηκε από το κρεβάτι της σχετικά αργά, αν και ήταν από νωρίς ξύπνια, σαν να ήθελε να υπεκφύγει μια απόφαση.

Ήπιε με κλειστά ακόμη τα παντζούρια το καφεδάκι της, διάβασε τα αποκάθια του και ξανακοίταξε το ωροσκόπιο του!  Είχε και τον Ερμή ανάδρομο γμτ του!

Τώρα είχε πλέον κατανοήσει, γιατί δεν ενώθηκαν τότε και ότι δεν πρόκειται να σμίξουν ανθρώπινα ερωτικά ποτέ. Τουλάχιστον όχι σε τούτη τη ζωή.

Δεν είχε κανένα νόημα να πάει να τον βρει! Αυτός σίγουρα θα περίμενε αρκετή ώρα μα κάποτε θα καταλάβαινε και δεν θα ξαναενοχλούσε. Και τα τηλεφωνήματα, τα μηνύματα και τα μέηλ του θα έμειναν αναπάντητα.
……….

Στις 11 κ 30 άρχισε να ντύνεται βιαστικά.
Ίσως να την περίμενε ακόμη…….
…Ίσως και όχι….. Αλλά ποιός νοιάζεται;;;;