16 Ιουλ 2010

Η γενεαλογία του Che



Τυραννώντας την ανία μιας αλκυονίδας μέρας με κατάχλωμο αρρωστιάρικο ήλιο τριγύριζα άσκοπα στην πλατεία Αβησσυνίας στο Μοναστηράκι περιεργαζόμενος τα εκθέματα στις καρότσες των Ντάτσουν.  Δεν μ’ ενδιέφερε κάτι ιδιαίτερο, αλλά πού και πού αγόραζα κάποιο περίτεχνο, καλαίσθητο, με καλλιγράφο αποστολέα χρησιμοποιημένο φάκελο αλληλογραφίας, πιότερο για την οπτική αισθητική της γραφής του παρά με συλλεκτικές βλέψεις.

Δεν ξέρω γιατί η ματιά μου αγκιστρώθηκε σε κάτι κοινό!

Ήταν ένας απλός λευκός εμπορικός φάκελος απ αυτούς τους μακρόστενους με το διαφανές παραθυράκι για την διεύθυνση του παραλήπτη και σχετικά καινούργιος, κρίνοντας από τα ασφράγιστα γραμματόσημα της σειράς.  Χειρόγραφη μα καλλιγραφημένη η διεύθυνση του αποστολέα μα τυπογραφημένη  με λατινικούς χαρακτήρες του παραλήπτη. Το ιδιαίτερο ήταν, ότι η επιστολή ήταν ακόμη κλειστή με απαραβίαστο περιεχόμενο. Αυτό μάλλον μ’ ερέθισε και ίσως λιγάκι που ο προορισμός της ήταν η Κούβα.

Πώς άραγε να ξέπεσε εκεί; άρχισε να διερωτάται η από αστυνομικά μυθιστορήματα επηρεασμένη φαντασία μου…

Μήπως πέθανε ο αποστολέας πριν προλάβει να την ταχυδρομήσει και περιήλθε έτσι στην ιδιοκτησία του παλιατζή, που ανέλαβε να αδειάσει επί αμοιβής κατ’ εντολή του ενοικιαστή το διαμέρισμα του φτωχού και άτεκνου θανόντος;;; 

Μήπως την απήγαγε μη ακόμη αποσταλμένη κάποιος δια παραθύρων εισχωρήσας δυνατός νοτιάς από το γραφείο του, την στροβίλισε ολίγον τι εις τους αιθέρας και προσγείωσε άτσαλα το βάρος της στην καρότσα του ανύποπτου παλιατζή;;; 

Ίσως να γλίστρησε από τον απρόσεκτα δεμένο ταχυδρομικό σάκο του υπάλληλου που ήθελε να τελειώσει γρήγορα την δουλειά για να πάει στην ερωμένη του, να την βρήκε κάποιο παιδάκι φτωχομεταναστών και να την πούλησε μισοτιμής της αξίας των γραμματοσήμων σε περαστικό παλιατζή.
Ίσως να…

Τα πολλά ερωτηματικά συνέβαλαν στο να υπερβεί η περιέργεια μου τα εκ του νόμου και καλών ηθών επιτρεπόμενα όρια μα και στην αυθόρμητη απόφαση μου να κάνω κτήμα μου και αντικείμενο νέων γνωσιολογικών μου ερευνών την άσημη αυτή επιστολή.

Αντάμειψα τον με καθοιονδήποτε τρόπο ευρόντα με ένα ευπρεπές ποσό για τον κόπο του,  συν την ονομαστική αξία των γραμματοσήμων, έβαλα προσεκτικά την επιστολή στην δεξιά τσέπη της καμπαρντίνας μου και πήρα βιαστικά και κοιτάζοντας συνεχώς πίσω μου τον δρόμο για το μετρό, που θα με οδηγούσε στην εργένικη κατοικία μου.

Καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής ψηλάφιζα με τα δάχτυλα μου με μια διαίσθηση ενός «Εύρηκα» τον φάκελο μήπως του αποσπάσω έτσι άθικτο το μυστικό του, μα το μόνο που κατάφερα ήταν να πολλαπλασιάσω τα ερωτηματικά μου.

Φτάνοντας στο διαμέρισμα μου εναπόθεσα προσεκτικά τον βεβαρυμμένο με πλήθος ερωτήσεων φάκελο πάνω στο πάντα τακτοποιημένο γραφείο μου και έβγαλα την γκρίζα καμπαρντίνα μου. Μόνον αυτή. Ούτε τα χέρια μου δεν έπλυνα.

Με την αγωνία της ενδεχόμενης διαλεύκανσης ζωτικών μου υπαρξιακών αναγκών έσπευσα στο γραφείο μου και στρογγυλοκάθισα στο αναπαυτικό κάθισμα στυλ Λουδοβίκου XIV

Κατ αρχήν εξέτασα με τον μεγεθυντικό φακό το εξωτερικό του φακέλου με την ελπίδα, ότι θα έβρισκα κάτι που θα πρόδιδε ένα μέρος του περιεχομένου του. Τίποτε ουσιώδες εμφανές εκτός από μερικούς σχεδόν αφανείς λεκέδες που μάλλον προέρχονταν από σταλαγματιές πρωινής άχνης.

Συγκέντρωσα όλο μου το θάρρος και πήρα από την κορυφή του γραφείου εκεί δίπλα στο κρυστάλλινο βαζάκι με τα αποξηραμένα άνθη τον αιχμηρό χαρτοκόπτη με την κεράτινη λαβή σαν αυτούς που χρησιμοποιούν στα αστυνομικά φιλμ για εξ’ αναβρασμού ψυχής φόνους.

Με την επίγνωση της ποινικής πράξης μίας εκ προμελέτης παραβίασης προσωπικών δεδομένων και του ταχυδρομικού απορρήτου, ξέσχισα διαμπερώς, μα επιμελώς με την απόγνωση ερωτευμένου, κατά μήκος το πάνω μέρος του φάκελου.

Σχεδόν ευλαβικά αφαίρεσα το περιεχόμενο του, μια λευκή σελίδα DIN A4 πυκνογραμμένη και στις δυο πλευρές και άρχισα να διαβάζω:


Prof. Dr. Theo Pseftakis                                                                                                                            Rethymno, 2006-12-2
Institute for Genealogical Studies IGS
Kioutokatheksisstr. 7
Rethymnon
GREΕCE


To:
Jorge Poselene
Av. des Illusiones 333
Havanna
CUBA



Αγαπητέ μου Jorge,

Κατ αρχάς θέλω να σ ευχαριστήσω για την ερευνητική σου εντολή στο διεθνώς καταξιωμένο Ινστιτούτο μας και να σου παρουσιάσω σήμερα, ακριβώς 50 χρόνια μετά την επαναστατημένη εισβολή (παράνομη μετανάστευση θα την λέγαμε σήμερα) του Che και των 81 συντρόφων του στην Κούβα, τα αποτελέσματα των ερευνών μας:

Κατόπιν εξαντλητικής, λόγω και της περιορισμένης χρονικά ερευνητικής εντολής, μελέτης των συνεργατών μου όλης της επίκαιρης επί του αντικειμένου γενεαλογικής και ονοματολογικής βιβλιογραφίας, ήξερα πλέον σε ποιους θα μπορούσα να απευθυνθώ για εμπέδωση της πρώτης μας υπόθεσης.
Ένεκα δε της κυκλικής περί του ήλιου φοράς της Γης μας και του γεγονότος, ότι οι δυνητικοί πληροφοριοδότες μου εργάζονται και κατοικούν εις Δύσιν αναγκάστηκα να συνεχίσω νυχτερινά της έρευνες μου και να στερηθώ της καθημερινής μου ανάπαυσης.

Xτες δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Πρώτα τηλεφωνήθηκα μ’ έναν γνωστό μου συνεργάτη μιας κρατικής υπηρεσίας στο Langley  της Virginia ΗΠΑ. Μετά συνομίλησα τηλεφωνικά με τον επίτιμο Πρόξενο της Ελλάδας στο Buenos Aires (Καλαέρικο θα το λέγαμε εμείς).  Όλη την νύχτα έψαχνα στα online δημοτολόγια της Αργεντινής, Ισπανίας και Ελλάδας. Κοιμήθηκα 2 ωρίτσες. Ξύπνησα πριν τον όρθρο τον πρεσβύτερο της Αγίας Φανερωμένης στο Αμόρε (όχι βρε γράψε λάθος) Αμάρι του Ρεθύμνου. Πριν ολίγου είχα στο κινητό μου τον καντηλανάφτη της εκκλησιάς του San Sebastian στα Γάδειρα της Ισπανίας, ο οποίος τυγχάνει ολίγον τι τραυλός. Τώρα είμαι τελείως σίγουρος!!!!

Ιδού λοιπόν ο γενεαλογικός κλώνος του Ernesto Rafael Guevara de la Serna επικαλουμένου συνήθως Τσε (εξ ου και η ονομασία της μύγας ΤσεΤσε):

Ο Νικόλαος Λιοζάκης του Ιωσήφ, γεννηθείς τω απαισίω έτος 1858 εις Αμάριον (πρώην επωνυμία Αμοίριον αλλά λόγω των αποφάσεων της κριτικής ψυχολογίας «περί του Θετικού» μετονομάστηκε) του Ρεθύμνου μπάρκαρε 18ετής τον Μάη του 1876 σε σαβουροψαράδικο δια αλίευσην παστού μπακαλιάρου στις πορτογαλέζικες θάλασσες.  ‘Έπρεπε να κονομήσει την προίκα της 28χρονης αδελφής του μα τον σφάδαζε και σφοδρότατος έρως προς την ωραιότατη Ελένη Καραγκουνάκη και προσδοκούσε να την νυμφευθεί.

Μετά τις Ηράκλειες στήλες ναυάγησε όμως η περηφάνια της ελληνικής ναυσιπλοΐας κι αυτός εξευράσθην σε σπανιόλικες ακτές.

Βρήκε εργασία (σπάνιο φαινόμενο σήμερα) σε φάμπρικα παραγωγής οίνων κι εκεί γνώρισε την Lorena Mercedes Botilla με την οποία τεκνοποίησε 1 υιό και 2 κόρες. Ο πρωτότοκος του, ο Σήφης (εκεί τον λέγανε Jose Llosa εξ ου και το loser) μπάρκαρε κι αυτός 18ετης μετά από μαχαιροματική αντιδικία σε ανδαλουσιακό Bordello.
Ο Σήφης αποναυτεύτηκε μετά πενταετίας λόγω βλεννόρροιας  στην πρωτεύουσα της Αρτζεντίνας, όπου διέπρεψε σαν προαγωγός. Με την υφισταμένη του Garcia από την Σέρνα τεκνοποίησε νόθα κόρη ονόματος Celia de la Serna Llosa

Αυτή δε η ολιγογονιδιακή Κρητική καλλονή υπανδρεύθει τον μεγαλοαστό γόνο Αμερικάνων κατακτητών της οικογένειας Lynch τον Ernesto Guevara Lynch.

Εξ αυτών εγεννήθει στις 14 Ιουνίου 1928 ο Τσε (έτσι τον αποκαλούσε χαϊδευτικά η μάνα του, επειδή είχε μάθει το ελληνικότατο «τσε τι με μέλει εμένα»).

Φίλε μου Jorge ελπίζω να είσαι ικανοποιημένος από τις ερευνητικές μας προσπάθειες και να συμβάλλεις με κάποια δωρεά σου στην περαιτέρω συνέχιση των.


Φιλικότατα

(Υπογραφή).



Υ.Γ. Επισυνάπτω λογαριασμό 134,25 Ευρώ τηλεφωνικών μου συνδιαλέξεων με την ελπίδα, ότι…..


Ο όγκος του στήθους μου διπλασιάστηκε από το φόρτος εθνικής συνείδησης και την συμβολή των γονιδίων του γένους αυτής της με κατσάβραχα πλουμισμένης χώρας στα πεπρωμένα της υφηλίου.

Τα δάκρυα μου λέρωσαν τον φάκελο.

Να την πνίξω για μια άλλη;;;



Έχω σχέση μαζί της εδώ και 12 χρόνια και δεν μπορώ να πω, ότι δεν ζήσαμε πάμπολλες στιγμές κοινού πόθου, πάθους, τρυφερότητας, αλληλοκατανόησης, έρωτα, μα και μίσους!

Το αμοιβαίο πλησίον είχε μπει στο πετσί μας, δεν υπήρξε μέρα της συμβίωσης μας χωρίς χάδια και περιπτύξεις.

Μερικές φορές ερχόταν κοντά μου και σε ακατάλληλες στιγμές π.χ. στην ώρα της μελέτης μου ή μετά από ένα ολονύχτιο μεθύσι, ανέβαινε στην αγκαλιά μου και άρχιζε να με φιλά, να με θωπεύει, να τρίβεται πάνω μου και να ερεθίζει με την γλώσσα της τα πιο ευαίσθητα σημεία του σώματος μου.

Μα κι εγώ προκαλούσα σχεδόν καθημερινά την τρυφερότητα της, όταν την χρειαζόμουν, και ανταποκρίνονταν πάντα. Αρκούσε να ξεροβήξω σ αυτόν τον ξεχωριστό τόνο, που μόνο αυτή κι εγώ κατανοούσαμε, κι αμέσως ερχόταν.

Μια ιδανική σχέση θα μπορούσα να πω!

Φαίνονταν όμως με την πάροδο του χρόνου, ότι γερνούσε. Γκρίζωνε κι όταν περιποιούταν την κόμη της αυτή αραίωνε.

Είχε ήδη αρχίσει να επέρχεται και μια τρυφηλότητα στην σχέση μας, αυτή η ραστώνη της συνήθειας, που αμβλύνει τα έντονα αισθήματα, περιβάλλεται από την σιγουριά του «δεν μπορώ αλλιώς», μεστώνει στην ρουτίνα της και γίνεται εθισμός χωρίς συνειδητή επιδίωξη.

Κάτι έλειπε όμως πλέον! Ίσως αυτή η υποσυνείδητη έλξη μιας αυτόχθονης ανανέωσης των εαυτών μας, που όταν την αισθανόμαστε, ξέρουμε ήδη, ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η γηγενής μας ανυπέρβλητη προσπάθεια παραγκώνισης της χωροχρονικής μας διάστασης.

Τότε γνώρισα εντελώς τυχαία μια νεαρή ύπαρξη, την οποία ερωτεύτηκα κεραυνοβόλως.

Είχα βγει μια μεταμεσημβρινή βολτίτσα στο κοντινό πάρκο και προσπαθούσα να εμβαθύνω «Το βιβλίο της μοναστικής ζωής» από το «Ωρολόγιο» του Ρίλκε:


«Μόνο ένας τοίχος φτενός ανάμεσά σας
βρίσκεται κατά τύχη. Ω ναι, θα το μπορούσε
μια κραυγή μόνο από τα στόματά μας
ευτύς να τον κυλούσε
χάμω, δίχως κρότο και δίχως ταραχή.

Έχει απ’ τις εικόνες σου χτιστεί.
Κι οι εικόνες σου ως ονόματα στέκουν εμπρός σου.
Κι όταν ανάβει μέσα μου έξαφνα το φως σου
που μ’ αυτό το βάθος μου σ’ αναγνωρίζει,
στα πλαίσια του μια λάμψη το σκορπίζει.»

Πιθανόν να συνείσφερε αυτό το δειλινό φως με τις ροδογλάφυρες του ανταύγειες, η έμφυτη γνώση της παροδικότητας του παρόντος και το άγνωστο του ¨Αύριο¨, που συνέβαλε στην διάθεση μου να αποδεχτώ τις προσπάθειες της προσέλκυσης μου.

Στρώθηκε δίπλα μου στο παγκάκι που καθόμουν και λεπτό με λεπτό, με το βάρος της κλίσης με πλησίαζε. Όταν με άγγιξε με το σώμα της, δεν είχα άλλη δυνατότητα από το να απλώσω το χέρι μου και να την χαϊδέψω μ ένα χάδι που προέρχεται από τα έγκατα του μέλλοντος, σαν αυτό που φωνάζει την αναγκαιότητα της διαιώνισης.

Αυτό ήταν!!!

Με ακολούθησε αμέσως, ξέροντας κι αυτή κι εγώ, ότι είχαμε ύφαλους και σκοπέλους μπροστά στην μελλοντική μας πρώρα, που θα έπρεπε με σύνεση και καλοτιμονιά να υπερβούμε.

Δεν είναι απλή ούτε άκοπη η συμβίωση τριών ερωμένων, αν και προσπάθησα σε πολύωρη επικοινωνία να εκφράσω τα αμφίπλευρα αισθήματα μου και για τις δυο τους. Την συνήθεια της καθημερινότητας από την μια και την ολκή του νέου από την άλλη.
Ιδιαίτερα η μακρόβια συγκάτοικος μου δημιουργεί συνεχώς προβλήματα, όταν η νέα μου ερωμένη επιδιώκει τρυφερότητες μαζί μου.

Δεν θα ήθελα εδώ να αναφερθώ στα ξεμαλλιάσματα, δαγκωνιές , γρατσουνιές και αλληλοβρισίματα των δυο αντίδικων θηλυκών.  Μερικές φορές έτρωγα κι εγώ καμιά αδέσποτη.

Τελικά το αποφάσισα να πάω με την μακροχρόνια συμβία μου ταξίδι στην Σύρο.

Αγόρασα εισιτήρια και την Παρασκευή το βράδυ φεύγουμε με το τελευταίο Σούπερφερρυ.

Κι εκεί μετά την Άνδρο, όταν θα έχει ήδη σκοτεινιάσει, λέω να πάρω το ταξιδιωτικό καλαθάκι με την πολύχρονη γατούλα μου μέσα του, και ατενίζοντας την άβυσσο της νύχτας στο κρηπίδωμα του καταστρώματος να το αφήσω άθελα να πέσει μέσα στα νερά του Αιγαίου……

Οι 300


  
Πήγα τις προάλλες και είδα σε Β΄ προβολής επαρχιακό σινεμά τους 300.

Γυρίζοντας πλήρης εθνικής συνείδησης και υπερηφάνειας σπίτι με ρώτησε η βάβω μου, που ήμουν, και με ανάγκασε έτσι έμμεσα να της εξιστορήσω την ιστορία.

-Ιμπεριαλιστικές μπούρδες, μου απαντάει αυτή. Οι σημερινοί κοσμο(ποδ)ηγέτες δεν έχουν κλασσική μόρφωση και προσπαθούν έτσι να στεφανώσουν την ημιμάθεια τους  σαν την μόνη και μοναδική αλήθεια!

Έβαλε το μπρικάκι της με νερό στην χόβολη του μαγκαλιού της(δεν ζέστανε ακόμη γμτ και μην ακούτε τι λένε οι διεθνείς κλιματολόγοι) για να σιγοψήσει τον αγαπητό της ρεβιθοκαφέ και άρχισε:

«Στις εποχές εκείνες(Τω καιρώ εκείνο;) ζούσε στην Κάτω Μάνη μια Κυρία, η Τανέπιτας. Είχε 300 αγοράκια(τις θυγατέρες της είχε σταματήσει να τις απαριθμεί, γιατί την στεναχωρούσε η σκέψη της προίκας). Τι να κάνει η κακομοίρα;;; Τόσοι και τόσοι Δωριείς, Αχαιοί, ΄Ιωνες (Γιουνάν τους λένε στα τουρκικά), Μυκήνες, Κρήτες, Φοίνικες, Γύφτοι (Αιγύπτιοι η σημερινή ονομασία), Δαναοί (τους προτιμούσε αυτούς γιατί έφερναν και δωράκια) κλπ. είχαν περάσει απ το κρεβάτι της. Μα της χάριζαν γάιδαρο και θα τον κοιτούσε….;

Μίαν ωραίαν μεσημβρίαν άνοιξε το λάπτοπ της για να τσατίσει λίγο μερικούς συνδικτύους της και ξαφνικά πλουμ! Λαμβάνει ένα μελάκι εξ ανατολής το οποίο έγραφε: «Θα ρθούμε να σας μ@μήσουμε όλους». Τρομοκρατήθηκε η κυρία Τανέπιτας (δεν είχε γεννηθεί ακόμη και ο Μπιν Λαντέν) δεν είχε και χρήματα για τον γυναικολόγο να τον προπληρώσει για ιατρικές εκτρώσεις και κάλεσε τα παλικάρια της σε οικογενειακό συμβούλιο.

-Πολυαγαπημένα αγοράκια μου πρέπει να αντισπαθώμεν!, άρχισε το μήτινγκ η Μαμά!
Σφυρίγματα, φωνές αποδοκιμασίας, «άσε μας ρε μάνα», «make love not war», «βρε δεν πας….» από την ομήγυρη.
Σηκώνεται τότε ο μεγαλύτερος, ο Λάκης ο Λιοντόκαρδος (αυτό ήταν τότε το χαϊδευτικό του Λεωνίδα) και ομιλάει ισχυροφώνως:

-Μάγκες μην βωμολοχείτε, γιατί είναι και Μεγάλη Βδομάς! Έχω μια φαεινή! Άσε να φάμε πρώτα τον βουλγάρικο οβελία μας και την Κυριακή του Θωμά έχουμε προκαταρκτικό πανευρωπαϊκό ματς ταβλιού με τους (αμέ) Αθηναίους. Θα τους ψήσω να κάνουμε σικέ αγώνα, θα βάλουμε και ολιγάριθμους οπαδούς μας να κάνουν φασαρία στο γήπεδο, για να αναβληθεί ο αγώνας και να μεταφερθεί εκτός έδρας στας Θερμοπύλας.

Έτσι και έγινε. Και νάσου οι 300 στα Καλά Νερά να λικνίζουν τα ατσαλένια κορμιά τους σε θερμά ύδατα προετοιμαζόμενοι νοητικά για το επόμενο πανευρωπαϊκό ματς ταβλιού!
Φτάνουν τότε κάτι ευγενικά  και καλοντυμένα Ιρανάκια με σέξι πηλήκια και ρωτάνε:

-Μας επιτρέπετε να περάσουμε;;;

- Βρε παιδιά, δεν πάτε κάτω στο λιμανάκι να πιείτε ουζάκι με μεζέ ιχθύες εισαγωγής Κιέβου! (Μόλον λάβε, το λέγανε τότες).

Βούρ λοιπόν οι Πέρσες για το λιμάνι, αφού ήταν και αμ@μητοι μετά τόσους μήνες ταλαιπωρημένης οδοιπορίας.

Σινιαρίστηκαν με την ησυχία τους οι δικοί μας και κατέφθασαν κι αυτοί στο ουζερί για μεζέ και τάβλι.
Παίξανε φεύγα.

Εν τω μεταξύ ο Λάκης είχε στο Μεταξουργείο έναν κολλητό του, που του είχε φτιάξει ζάρια μολυβδωμένα και του έμαθε πώς να τα ρίχνει. Κοινοποίησε διαδικτυακώς ο Λάκης τις γνώσεις του στους άλλους 299, και να εξάρες οι Σπαρτιάτες και μόνο ντόρτια και διπλές οι Πέρσες.

Όπου φύγει, φύγει λοιπόν οι Ανατολίτες με κάποια κοτεράκια για Σαλαμίνα μεριά. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία, τελείωσε η γιαγιά πίνοντας την τελευταία γουλιά του ρεβιθοκαφέ της. Τα ψεύδη που διαδίδει ο Εφιάλτης είναι μόνο για να παίρνει χρηματάκια από τις ΤιΒί!

Και τα 300 παλικαράκια μπεκρουλιάζανε τα κερδισμένα εκ ταβλικών αγώνων στοιχήματα με τας ωραίας του λιμένος και που να ξαναπατήσουν το πόδι τους εις Σπάρταν για τα σπαρτά.»


Εγώ τι να πρωτοπιστέψω τώρα;;;;;;

Ξεψαχνίζοντας



Για το τελευταίο κοκαλάκι μιας βραστής κότας (με αυγολέμονο περικαλώ) καθαρά βιολογικής εκτροφής χρειάστηκα οδοντογλυφίδα!

΄Ε, είπα… και στο σπιτάκι ενός εργένη κάποια οδοντογλυφίδα θα βρεθεί.
Κι επειδή σε κάποιο χοντρό βιβλίο (όχι δεν ήταν του Μαρξ) είχα κάποτε διαβάσει, το «αναζητείτε και ευρήσετε», άρχισα κι εγώ να ψάχνω και να ψάχνομαι.

Άρχισα, ως λογικότατον, την αναζήτηση από την κουζίνα σαν το πιθανότερον μέρος ύπαρξης μιας περίτεχνης οδοντογλυφίδας.

Και τι δεν βρήκα εκεί: Ένα μισοσπασμένο πιάτο γλυκού κουταλιού της γιαγιάς μου (δεν το πέταξα όμως), 2 αχρησιμοποίητα λερωμένα ποτήρια σαμπάνιας από κρύσταλλο Μουράνο, ένα μισοάδειο μπουκάλι σησαμέλαιο, 3 σοκολάτες ΙΟΝ με ημερομηνία λήξης πριν τριετίας, ένα πλάστη για φύλλο πίττας αλλά μόνον με ένα χερούλι κλπ., μα οδοντογλυφίδες δεν βρήκα,

Συνέχισα τo ψαχούλεμα διευρύνοντας το και στους 2 άλλους χώρους της μοναχικής μου διαβίωσης αλλά  και το αντικείμενο του. Ήλπιζα να βρω τουλάχιστον ένα σπιρτάκι, έστω και μισοκαμένο (απ αυτά τα παλιά του μονοπωλίου στο χαρτόκουτο), για του οξύνω την μύτη του και να κάνω την δουλειά μου, βρίζοντας ενδομυχώς τις νέες τεχνολογίες και τους ηλεκτρονικούς αναπτήρες.

Ανέτρεξα στα βάθη ντουλαπών, σεντουκιών, βιτρίνων και γραφείου και ανακάλυψα μεταξύ άλλων πολλών: Ένα ζευγάρι σκονισμένα λακέ παπούτσια (γιατί δεν ήρθε στον χορό τότε γμτ;) , το πρώτο μου ποιηματάκι (γέλασα), το πρώτο ραβασάκι που μου έστειλαν(έκλαψα), στις μπροστινές, εσωτερικές και οπίσθιες τσέπες επανωφοριών, παντελονιών, υποκαμίσων(σιδερωμένων και μη) τίποτα, απολυτήρια από διάφορους λοιμώδες χώρους αναγκαστικής διαμονής(γυμνασίων, πανεπιστημίων, στρατού κοκ), μια παλιά κασέτα με τραγούδια αγαπημένης μου χορωδίας, εντάλματα πληρωμής, προαναγγελίες κατασχέσεων κλπ. Μα πουθενά οδοντογλυφίς η έστω και μισοκαμένο σπιρτάκι.

Παίρνω κι εγώ των ομματίων μου και βγαίνω στο δάσος.
Και τι βλέπουν ευθέως τα αθώα και άπειρα ματάκια μου; Μια μισοξηραμένη ακακία με καλοδιατηρημένα αγκάθια.

Έκοψα προσεκτικά ένα και ανακουφίστηκα.

Jogging



Βρεθήκαμε και οι δυο την συμφωνημένη ώρα, αργά το πρωί ή ας το πούμε πριν το μεσημέρι, στην ανατολική είσοδο του κεντρικού άλσους της πόλης, για να κάνουμε μαζί μια ωρίτσα Jogging.

Χειμωνιάτικη μέρα με έναν θαμπό αρρωστιάρη ήλιο, μα χωρίς τσουχτερό κρύο, ντυμένος με την αθλητική μου φόρμα, εσώρουχα σκι, κασκόλ και σκούφο στο επαναστατημένο κόκκινο της αρεσκείας μου. Κι εσύ με μια πρασινωπή φόρμα μα κασκόλ και σκούφο ασορτί σ ένα φανταχτερό πορτοκαλί. Το πορτοκαλί ταίριαζε μεν με το χέννα των ατίθασων σγουρών μαλλιών σου, αλλά ο σκούφος τα καταπίεζε στην ελευθερία τους να παίξουν με το αεράκι και τις ηλιαχτίδες. Μας έπιασαν ασταμάτητα γέλια, όταν αλληλοειδωθήκαμε.

-Πάμε τώρα, θα κάνουμε τρεις λαβυρινθικούς γύρους, είπες γελώντας ακόμη και βάζοντας τα ακουστικά του mp3-player στα αυτιά κάτω από τον σκούφο σου.

-Ναι αλλά σιγά-σιγά, μην ξεχνάς τα μαύρα μου πνευμόνια, αποκρίθηκα μειδιώντας κι εγώ, μα χωρίς να έχω καταλάβει την σημασία του «λαβυρινθικού».

 Αρχίσαμε με αλαφρά επί τόπου πηδηματάκια αλληλοχαμογελώντας μας και σε λίγο προχώρησες.

Ακολούθησα στην αρχή πίσω σου, μ άρεσε να βλέπω την σγουρή κόμη σου να κυματίζει και το φανταιζί σου κασκόλ να χαϊδεύει την πλάτη σου. Το ζήλευα;;;;

Γρήγορα γύρισες το κεφάλι σου πίσω, με παρακλητικό βλέμμα και μ ένα χτύπημα των δασειών σου βλεφάρων μου έδωσες σήμα να έλθω δίπλα σου.

Είχε χιονίσει λιγάκι πριν δυο μέρες, μα τα περιπατητικά δρομάκια με το σκούρο τους χαλικάκι ήταν καθαρά και με λιγοστούς άλλους κυριακάτικους φυσιολάτρες. Κάτω από τα δένδρα ήταν ακόμη στρωμένο ένα πέπλο άσπρης δροσιάς.

Είχαμε κάνει αμίλητοι ο ένας δίπλα στον άλλο το πρώτο μάλλον γύρο, γιατί ξανάβλεπα γνωστά τοπία. Εσύ είχες χαθεί ή χωθεί στο Αλλού σου ακούγοντας μουσική. Πολύ αμυδρά διέφευγαν κάτι ήχοι από την ηχομόνωση του σκούφου σου. Ήταν κλασσική μουσική ή νοτιοασιάτικες μελωδίες;

Είχα αρχίσει να κουράζομαι και δεν κατάφερνα να ακολουθώ τον ρυθμό σου. Ξέπεσα λιγάκι πίσω, προσπαθώντας όμως να μην διευρύνω πολύ την απόσταση μας.

Μ άρεσε εξ άλλου να σε κοιτάζω από πίσω. Το κορμί σου είχε διατηρήσει ένα μεγάλο μέρος από τα θέλγητρα της νεότητας σου και οι αρμονικές του κινήσεις διατύπωναν, ότι συνέχιζες να χορεύεις παθιασμένα. Μου το είχες πει άλλωστε.

Είχαμε ξαναβρεθεί τυχαία μετά εικοσαετίας και πλέον. Μια απλή φιλική γνωριμία από τα φοιτητικά μας χρόνια.

Στην σχέση μου τότε εγώ κι εσύ στην δική σου.

Δέχτηκα αμέσως την πρόσκληση σου για καφέ και να αναπολήσουμε την νεότητα μας. Σου ήρθα με παστούλες στο «ρετιρέ» σου, όπως το λες, και σε βρήκα με την άσπρη ιατρική σου ρόμπα καταπιτσιλισμένη σ έναν διάδρομο γεμάτο δοχεία χρωμάτων, πινέλα, γυαλόχαρτα, βούρτσες, ρολλούς και  δυο σκάλες.
-Βάφω τους τοίχους και σε ξέχασα, είπες μέσα από το χαρούμενο σου χαμόγελο, ωθώντας με το χέρι σου στην αριστερή μου ωμοπλάτη στην ευρύχωρη κουζίνα σου.

-Βάλε, ότι βρεις στο τραπέζι στο πλυντήριο πιάτων κάτω από το νεροχύτη και σου επιστρέφω αμέσως καλλωπισμένη αφέντη, είπες μ ένα γελάκι,

- Η εσωτερική ομορφιά δεν χρειάζεται καλλωπισμό, απάντησα φιλοφρονώντας.

- Καρυοθραύστης στα νιάτα σου, καρδιοθραύστης τώρα;;; ξαναγέλασες κι εξαφανίστηκες.

Τόσο σβέλτο γυναικείο καλλωπισμό δεν είχα ξαναζήσει. Μ ανέβασες!!!!

Επέστρεψες κομψότατη και μ ένα επιμελημένο αλλά διακριτικό μακιγιάζ.

Σε βοήθησα να στρώσεις το τραπέζι, εγώ έβαλα σε μια πιατέλα τις πάστες κι άναψα ένα χοντρό κερί που βρήκα σ ένα ράφι, για ρομαντική ατμόσφαιρα.

Εσύ έφτιαξες εσπρέσο για μένα και καπουτσίνο για σένα.

Είχα προγραμματίσει σύντομη ωριαία επίσκεψη και παρέμεινα πολύ ευχάριστα τρισήμισυ  ώρες.

Και τι δεν είπαμε! Για σχέσεις παλιών φιλών, που μπουμπούκιασαν, άνθισαν, κάρπισαν και τελματώθηκαν. Ιστορίες από κοινά βιωμένες γιορτές και αντιπαραθέσεις. Τους μικροπολιτικούς φοιτητικούς συνωμοτισμούς και τα γελοία επακόλουθα τους…..

Είπαμε λίγο και τα προσωπικά μας:
-Χώρισα με το τελειωτικό κι αναζητώ το τέλειο, είπες.

-Μακάρι να μπορούσα να καταφέρω κι εγώ το ίδιο, αλλά δύσκολο με τρία παιδιά γαμώτο, απάντησα.

Σηκώθηκες βιαστικά, πήγες στην βιβλιοθήκη του καθιστικού σου και γυρίζοντας εναπόθεσες στα χέρια μου σε κομψή έκδοση το «Siddharta» του Hermann Hesse.

-Διάβασε το αλλά να μου το επιστρέψεις, μου χαμογέλασες με ένα από τα δεκαεφτά χαμογέλα των νοτιοασιατισσών, που δεν τα είδα ποτέ μου.

-Θα το ξαναδιαβάσω ενήλικας για χάρη σου και θα χαρώ να στο ξαναφέρω, απάντησα,  με μια αράπικη έκπληξη στην ματιά μου.

Δεν ήξερα τότε, ότι είχαμε κοινά φιλολογικά και φιλοσοφικά γούστα.


Σταμάτησες ξαφνικά, έβγαλες τα ακουστικά από τα αυτιά και κάθισες σ ένα παγκάκι περιμένοντας με λαχανιασμένο.

-Προσπάθησε να κόψεις το παλιοτσίγαρο, μου είπες σχεδόν αυστηρά!

Δεν απάντησα, όντως γνώστης της καθημερινής μου ενοχής.
-Ξεκουράσου λίγο, άκουσε με και ακολούθα με χωρίς να μιλήσεις καθόλου, είπες ικετευτικά, κοιτώντας με βαθιά μέσα στα μάτια, σαν να ήθελες να διαπεράσεις με τον οίστρο της ψυχής σου τις κόρες των ματιών μου, για να φτάσεις στις συνάψεις των εγκεφαλικών μου κυττάρων, εκεί που συνδέονται τα ερεθίσματα των αισθήσεων με την γνώση.
-Βρίσκεσαι στην στέψη του αέναου αγώνα του Εγώ με τον Εαυτό σου. Προσπάθησε να καλμάρεις και να χαλινώσεις το Εγώ σου για να δεις και να κατανοήσεις τον πραγματικό σου Εαυτό. Με το Εσένα σου, με την ευκρινή ισορροπία του Εγώ με τον Εαυτό σου αρχίζει και τελειώνει η συνειδητή σου ζωή. Αλλιώς παραμένεις έρμαιο των καθημερινών αναγκαιοτήτων. Εγώ το ένοιωσα αυτό την πρώτη φορά που εγκατέλειψα τον δεσμώτη μου σ ένα τρίμηνο μοναχικό ταξίδι στην Ινδία. Μετά την τρίτη φυγή μου, το κατάλαβα εντελώς και το κάνω τώρα πράξη μου. Να χαλαρώνω το σώμα, τις αισθήσεις και το πνεύμα μου και να μεταφέρομαι στο Αλλού της αρμονίας των δυο συστατικών μου.

Δύσκολος και κουραστικός αγώνας, δύσβατα και γεμάτα αγκάθια τα μονοπάτια της αναζήτησης, γεμάτα ελκυστικές πλάνες και ηδονές τα σταυροδρόμια, Χάρυβδες και Σκύλες τα εφήμερα χάνια. Και μόνον στο αδιέξοδο της τελικής σου απόγνωσης έρχεται σαν θεϊκό δώρο ή προσωπική αναλαμπή η αίσθηση της λιτότητας. Να δίνεις ανέμελα, ότι έχεις και να δέχεσαι εξ ίσου ανέμελα, ότι μπορείς να πάρεις ή σου δίνουν. Να δέχεσαι κάθε στιγμή, τον εαυτό σου και τους άλλους, όπως είναι ή δείχνονται!

Θέλησα να σου αποκριθώ σε έντονο τόνο, για τις ανάγκες της επιβίωσης, τις καθημερινές μας ευθύνες, την απαιτούμενη πρόβλεψη για τις επόμενες γενιές…, μα το κοτσύφι που φτερούγισε μπροστά μας αρπάζοντας με το ράμφος του ένα ψίχουλο δίπλα στο παγκάκι, αναίρεσε τα επιχειρήματα μου.

-Κοιτά όλα αυτά τα δένδρα γύρω μας, συνέχισες: Μικρά, μεγάλα, αειθαλή ή μη, περήφανα όρθια ή πλαγιασμένα καχεκτικά και ξεραμένα έχουν το καθένα τους την μοναδική τους οντότητα. Φαντάσου, ότι το καθένα απ αυτά είναι μια άλλη ενσάρκωση της Σακούγια, μιας ασιάτισσας  Θεάς όλων των δένδρων. Η βαλανιδιά, η Σακούγια-κε είναι μελαχρινή με στητά στήθη και χοντροκώλα. Η λεύκα, η Σακούγια-ρα είναι λεπτή, ξανθιά, μα κρύα. Για κάθε δένδρο φαντάσου μια άλλη Θεά! Κι όλες σε θέλουν, όλες θέλουν να σε χαϊδέψουν, να σε ζεστάνουν, να φουντώσουν τον πόθο σου για την κάθε μια τους. Για να τους χαρίσεις το σπέρμα σου, την συνέχεια της ζωής. Κλείσε τα μάτια σου, πιάσε το χέρι μου και ακολούθα με! Να μου έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη! Θα σου λέω τις κακοτοπιές και πως πρέπει να πηγαίνεις. Δεν θα τρέχουμε πολύ. Στο πρώτο σου βήμα θά’ ρθει να χαϊδέψει, να φιλήσει και να ζεστάνει την αριστερή σου φτέρνα, εκεί όπου εφάπτεται πρώτα στην ορθή μας περπατησιά το σώμα μας την Γη, η ίδια η Σακούγια. Σε κάθε σου βήμα θα έρχεται μια άλλη θεά να χαϊδεύει, να φιλάει και να ζεσταίνει ένα άλλο αντίστοιχο μέρος του σώματος σου, από κάτω προς τα πάνω, ανεβάζοντας την θερμότητα της προσφοράς τους συνεχώς στα ύψη σου, μέχρι το κεφάλι σου, στο ψηλότερο του σημείο.

Η Σακούγια-κε π.χ. θα φιλήσει τον δεξί σου αστράγαλο, η Σακουγια-ρα τον αριστερό  σου μηρό, η μουσμουλιά τον αφαλό σου, η ξεραμένη φραγκοσυκιά το καρύδι του Αδάμ στον λαιμό σου κλπ. Μέχρι και η τελευταία τρίχα της κεφαλής σου γεμίσει γήινη και θεϊκή ενέργεια!

Έκλεισα τα μάτια μου, έσφιξα με το δεξί μου το αριστερό σου χέρι και σηκωθήκαμε για την κοινή μας διαδρομή. Θέλω να σου ομολογήσω, ότι στην αρχή του δρόμου μας ήμουν επιφυλακτικός και μισάνοιγα που και που τα μάτια μου. Μετά άρχισες πολύ σιγά να μουρμουρίζεις. Όχι δεν ήταν ψίθυρος αλλά ένα μελωδικό αναστέναγμα που έβγαινε από την μύτη, ανάμεσα απ τα κλειστά σου χείλη κι ίσως απ την ψυχή σου, αρκετά αισθησιακό στα αυτιά μου, που κατέληγε σε κάτι σαν ωωωωωωμμμμ!

Που και που έλεγες «λίγο αριστερότερα» και με έσπρωχνες με τον ώμο σου. Ή «δεξιότερα» και τραβούσες το χέρι μου προς τα δεξιά. Ονομάτιζες δένδρα: Να μια οξιά, να μια καστανιά, μια μικρούλα αχλαδιά, ένα πεύκο αριστερά μας, και μια θέρμη γαλήνης  ανάμικτη με ηδονή και απόλαυση γέμιζε το σώμα μου από τα πόδια μου και σιγά-σιγά προς τα  πάνω.
Σ ακολουθούσα, σου είχα αφεθεί και δεν το μετάνιωσα. Είχα φύγει, βρισκόμουν σε καινούργιο για μένα χώρο και χρόνο, πλήρης με ουσία του σύμπαντος και των θεών του άλσους.

Κάποτε σταμάτησες και  έσφιξες ανεπαίσθητα περισσότερο το χέρι μου.

-Φτάσαμε, είπες.

-Άνοιξε προσεκτικά τα μάτια σου και κοίτα προς τον ουρανό!

Το χέρι σου χαλάρωσε το σφίξιμο του δικού μου, κοίταξα προς τα πάνω και είδα ένα ατέλειωτο πανήρεμο λευκό, περιπτυχισμένο από χιονισμένες κορφές δένδρων.! Τι γαλήνιος ουρανός ήταν αυτός;;;; Κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμασταν σ ένα ξέφωτο, περιτριγυρισμένο από σταχτιές βατομουριές στην χειμερινή τους νάρκη. Μόνο μερικά μαύρα ξεραμένα μούρα ανάμεσα σ αγκάθια επέμεναν ακόμη.

Το έδαφος ήταν ίσιο και λίγο χιονισμένο.

Δεν πρόσμενα την ξαφνική τρικλοποδιά και βρέθηκα ανάσκελα από κάτω σου.

-Σε θέλω εδώ και τώρα ψιθύρισες, μ ένα παράφορο πάθος στην φωνή σου.

Δεν κατάλαβα τι έγινε μετά! Ίσως συμπτυχθήκαν οι τέσσερες γνωστές διαστάσεις σ ένα σημείο, στο απόλυτο του έρωτα, σε κάποιο Αλλού. Δεν ξέρω!!!

Όταν επανήρθα κρύωνε ο κώλος μου. Ήμουν γυμνός από την μέση και κάτω. Κι εσύ δίπλα μου με κλειστά ακόμη μάτια το ίδιο.

Επιστρέψαμε αμίλητα με σφιχτά πιασμένα τα χέρια μας στην ανατολική είσοδο.
Δυσκολεύτηκα ν ανοίξω την κλειδαριά του ποδηλάτου μου. Μάλλον είχε παγώσει αυτή ή τα δάχτυλα μου.
Όταν γύρισα να σε ρωτήσω πότε θα ξανασυναντηθούμε σε είδα να απομακρύνεσαι πάνω στο ποδήλατο σου με ανασηκωμένο αποχαιρετιστήρια το αριστερό χέρι σου.

Το φανταιζί πορτοκαλί σου κασκόλ χάιδευε πάλι την πλάτη σου. Το ξαναζήλεψα!!!

Ανατολικά



-Καλησπέλα σας κύλιε Αλιστείδη, μου χαμογέλασε με το πρώτο από τα 17 χαμόγελα των γυναικών της νοτιοανατολικής Ασίας η κυρία Μαρία.

-Καλησπέρα κινεζομιγάδα απόγονη του ήρωα Σουλτάνου Αγκούμ , της αποκρίθηκα με το μοναδικό χαμόγελο που διαθέτω.

-Έχω τα γενέθλια μου σήμερα και θα ήθελα ειδική περιποίηση, της έδωσα να καταλάβει την σημερινή μου επιθυμία.

-Να τα εκατοστίσετε κύλιε Αλιστείδη και θα σας στείλω ότι καλύτελο έχω, αποκρίθηκε με το δεύτερο χαμόγελο της σαγήνης της.

Αφού μπήκατε στα σαλάντα να πάτε στον θάλαμο 10, μου λέει η κυρία Μαρία.

- Βρε αναρίθμητη της χώρας της ανατέλλουσας ηδονής, της απαντώ, σ ευχαριστώ πολύ για την φιλοφρόνηση να μου μειώσεις κατά δέκα έτη την ηλικία μου.

- Μα δεν σας φαίνεται καθόλου, απάντησε με τρίτο αισθησιακό  χαμόγελο η Μαρία από την Ιάβα.   

Την κυρία Μαρία, Myriam την ονομάτιζε το ινδονέζικο διαβατήριο της, την είχε φέρει εδώ, κάτι σαν οικιακή βοηθό κάτι σαν τροφό των παιδιών του, ένας διπλωμάτης.

Όταν ο κύριος της μετά από πέντε χρόνια πήρε μετάθεση για την Αργεντινή, την πάντρεψε με τον ηλικιωμένο σοφέρ του με προίκα μία άδεια για ταξί.

Χήρα η Μαρία με μικρό παιδί στα πεθερικά της στην Ιάβα δέχτηκε την συναλλαγή. Ο κυρ Γιάννης, Τζιάνε μου τον φώναζε, ήταν εκ γενετής ήσυχος άνθρωπος και χωρίς πολλές προσωπικές και σεξουαλικές ανάγκες. Πέρασαν ήρεμα τρία χρόνια μέχρι που ο Τζιάνε της σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό. Ελεύθερος επαγγελματίας ο συχωρεμένος χωρίς ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΤΕΒΕ, και η κυρία Μαρία με τρέχουσες υποχρεώσεις στην μακρινή χώρα της, αναγκάστηκε να γίνει ελεύθερη επαγγελματίας. Έκανε την παραδοσιακή τέχνη των γυναικών του νησιού της επάγγελμα και με την βοήθεια κάποιου καλοθελητή λογιστή άνοιξε τον Οίκο Μασάζ Ιάβας στο Κολωνάκι.

Η δουλειά πήγε πολύ καλά! Έφερε δύο ξαδέλφες της από την χώρα της και με την μεσολάβηση κάποιου μεγαλοπελάτη τρεις όμορφες κοπελιές από την Ταϊλάνδη και δύο από την Κεϋλάνη, αγόρασε τα δυό διπλανά διαμερίσματα και είχε τώρα 10 δωμάτια παροχής υπηρεσιών. Το καλό ήταν, ότι άλλαζε συχνά το προσωπικό, για να διατηρεί την παλιά πελατεία της. Και οι επιλογές της ήταν διαμαντένιες.

Το πρώτο που μάθαινε στις υφιστάμενες της ήταν τα δεκαεφτά νοτιανατολίτικα χαμόγελα! Ήταν η βασική τους εκπαίδευση. Τα άλλα ήταν αυτονόητα του φύλου τους

10 Ευρώ το μισάωρο χωρίς τα εξτρά, 10 δωμάτια, οχτάωρο εργασίας, φουλ δουλειά, λογάριασε! Στις κοπελιές έδινε  7 ευρώ την ώρα συν εξτρά.  Μαντάμα με Μερσεντές η Μαρία!

Το ήξερα το νούμερο δέκα. Είχα ξαναπάει πάλι σε μια επέτειο. Μάλλον σε κάποια του ανάλατου γάμου μου. Ή ήταν τότε με τον φίλο μου Ζαν και τις τρεις νοτιοινδικές θεές;;;

Ήταν ντυμένο με μια μουντή χρυσαφί υφασμάτινη ταπεσσερί, για να μην διεγείρει πολύ, το παράθυρο καλυμμένο με βαριές ροζέ βελουδένιες κουρτίνες, μπροστά του ένα τριγωνικό τραπεζάκι με δύο λουδοβίκειες καρέκλες με κεντητό κάθισμα, πάνω του ένα μουρανέζικο κρυσταλλένιο βάζο μ ένα λευκό φρέσκο κρίνο (πού τους εύρισκε χειμώνα καλοκαίρι;;;)  και μια μποτίλια Πόρτο χρονολογίας ΄60 με δυό κοντόλαιμα ποτηράκια. Αφροδισιακό ποτό το επαινούσε η Μαρία, μα το χρέωνε πανάκριβα. Στον διπλανό τοίχο ένα οθωμανικό ανάκλιντρο, με το ύφασμα των καρεκλών και επάνω του στον τοίχο κρεμασμένη μια καλοφτιαγμένη κόπια του γνωστού πίνακα του Gauguin: Η «δίπλα στη θάλασσα» του 1892 με τις δυο ημίγυμνες εξωτικές θεές, που η μια μόλις βγάζει το παρέο της.

Ο τοίχος της πόρτας αστόλιστος, εκτός από το αναγκαίο πορτμαντό. Και ο τελευταίος μ ένα μαρμάρινο ραφάκι γεμάτο αιθέρια έλαια και κάτω του κρεμασμένες 4-5 κατάλευκες πετσέτες.

Μα το κυριότερο στολίδι του δωματίου ήταν το υπερυψωμένο κρεβάτι του μασάζ. Σαν το χειρουργικό αλλά καλυμμένο μ ένα κρεμ μεταξωτό κι ένα στενό μαξιλαράκι για να το δαγκώνεις ή για να ρουφάει τα δάκρυα σου.

Ο θάλαμος φωτισμένος μόνο μ ένα πεντάκλωνο καντηλιέρι με λευκά κεριά.
         
Είχα ήδη γδυμένος με κλειστά μάτια και με προσδοκίες σωματικής ταλαιπωρίας ξαπλώσει μπρούμυτα στο κρεβάτι της αναμενόμενης ηδονής, όταν άνοιξε η πόρτα, μύρισα την ευδαιμονία νεαρής θηλυκής σάρκας και άκουσα το θρόισμα της ασιατικής αύρας.

-Έφερα το δικό μου λαδάκι καλή μου, είπα συνωμοτικά. Ελαιόλαδο από την Καλαμάτα, με αλόη βέρα και υλάνγκ υλάνγκ .

Δεν ένιωσα καμιά πίεση ούτε βία στην πλάτη μου, στην μέση μου και στους γοφούς μου! Ούτε, όταν γύρισα ανάσκελα, στο στήθος, στην κοιλιά, στους μηρούς και στην λεκάνη μου.

Όταν το αισθησιακό λαδάκι άγγιξε τον ομφαλό μου και τα παιχνιδιάρικα δάχτυλα της το μοίρασαν  κυκλικά περιοδικά στην κοιλιά μου κάτι σαν καλπασμός ημίονου έγινε αισθητός σ όλο μου το σώμα.

Τα χέρια της ήταν πολύ τρυφερά με το πέος μου, αλλά δεν κατάφεραν να το ισχυροποιήσουν, μέχρι την δοκιμασία της ανατολίτικης γλώσσας. Εκεί λαμπάδιασα: Και τότε της είπα να λύσει τα μαλλιά της και να δείρει το διεγερμένο πέος μου με το μαύρο σκληρότριχο μετάξι της κεφαλής της.

Κι όταν ενεργοποιηθήκαν, για τα γενέθλια μου, τα χείλη και όλο το στόμα της ανατολίτικης πείρας, εγκατέλειψα το άπειρο και μεταφέρθηκα συνειδητά πέρα από τον ορίζοντα του, στο Αλλού μου.

Ξαρμεγμένος πλέον χαλάρωσα  με την αίσθηση του απόλυτου και στο μυαλό και στο σώμα.

Άνοιξα τα μάτια μου, όταν άκουσα την πόρτα του θαλάμου να ανοίγει διακριτικά.

Και το μόνο που είδα να εγκαταλείπει το δευτερόλεπτο του ηδονικού τέλους, ήταν μια μαύρη γυναικεία αλογοουρά δεμένη με μια φανταιζί κορδέλα!

Το χαμόγελό της αισθησιακής μου ιέρειας δεν το είδα!!!!

Έφυγα δεκαοχτάρης. Ίσως να μπορέσω να αυγατίσω και να ιδιοποιηθώ κι εγώ τα 17 φιλήδονα χαμόγελα !!!

Λισσαβόνα


Αποκοιμήθηκε μπαϊλντισμένη.

Κόλλησα πίσω της, μισοχάιδευα τον γυμνό ιδρωμένο της γλουτό και ανάπνεα στον ρυθμό της. Ένας άγνωρος μέχρι τότε αισθησιασμός και κάποια απόλυτη ηδονή δεν μ άφηνε να ηρεμήσω. Ξαναορέχτηκα να θωπεύσω το δασύλλιο της, αλλά δεν θέλησα να την ξυπνήσω. Ανατρίχιαζε το στήθος μου από την καΐλα της ωμοπλάτης της! Στα αυτιά μου ηχούσαν ακόμη οι απελπισμένες κραυγές της δόσης μας, κάτι σαν καταχωνιασμένη προσευχή, παθιασμένη αδημονία, εκρήξεις θαμμένων «Θέλω», που δραπετεύοντας απ τα λαρύγγια έσπασαν και νότισαν τους τέσσερες τοίχους, το ταβάνι και το πάτωμα του φτηνού επαρχιακού ξενοδοχείου με τα θεία υγρά μιας εκπλήρωσης.

Το δέρμα μου ακόμη στιλπνό από το αρωματικό έλαιο(έλεος;) της αμφίδρομης τρυφερότητας μας. Τα χείλη μου ακόμη ιδρωμένα από τον ιδρώτα της , το δέρμα μου κόχλαζε από την τριβή της κολασμένης επιδερμίδας της, τα χέρια μου πλημμυρισμένα απ το άρωμα της και τα μαλλιά μου ανακατωμένα από το δάρσιμο των δικών της. Τα δάχτυλα μου είχαν ανακαλύψει όλα τα λαγούμια της φύσης της και τα δικά της απόρθητες εσοχές μου. Η παλάμη μου αγκυλωμένη ακόμη από τις κοιλότητες του σώματος της.

Την ήθελα κι άλλο!  Ποθούσα να ξαναπαραδώσω το Είναι μου σε ανταμοιβή του δικού της. Επιθυμούσα να ξαναδώ το λάγνο μισόκλειστο βλέμμα της, να ξανακούσω το παθιάρικο Αααααααααααχ της σε μια νέα στιγμή  αμοιβαίας υπόταξης μας. Καίγονται στην φλόγα της τ όνομα και τα σύνορα μου.

«Κάψε την καρδιά μου, κάψε τα όνειρά μου 
κάψε ό,τι μου κρατάς 
όμως να θυμάσαι όποτε λυπάσαι 
θα με συναντάς 

Πίσω απ' τα χείλη που φιλάς θα με θυμάσαι 
στα όνειρά σου ενοχές και θα φοβάσαι 
ό,τι κι αν κάψεις η αγάπη δεν πεθαίνει 
εγώ σ' αγάπησα και αυτό θα σε τρελαίνει 

Κάψε τη ζωή μου, κάψε το κορμί μου 
κάψε ό,τι μου κρατάς 
μα να ξέρεις πάντα πίσω απ' το κλάμα 
θα με συναντάς»
Είναι μερικοί που μυθοποιούν την πραγματικότητα τους, κι άλλοι που προσπαθούν να κάνουν το παραμύθι τους πραγματικότητα, είχε πει κάποτε!
Βρεθήκαμε μια βροχερή φθινοπωρινή μέρα στην Λισσαβόνα. Κι από την άψη της προσμονής περάσαμε όλο το απόγευμα και το μισό βράδυ στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Αργά το βράδυ κατεβήκαμε στην Μπάισα να φάμε μπακαλιάρο με κρεμμύδια σ ένα ταβερνάκι στις όχθες του Τέγιο με πριονίδια στο πάτωμα. Ένας γέρος με βραχνή φωνή και με την συνοδεία της προϊστορικής κιθάρας ενός  φίλου του τραγούδησε ένα fados της Αμαλίας:

«A laranja e a tangerina
São iguaisinhas na cor
A segunda é pequenina
E é diferente no sabor

A pêra quando é do ramo
Tem um valor diferente
O rapaz a quem eu amo
Tem amor a toda a gente»

Εσύ αποκοιμήθηκες μάλλον κατά τις τέσσερις κι εμένα μετά τις πέντε το πρωί με απήγαγε ο Μορφέας, αν και είχα όρεξη για γλυκό νεραντζάκι.

Το μεσημέρι περιηγηθήκαμε με το 28αρη  Electrico την άνω και ποδαράτοι την κάτω πόλη.

(Μα τι αισθητική αναστύλωση μετά τον σεισμό του 1755. Οι δικοί μας κυρίαρχοι όλοι τους αρπακόλληδες ήταν γμτ!)

Το απόγευμα  στο Museu do Chiadο χαζέψαμε μοντέρνες εικόνες εξωτικών πουλιών της ζούγκλας σε φανταχτερά χρώματα και ξύλινα αφρικάνικα γλυπτά.

Σε πολυσύχναστη πλατεία ήπιαμε καφέ με γάλα, καθισμένοι κάτω από ομπρέλα ήλιου.

Εκεί εξαφανίσθηκες και μπήκα στο οδοντωτό τραινάκι ψάχνοντας να δω τα σγουρά σου καστανά μαλλιά. Πηδούσα από το ένα τραινάκι στο άλλο, πάνω κάτω, ψάχνοντας σε.

Τελικά βρέθηκα στο λιμάνι, όπου έφευγε ένα μεγάλο υπερωκεάνιο(ή μήπως ήταν κάποιο μυθικό θαλάσσιο κήτος;).

Εκεί σε είδα: στη γέφυρα του πλοίου που μου κούναγες αποχαιρετιστήρια ένα πράσινο φανταιζί μαντήλι αναχωρώντας για το Αλλού σου. Και ένα φιλί στην άκρη του χεριού σου.

Ξέδεσα το κόκκινο μου κασκόλ και το ανέμισα αποχαιρετίζοντας σε. Παίρνοντας τον δρόμο για το  ξενοδοχείο μας «κάπως» σε ξαναπόθησα:

«Όπως έρχεσαι απ την πόρτα
Άρχισε να γδύνεσαι
Να ΄σαι σκέτη αμαρτία
Έτσι να μου δίνεσαι

Απ τα στόματα οι λέξεις
Σαν φωτιές να πέφτουνε
Δεν θ αντέξουν οι καθρέφτες
Πυρκαγιές να βλέπουνε

ΚΑΨΕ με!

Με το στόμα με το σώμα
ένα πόλεμο ακόμα
Το κορμί μου σου φωνάζει
Και το αίμα μου καλπάζει

ΚΑΨΕ με!

Όπως έρχεσαι απ την πόρτα
Άρχισε να γδύνεσαι
Να σε βλέπω να φωτίζεις
Ύστερα να σβήνεσαι

Λόγια ρούχα στον αέρα
Φλόγες που σκορπίζουνε
Τα μαλλιά σου κι η καρδιά σου
Θέλω να μ αγγίζουνε

ΚΑΨΕ με!»

Σκυθρώπιασε το βλέμμα μου, κατέβασα το κεφάλι και έχωσα τα χέρια βαθιά στις τσέπες της καμπαρντίνας μου για τον δρόμο της επιστροφής.

Άγγιξα κάτι παράξενο στην αριστερή. Το ψηλάφισα, το αισθάνθηκα χάρτινο και έβγαλα έναν καφετί φάκελο στο φως. ¨Έγραφε απ έξω: «Σε ικετεύω με στίχους ψεύτικους»! Τον άνοιξα και βρήκα μέσα του ένα αεροπορικό εισιτήριο.

ΝΑΙ!!!!!!!    Θα σε περιμένω στο Αλλού μας Καλή μου!