14 Μαΐ 2011

GLOBAL….


Σε σχέση με την προφορική του ευφράδεια, αυτός ήταν γραπτικά δυσλεκτικός ανεξάρτητα της γλώσσας έκφρασης του…
Όχι μονάχα ορθογραφικά ανεπαρκής, μα και η γραπτή του σύνταξη ήταν πανόμοια του φαρισαϊκού του ψυχισμού……
Αν όχι ακατανόητη, τουλάχιστο με τον ύψιστο βαθμό δυσνόησης…

Του την πρότεινε ένας πελάτης του με αντίστοιχα προβλήματα , κατανοητά όμως, επειδή αυτός ήταν ελληνοβρεττανός 2ης γενιάς.
Στην αρχή είχε τους ενδοιασμούς του, αλλά όταν είδε γραπτά δείγματα της προφορικής ανάστατης φλυαρίας του, μα και του έδωσαν αριστεία της πολυδιαβασμένοι φίλοι του, την προσέλαβε.
Σχήμα λόγου η πρόσληψη δλδ. , αφού προφορικά τα συμφώνησαν.
Μα η συμφωνία του με την πάνγλυκη φωνή κάπου στην άλλη άκρη της γης είχε τουλάχιστον γι αυτόν υφή συμβολαιογραφικού έγγραφου.
Της τηλεφωνούσε με το παραμικρό, για κάθε περιττεύων κόμμα και την χρησιμότητα του όμικρον ή του ωμέγα σ ένα επίρρημα….
Σε τέτοιου είδους συνομιλίες είχε το συναίσθημα, ότι γδύνονταν μπροστά του, του έδειχνε τις καλλίγραμμες πτυχές του πνεύματος και έμμεσα του σώματος της…



«Τιπ-τιπ-ταπ-τιπ-τιπ-ταπ-ταπ-ταπ...Τα λιγνά ακροδάχτυλα σέρνονταν με εντυπωσιακή ταχύτητα πάνω στο πληκτρολόγιο. Πάτησε το save κι έγειρε λίγο πίσω στην καρέκλα. Ξεκόλλησε ένα τσουλούφι που η ζέστη κι η υγρασία είχαν κολλήσει πεισματικά στο μέτωπό της. Επισύναψη, send και...η δουλειά είχε τελειώσει και σήμερα. Ευτυχώς, αυτός ο καινούργιος πελάτης ήταν πολύ ευγενικός και συνεπής. Έδειχνε να εκτιμάει πολύ τη δουλειά της.

Η Φρίντα ανασηκώθηκε κι έριξε μια ματιά απ' το παράθυρο, ανάμεσα απ' την πυκνή σήτα. Κάτι παιδιά που τα είχε ξεχάσει κι ο ύπνος κι η μάνα τους έπαιζαν ακόμα έξω. Μια ισχνή αγελάδα βάδιζε πιο πίσω νωχελικά. Της θύμισε κάτι ακαθόριστο... Μια ιστορία ίσως με έναν φάρμερ και κάτι αλλιγάτορες...ή τις μέρες στην Ελλάδα, έτσι όπως της έφταναν από μακριά, μέσα απ' τα τηλεφωνήματα και τις ειδήσεις ...Κούνησε το χέρι να διώξει μια μύγα, λες κι έδιωχνε τη θολή ανάμνηση.

Κατευθύνθηκε προς την κάμαρα. Απ' τη μισάνοιχτη πόρτα το μελαμψό κορμί του Α
rjun γυάλιζε στο μισοσκόταδο. Ο άντρας ανάσαινε ήσυχα, ρυθμικά κι είχε τα χέρια απλωμένα σε μια στάση αγκαλιάς, σα να την περίμενε. Χαμογέλασε με ανακούφιση και προσμονή. Για μια στιγμή στριφογύρισαν στο μυαλό της τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, ραγδαία σαν τη βροχή του μουσώνα. Ποιός θα το 'λεγε... λίγο καιρό πριν, όταν θα ξεκινούσε για εκείνη την ανθρωπιστική αποστολή -για ένα-δυό μήνες. Μ' ένα ακόμα βήμα άδειασε το κεφάλι της και ξεκούμπωσε τη μπλούζα της...»



Η κρεβατοκάμαρα τους ήταν σχεδόν πάντα κλειστή, όταν γυρνούσε σπίτι και για να μην ενοχλεί κοιμόταν στον σοφά του σαλονιού.

Συχνά δε, προτιμούσε τον καναπέ του γραφείου του, για να γλυτώνει και τον κόπο της μετακίνησης.
Εκεί τότε, όταν ξυπνούσε χαράματα με θερμά και υγρά όνειρα, της τηλεφωνούσε, -μονάχα τρεισήμισι ώρες τοποχρονικής διαφοράς είχαν- για μπανάλ θέματα που τα είχαν ήδη ξεκαθαρίσει και θεσπίσει, απλά και μόνο για να ηδονιστεί ακούγοντας την φωνή της.

Δεν ήξερε τίποτε για την προσωπική της ζωή, το ζωτικό της περιβάλλον, την εμφάνιση της.

Μπορεί να ήταν μια χοντρή και άχαρη χήρα, μανούλα με 5 μικρά παιδιά, τσουλάκι τριτοκοσμικής  μεγαλούπολης και ίσως η ιδανική ερωμένη.

Σκέφτηκε συχνά να κάνει μια ενδιάμεση στάση στον τόπο της σε μια ασιατική του πτήση, αλλά δεν το είχε καλοσκεφτεί αρκετά.

Προς το παρόν του αρκούσε το άριστο και συνεπές αποτέλεσμα της εργασίας της και η ζαχαρένια φωνή της, που τον έθελγε σαν άνδρα.

Ίσως μια προσωπική τους γνωριμία στον χώρο της να συνέθλιβε βίαια το όραμα της και συνάμα τα δικά του, πιθανόν και τα δικά της, πρωινά όνειρα.

Γιατί να το διακινδυνεύσει;;;


ΤΟΥ ΜΟΡΦΕΩΣ... ΤΑ ΗΔΙΣΤΑ…., έλεγε κάποιος καθηγητής του…



Υ.Γ.  Το ενδιάμεσο κείμενο είναι από την φαντασίωση μιας αγαπητής γνωστής μου. Ελπίζω να παραβλέψει την κλοπή…





ΕΣΥ;;;




...Ήταν χειμώνας, όταν την είχε πρωτοσυναντήσει στο νησί της, που ήταν τότε των ονείρων του.
Πήγαινε αργά απόγευμα, λίγο πριν σκοτεινιάσει παραμονές Χριστουγέννων, ντελίβερυ 2 πίτσες μαργαρίτες και μια καλτσόνε στην βίλα των στριγκλών.
Στις τρεις μοναχικές γυναίκες που ζούσαν στην παραγκόβιλα στο βορινό ακρωτήρι 5 χλμ. από την πόλη και πάντα είχαν παράπονο που δεν ήταν ζεστά τα φαγητά, έρχονταν πάντα καθυστερημένα και δεν έδιναν ποτέ φιλοδώρημα...

Τότε την είχε πρωτοδεί δίπλα στην θάλασσα, με αναποδογυρισμένο το ποδήλατο της και να πασχίζει να διορθώσει κάτι.
Ήταν μακρύμαλλη ξανθιά, ψηλή, καλλίγραμμη και εξέπεμπε από μακριά μια αύρα , που παρέσερνε την ψυχή του, όση του είχε απομείνει μετά από πάμπολλες ιστορίες με θηλυκά, σε ανώτερα από τα εφτά ουράνια επίπεδα... Τα μαλλιά της ήταν υγρά από αρμύρα και την υγρασία του επερχόμενου χειμερινού δειλινού.
Ήταν η γυναίκα των ονείρων του...

Μια αόρατη δύναμη, ένα αεράτο χέρι ανάγκασε το μηχανάκι του να σταματήσει δίπλα της. Έβγαλε το κράνος του, ανέμισε την γκρίζα μαλλούρα του και ρώτησε:

-Μπορώ να βοηθήσω;;;
-Ευχαρίστως! Απάντησε αυτή μ ένα χαμογελάκι μυστηριώδες, όπως αυτό των νυμφών της άνοιξης του Μποτιτσέλι και έδειξε με τα αμυγδαλωτά γαλανά της μάτια την κλαταρισμένη πίσω ρόδα του ποδηλάτου της.

Είχε ευτυχώς μαζί του, για δική του χρήση φυσικά, τα αναγκαία σύνεργα κι άρχισε να βουλκανιζάρει το χαλασμένο λάστιχο σιγά-σιγά και με το μαλακό.
Δεν έλεγε τίποτε, μα ούτε κι αυτή... Μονάχα δυο γλάροι ντρόπιαζαν με τις κραυγές τους τον κοινό αισθησιασμό τους.

Απλά αυτός ανέπνεε την μυρωδιά της, που τον ηδόνιζε,  και φανταζόταν μαζί της πολλές πέρα από τις 54 στάσεις του ΚαμαΣούτρα.
Αυτή τον είχε ήδη ξεγυμνώσει πισώπλατα στην φαντασία της.

Τελείωσε όσο πιο αργά μπορούσε, τον ευχαρίστησε αυτή με μια ανεπαίσθητη αστροφεγγιά των ματόφυλλων της και χώρισαν χαμογελώντας.

Ματαειδώθηκαν μετά από λίγο στην σιδερόπορτα της βίλας των θηλέων, καθώς έφευγε αυτός και πήγαινε να μπει αυτή.
Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια, νόμιζε και νομίζει πως ώρες, μέρες, μήνες προσπαθούσε να εισχωρήσει στο ΕΓΩ της, αλλά κάποιο στοιχειό του χειμώνα μάλλον τον εμπόδισε...

Ίσως κάποτε κάπου αλλού σκέφτηκε εκ των υστέρων....



Τζέιν!!!! ΕΣΥ;;; Φώναξε...

Ελλείψει χαρτομάντιλου, -αν και είχε σκεφτεί πριν την έξοδο του να πάρει μερικά μαζί του αλλά πάλι δεν κατόρθωσε να δικαιώσει τις ταγές που ήθελε να επιβάλλει στον εαυτό του-, σκούπισε τις λιγοστές ρανίδες της αγωνίας του με το απόκομμα του εισιτηρίου εισόδου του.
65 Ευρώ, 1η γαλαρία, 2η σειρά, 15η θέση αριστερά…


Περίμενε μετά το τέλος της παράστασης να φύγουν όλοι, καθυστέρησε μέχρι το τελικό σβήσιμο του φωτισμού για να σηκωθεί από την θέση του και μόνο μετά από το μεριμνητικό πλησίασμα της ταξιθέτριας αποφάσισε να διασχίσει τον διάδρομο της εξόδου, κοιτώντας με διαλείψεις προς τα πίσω, προς την σκηνή, μπας και…

Μπας και… κι αυτή η μαρτυρία ήταν μια άλλη ακόμη ψευδομαρτυρία, απ αυτές που εφεύρε συχνά για να ξαναποθήσει και να ξαναφονεύσει νεκραναστάσεις παρωχημένων πλέον συνταγών του...


ΟΧΙ!!! Η Τζέιν δεν ματαεμφανίστηκε…


Μάλλα… τα χάλλια…



Εκεί που ένας χλωμιάρης φλεβάρης ήλιος χάιδευε τα φρύδια μου στο μπαλκόνι, που έπινα το σαββατιάτικο μου ουζάκι με μεζέ αντζούγιες Αργεντινής και πρώιμο αγγουράκι θερμοκηπίου Κύπρου,  ενυπνιαζόμενος ταξίδια και ερωτικές περιπέτειες σε Άπω Ανατολές, με αφύπνισε η φωνούλα –μάλλον σαν βρυχηθμός ακούγονταν- της συμβίας μου:
-«Σήκω αχαΐρευτο μωράκι μου να πάμε στο Golden Mall για ψώνια»!
-«Γιατί βρε αναμάρτητο στεφάνι μου», απαντώ χολωμένος, «και στον μανάβη, και στον φούρνο, και στον χασάπη πήγα, μόλις άνοιξαν…  Τι άλλο χρειαζόμαστε;;;»
-«Φθαρθήκαν οι οδοντόβουρτσες και χρειαζόμαστε νέες», απαντά η μακροχρόνια συμβία μου σε φωνητικό τόνο 89,5 ντεσιμπέλ, που όπως νοείτε δεν επιδέχεται αντίρρησης…
-«Νταξ στύλε της παράγκας μας», απαντώ αφασώς κι ως πάντα ανεπίκαιρος, «μετά το τάβλι στο καφενείο της γωνιάς με τα φιλαράκια μου, θα περάσω απ τον τρίτο ξάδελφο μου τον Γιάννη τον μπακάλη ένα τετράγωνο παρακεί και θα αγοράσω Φρεσκοντέτιες»
-«Σιγά να μην βάλω εγώ στο σπίτι του αντρούλη μου παρακατιανά προϊόντα», απαντά εκείνη με ένταση φωνής 92,7 ντεσιμπέλ, οπότε ενέδωσα…

-«Και γιατί δεν πάμε στο Diamond Hall, που είναι και 7 χλμ κοντύτερα», ενστάνθηκα…
-«Επειδή το Golden Mall, έχει αυτή την εβδομάδα προσφορές, εκπτώσεις με πιστώσεις  και ξέρω, ότι δεν θα σου δώσουν αύξηση μισθού τα επόμενα 15 χρόνια, ανδρουλίνι μου, εξάλλου μην ξεχνάς, ότι εκεί έχει και περισσότερες θέσεις Parking», απαντά το γυναικάκι μου, και κάθε αμφισβήτηση της απόφασης της, ούτε στον Άρειο Πάγο δεν θα είχε δυνατότητες ανατροπής της…
Ως άλλος Ηρακλής αποδέχτηκα την αναγκαία πλήρωση του νέου μου άθλου και μετά μια ώρα οδήγησης για 9 χλμ. και 14 περιστροφές στο παρκινγκ κατάφερα να κομίσω καροτσάκι ψωνίων στην είσοδο καταναλωτικού ναού.
Αισθάνθηκα περίεργα να τσουλάω καροτσάκι χωρίς νεογνό μέσα, -τα τρία μας τσογλάνια τσουλάνε τώρα πεντακοσάρες και άνω μοτόρες- και δήλωσα στο στολίδι της ανδρικής μου τιμής –καλά ντε… κάτι παρεξηγήσεις με τον ταχυδρόμο και τον υδραυλικό τις ξέχασα-, ότι θα την περιμένω στο παγκάκι δίπλα στο σιντριβάνι, μέχρι να επανέλθει με τις οδοντόβουρτσες, ενεχειρίζοντας της καροτσάκι συν πιστωτική κάρτα, προβληματιζόμενος όμως τι άλλο να ενεχυριάσω για να αυξηθεί το πλαφόν μου.
Αμίλητοι οι συνκαθήμονες μου του παγκακίου με κάτι μούτρα μέχρι κάτω, που θα προτιμούσαν να λαμπικάρουν αυτοπροσώπως όλα τα δάπεδα των Mall και Hall της υφηλίου στην τιμή των αγορών των ετέρων ημίσεων τους, αναλογιζόμενοι ίσως, ότι μάλλον συμφέρουν οι εταίρες.

Καλά που πέρασε ο φίλος μου ο Θέμης και με προσκάλεσε να πιούμε καφέ σ ένα απ αυτά τα μοντέρνα των MallHall καφενεία, που καφεδάκι πίνεις, μα για κοκαΐνη πληρώνεις…
Κι εκεί που λέγαμε για ομάδες, γκολ και γκομενάκια, θυμήθηκε το φιλαράκι μου ο Θέμης, να θυμίσει στην γυναίκα του ν αγοράσει οδοντόβουρτσες…
Ξαφανίστηκε ο Θέμης –καλά ντε… στην λίστα των αγνοουμένων της μικρασιατικής καταστροφής δεν τον έβαλαν ακόμη-, πλήρωσα τις δήθεν κοκαΐνες (σόρρυ καφεΐνες) και εμφανίστηκε η συμβία μου μ ένα καροτσάκι φουσκωμένο υπερχείλως, που θα έπρεπε να νοικιάσω φουσκωτό, για να το τσουλήσει μέχρι το φιατάκι μας…

-«Δύο τις εκατό έκπτωση δίνανε σήμερα χαρά μου» μειδίασε η κυματοθραύστης του πορτοφολιού μου, «για αγορές από 200 Ευρώ και πάνω»…
-«Οδοντόβουρτσες αγόρασες ματάρες μου;;», ρωτάω την τύφλα της οικονομικής μας διαχείρισης.
-«Ε;;; Όχι!  Να μην υποστηρίξουμε λιγάκι και την φαμελιά σου;;; Θα πας μετά στο ξαδελφάκι μας ν αγοράσεις. Και καλύτερη τιμή θα σου κάνει και θα τα γράψει στο τεφτέρι του!»