13 Ιουλ 2010

Κουρσαρόνυφες

Η νύφη του κουρσάρου







Άντε σου καλοτάξιδος


Και πλούσιος να γυρίσεις
Εγώ ΄τοιμάζω τα προικιά
Μέχρι του Αη Νικόλα

Να είσαι αντρείος, εύψυχος
Και γιούσουρα να κάνεις
Την μαύρη σημαιούλα σας 
Να την θωρείς σαν ρόδα

Δεξιά να ορθώνεις το σπαθί
Στ΄ αριστερό πιστόλα
Κι ανάμεσα στα δόντια σου
Το δίκοπο μαχαίρι

Κι αφού κορέσουν τα αίματα
Να ψάχνεις στα αμπάρια
Τα δυο φλουριά μας τα στερνά
Για με Κωσταντινάτο

Το Φλωρεντίνικο αν θα βρεις
Όλο δικό σου να ΄ναι
Εγώ ποθάω για μας τους δυο
Πλουμίδια μωρουδίσια

Κι αν μου κιοτέψεις στην τριχιά
Που κάνετε ρεσάλτο 
Σ΄ έχω στον πάτο του γυλιού
Πλεχτό σαβανοσέντονο
Να σε νεροπετάξουν



Το Εγώ του πειρατή

Φαντάστηκες, φαντάστηκα...
είπα, ότι σε θέλω
και άλλος λόγος δεν φτουράει
πίσω απ'  αυτό που λέω!

Τα εγώ είναι πομφόλυγες
όπου υπάρχει αέρας
κι ύλη γλοιώδης νοσηρή
μ όγκο να κάνουν ντόρο!

Το τι χρωστάμε στη ζωή
και ποιό το μερτικό μας
ασ' το να βρει ένας έμπορος
με τ αζημίωτο του

Εγώ ψαχνό δεν γύρεψα
και κόκαλο δεν γλύφω
σαν κακοπρέπειας ταγή
μα τώρα έχω χορτάσει

από στολίδια πλαστικά
του έρωτα μαντζούνια
ανθόδεσμα γιορταστικά
με κόστος τεμενάδες

Αν με τραβήξει η ροή
μιας ζήσης μαραμένης
κάπου κοντά στη νήσο σου
στου διαόλου εκεί την άκρη

σαν ναυαγό νερόδιψο
με χείλη εφτασκισμένα
σταγόνες σου θα ευγνωμονώ
και υπόκλιση θα κάνω

Μ αν κατεβώ σαν πειρατής
γιουρούσι για να κάνω
ζέρβισε απέ το βλέμμα σου
να σε καλομοιρεύσω

Πλεχτό σαβανοσέντονο
που βρήκα στο γυλιό μου
το ΄σχισα σε επίδεσμους
να ΄γιάνουν οι πληγές μου

ΓΑΙΔΟΥΡΑΓΚΑΘΑ



Ζωτικός έρωτας

Κατάμεσα σ ένα μικρό πέλαγος, σ ένα ξερονήσι, περισσότερο βραχονησίδα παρά νησί, απ΄ αυτά που τα επισκέπτονται μόνο γλαροπούλια, αέρηδες και σε κακή του μοίρα κάποιος ναυαγός, κόπιασε ένα μελισσολόι.  Μάλλον κατά τύχη παρασυρμένο από βοριάδες ή από ατυχές ναυάγιο.

Λιγόφυτη και ξεροκαμένη η καινούργια τους πατρίδα, με κόπο φτιάξανε την κυψέλη τους στην μοναδική μυρτιά της μόνης ακρογιαλιάς  και μετά βίας μαζεύανε καθημερινά λιγοστή γύρι για να θρέψουν την βασίλισσα τους και τους εαυτούς τους.
Έφτασε το φθινόπωρο και τα αποθέματα τους για τις σκοτεινές και κρύες μέρες του χειμώνα δεν αυξάνονταν και η βασίλισσα τους διέταξε εντατικοποίηση των προσπαθειών όλων τους για την κοινή επιβίωση.
Από τις πιο ευεργετικές μέλισσες αλλά όχι από τις νέες του σμήνους ήταν η Κεχρώ.
Έκανε τις μακρύτερες διαδρομές, έδινε θάρρος στις άλλες και τις προέτρεπε με το παράδειγμα της  να την μιμηθούν.

Ένα δειλινό καθώς γύριζε η Κεχρώ φορτωμένη από την απογευματινή συγκομιδή, σταμάτησε να ξαποστάσει πάνω σ ένα ξεράγκαθο.
«Επιτέλους σε κάτι είμαι ωφέλιμο κι εγώ» το άκουσε η Κεχρώ να ψιθυρίζει, μάλλον στον εαυτό του.
Ρώτησε η Κεχρώ το φυτό, γιατί το είπε αυτό και κείνο της είπε το παράπονο του.
Ότι είναι το μοναδικό γαϊδουράγκαθο στο νησάκι και δεν μπορεί να αναπαραχθεί, μα ούτε και γάιδαρος δεν βρίσκεται εκεί για να εκπληρώσει κι αυτό το μερίδιο του στην αλυσίδα της ζωής.
Η Κεχρώ σκέφτηκε τους κηφήνες που θανάτωσαν αμέσως μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους απέναντι στην βασίλισσα και αποχαιρέτησε τον γαϊδουράγκαθο.

Την επόμενη μέρα η Κεχρώ ξαναεπισκέφτηκε τον γαϊδουράγκαθο και του έλεγε τα δικά της. Για την κακή τους τύχη να βρεθούν σ αυτό το απομονωμένο ξερονήσι , για το καθημερινό κόπιασμα της για λίγη γύρι, για την αβεβαιότητα της επιβίωσης τους τον χειμώνα.
Ο γαϊδουράγκαθος κουνούσε το ξεροκέφαλο του λυπημένα. Ή ήταν ο αέρας;

Έγινε όμως συνήθεια και στους δυο αυτή η εκμυστήρευση. Η Κεχρώ ξαπόσταζε και δυο και τρεις φορές την μέρα στον γαϊδουράγκαθο, του διηγούταν ιστορίες από την ζωή της, από τα μέρη και τα φυτά που βλέπει και κείνος προσδοκούσε με ανυπομονησία την επίσκεψη της.
Κι όχι μόνο τούτο! Το αγκάθι άρχισε φθινοπωριάτικα ν ανθίζει, σαν πρόκληση στην Κεχρώ να παίρνει από την γύρι του και σαν μικρή συμβολή του στην επιβίωση της οικογένειας της φίλης του. Μα έκλεινε τα άνθη του, όταν ήθελαν να τα επισκεφτούν άλλες μέλισσες.

Όσο πλήθαιναν και μακρυωρούσαν οι καθημερινές επισκέψεις της μέλισσας στον γαϊδουράγκαθο, τόσο λιγόστευε η ποσότητα γύρης που μάζευε η Κεχρώ.
Η βασίλισσα της έκανε παρατήρηση, ότι ξημεροβραδιάζεται στους δρόμους, ότι τεμπέλιασε και δεν συνεισφέρει το μερίδιο της στο κοινόβιο.

Ένα δειλινό προς το τέλος του φθινοπώρου το παραξήλωσαν με τις διηγήσεις τους κι όταν επέστρεψε η Κεχρώ στη κυψέλη βρήκε κλειστή την είσοδο της. Αναστατωμένη πέταξε στον γαϊδουράγκαθο, του διηγήθηκε το πάθημα της κι εκείνος την παρηγόρησε, της είπε να μπει στο άνθος του, που το έκλεισε προσεκτικά για να την προφυλάξει από το κρύο της νύχτας.

Άρεσε και στους δυο η λύση αυτή και συνέχισαν την εντατική τους σχέση μέχρι που μπήκε για τα καλά ο χειμώνας.
Τότε κάλεσε η μελισσοβασίλισσα την Κεχρώ και της είπε με αυστηρό τόνο, ότι σε λίγο θα σφραγίσουν την κυψέλη τους και αυτή σαν θηλυκός κηφήνας που έγινε της αξίζει η ίδια τύχη. Και διάταξε να την θανατώσουν

Απόρησε τις πρώτες μέρες ο γαιδουράγκαθος για την απουσία της μέλισσας του και η απορία μετατράπηκε σε λύπη αλλά όχι σε πικρία. Το αντίθετο μάλιστα! Δεν έχασε την ελπίδα του και έκανε το αντίθετο απ΄ αυτό που κάνουν όλα τα φυτά στην αρχή του χειμώνα. Αντί να κατεβάσει τους χυμούς του από την κορφή και το σώμα του στις ρίζες του, ανέβαζε ότι ακόμη είχε στην ρίζα του στα άνθη του με την προσδοκία μιας επίσκεψης της Κεχρώ.

Χειμώνας ήταν, ήλθε με τους βοριάδες μια ξαφνική παγωνιά και κοκάλωσε το φυτό προσδοκώντας.


Silybum marianum

Επιτέλους ήταν μόνο του. Την είχε αράξει στα κατσάβραχα, με μοναδική συντροφιά μια γέρικη φραγκοσυκιά και απολάμβανε τις τελευταίες ωχρές αχτίδες του αδυνατισμένου φθινοπωρινού ηλίου αναπολώντας.

Όχι δεν το μετάνιωσε που αγρίεψε, ούτε ποτέ θα ανέτρεπε την απόφαση του αυτή.
Εδώ ανάμεσα στις άλλες αγριάδες, μόνο τα βοσκόπουλα που ξεθωριάζανε λίγο την πείνα τους με την τρυφερή καρδιά του, η γριά μάγισσα που μάζευε ένα δυο αμέθυστους ανθούς του για να φτιάξει το μαντζούνι της, που θεραπεύει τα πρησμένα από πνεύμα ή έρωτα βαλαντωμένα ήπατα και μια μικρή ξεμυαλισμένη πεταλουδίτσα ήταν οι μόνοι επισκέπτες του. Και το γαϊδουράκι, ο φίλος του, όταν ξέφευγε από την εποπτεία του αγωγιάτη του.

Είχε βαρεθεί τους ανεπιθύμητους έρωτες και είχε αδειάσει από τους αναγκαίους τοκετούς της ομορφιάς. Αυτός που έγραψε, ότι ¨μέσα στο ωραίο γεννιέται και η μάθηση και η γνώση ¨ και ότι ¨η ανθρώπινη φύση, για να φτάσει στην τέλεια μάθηση, δεν μπορεί να βρει καλύτερο συνεργό από τον έρωτα¨ μάλλον ήταν ανέραστο όν. Ο έρωτας κουράζει και αδειάζει!!!

Είχε βαρεθεί τους θαυμαστές και ζηλωτές της ομορφιάς του. Είχε αηδιάσει τις νοικοκυρές που έκοβαν τα άνθη του για να στολίσουν τα ανεπίσκεπτα σαλόνια τους. Είχε απαυδήσει τα ζευγαράκια, που μυρίζανε το άρωμα του για να φουντώσουν οι ορμές τους. Είχε πλήξει με το να  το φωτογραφίζουν οι φυσιολάτρες.

Κι όταν η ίδια η Παρθένος έχυσε από την ηδονή της καλλονής το γάλα της πάνω στα φύλλα του και ραβδώθηκαν από τότε λευκά, τότε το αποφάσισε να ασχημίσει, να αγριέψει. Αντράλισαν τις σκέψεις του οι ανεπιθύμητες επισκέψεις, επειδή και μόνο ήταν ωραίο.

¨Το Δαιμόνιο, που δίνει μια υλική υπόσταση στο ιδανικό μας και κατακτάει την σφαίρα της ψυχής¨ το ώθησε στην απόφαση του να κακομορφίσει και να μετακομίσει από τα παχιά ανθηρά λιβάδια της τρυφής στις πετροπλαγιές της εκούσιας στέρησης.

Αγρίεψε, έβγαλε αγκάθια στον κορμό, στα φύλλα και στα άνθη του, βρώμισε την μυρωδιά του και  μετοίκησε σε απρόσιτα μέρη.

Εκεί περιμένει την πεταλουδίτσα του!



Διασταύρωση

Την έβλεπα να πλησιάζει ανάθαρρα. Ίσως η επιθυμία της για ένα νέο οτιδήποτε να μην είχε ισχυροποιηθεί ακόμη. Ένιωθα, ότι την έλκυαν ασύδοτα  τα χαρακτηριστικά μου. Κι όμως δεν μου καθότανε. Με περιτριγύριζε εδώ και μέρες. Μάλλον δεν είχε αποφασίσει ακόμη, αν ήθελε να ξερογλείφεται και να μαραζώνει, από το να δοκιμάσει με όλες τις συνέπειες. Οι επιθυμία της είχε γεννηθεί πολύ πριν την συνείδηση της και φτεροκοπούσε στην προσπάθεια επίτευξης της.
«Μα όμως…υπάρχουν σύννεφα που αρέσκονται να γεύονται με όλες τις αισθήσεις. Τρέχουν εκεί ψηλά…και δεν λογαριάζουν καιρό. Σαν κύματα κι αυτά…».  Ίσως να αισθανόταν κι αυτή σαν παροδικό συννεφάκι. Είχε απαυδήσει αρκετά τα πολύχρωμα λακέ και το ωχρό, ακανθώδες κινδυνοφαινόμενο την ερέθιζε τώρα. Τι αλήθεια διακύβευε με τον κίνδυνο του τίποτε; Την έξαπτε η δυνατότητα του πουθενά Αλλού, αλλά ήθελε και την σιγουριά μιας τάχα δήθεν αιωνιότητας. Ίσως στα γονίδια της.

Την ήθελε κι αυτός «σαν κιβωτός που δεν ολοκληρώνει»! Ήθελε μοναχικά μέσα του να κραυγάσει την κραυγή ασθενικού θηράματος, που θέλει να λυτρωθεί στην βία της αυθεντικής ζωής! Ποθούσε να αισθανθεί τον πόθο ενός συγκεκριμένου εντόμου μέχρι τα υπόγεια των ριζών του. Ήθελε να γίνει ένα με μια πρωινή του οπτασία, πριν τον θαμπώσει πάλι  το θαύμα του φοίβειου οχήματος στην καθημερινή του σκληρή πραγματικότητα!

Μάλλον ντρέπεται ή φοβάται ακόμη. Δεν ξέρω τι ντρέπεται και τι φοβάται σ ένα έστω και σύντομο δρομάκι, ίσως του έρωτα! Ούτε εγώ σεργιάνιζα στα περίεργα αυτά μονοπάτια, μα ποθούσα να τα διαβώ!

Μα κι εγώ σχεδόν κλειστός είμαι ακόμη. Δεν ξέρω ποια τρωτά μου θέλω να περιφρουρήσω απ αυτή την νοούμενη επίθεση , που όμως προσδοκώ! Είναι επίθεση η αμφίρροπη εικονική άμυνα;;; Αν χαλαρώσω εγώ, θα χαλαρώσει τυχόν και ο νοούμενος αντίπαλος, που με περιπτύσσεται ήδη νοητά; Και τι να αναζητώ στους έρωτες των εντόμων και φυτών! Άς το να έρθει  στους ανθούς μου, αν και όταν θελήσει να έρθει!

Ήταν όμως πανέμορφη και μόλις είχα μισανθίσει. Περίτεχνα ήταν κεντημένη η άσπρη φορεσιά της με μπλε, γκρι και μαύρα στολίδια. Και κάτω στην άκρη της ποδιάς της μια χρυσή καρδούλα.
΄Ηλθε και προσάραξε πάνω μου. Εξαφανιστήκαν με μιας όλες μου οι αισθήσεις και μοναχά την επαφή της ένοιωθα. Ένα ανεπανάληπτο συναίσθημα, που μόνο μια ή το πολύ δυο φορές ζουν τα γήινα. Με έσκιαζε η ιδέα, ότι μπορεί να αγκυλωνόταν.

Δεν έμεινε πολύ. Μ εγκατέλειψε μ ένα αλαφιασμένο φτερούγισμα ίσως για να ζευγαρώσει γλάστρινο λουλούδι, γιατί βαρέθηκε την ασχήμια μου ή την τρόμαξε κάποιο χαζοπούλι. Μια τριχούλα του ανθού μου πρόλαβε κι άρπαξε λιγάκι από την σκόνη ενός φτερού της.

Αφομοίωσα αστραπηδόν κάθε μόριο της μαγικής της σκόνης. Μια πικράδα στην αρχή, μα βαθμιαία μια αγαλλίαση ξετυλίχτηκε στο ανθί μου, στα αγκάθια, στο κορμί μου.
Οι ρίζες μου απλώθηκαν, βυθίστηκαν, παράκαμψαν μια φιδίσια φωλιά κι αγκάλιασαν αγαπώντας ένα θραύσμα προμινωικού αγαλματιδίου.

                                   
Ο Άγιος Πάντων

Ήταν σ ένα απ αυτά τα αιγαιοπελαγίτικα νησάκια, που τα χαίρονται ο ήλιος κι οι αγέρηδες μα δεν χαίρονται αυτά σταλιές βροχής,  ένα εγκαταλειμμένο χωριουδάκι με κάποτε ασπροβαμμένα (επειδή τους είχε υποχρεώσει τότε ο Μεταξάς να τα ασβεστώνουν, για να φαίνονται καλύτερα οι ψείρες) σπιτάκια. Είχαν ξενιτευτεί όλοι οι νέοι και νέες και πεθάνει οι γέροι και γριές. Γκρεμισμένα όλα σχεδόν τα χαμόσπιτα από σεισμούς και ρημαδιό, εποικισμένα από αγριοσυκιές και γαϊδουράγκαθα μονάχα.

Κάπου εκεί στα σφαγεία των Σικάγων ένας απόγονος της ρημαγμένης αυτής γης τα κονόμησε μαζεύοντας τα έντερα των σφαγίων, που τα πετούσαν, γιατί τα αμερικανάκια δεν τρώνε κοκορέτσι και σπληνάντερο, βρήκε μια πατέντα να τα καθαρίζει αυτόματα και τα εξήγαγε αλατισμένα σε βαρέλια στην Γερμανία για να φτιάχνουν εκεί λουκάνικα Φρανκφούρτης και Νυρεμβέργης, που είναι παγκοσμίως γνωστά.
Λαδώθηκε το αντερί του και βλέποντας στην τιβί διαφημιστικό του ΕΟΤ για τα γαλανά ύδατα του Αιγαίου, τον κυρίευσε νόστος μέγας.
Δεν είχε και τι να κάνει, η φάμπρικα δούλευε ρολόι, η οικονομία άνθιζε, οι Γερμανοί εκτός από πατάτες και κράουτ τρώγανε και περισσότερα λουκάνικα, την κοπάνισε κι αυτός για τις προγονικές του ρίζες.

Ξεχώρισε ανάμεσα στις πολλές παλιόπετρες το πατρικό του, βρήκε και τους τάφους των γονιών του χορταριασμένους σαν τους άλλους , έριξε τα κλάματα του κι όταν στέρεψαν τα μάτια του, φώναξε απ την χώρα μπετατζήδες, κτίστες, σοβατζήδες, μπογιατζήδες, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς κλπ. να αναστηλώσουν το πατρικό του. Μέσα σε τρεις μήνες ξανάγινε το σπιτάκι και μοντέρνο. Πλήρωσε κι έναν μετανάστη γιδοβοσκό να ξεχορταριάσει το νεκροταφείο κι έφυγε μ ένα κάρο ψηφιακές φωτογραφίες να τον αναμιμνήσκουν.
Στον χώρο της μικρής τους ξενιτεμένης ομογένειας έγινε γρήγορα γνωστό το εγχείρημα του και άρχισαν αμέσως οι ζηλοφθονίες….
-Γιατί καλύτερος είναι αυτός;;;;  κι εμείς…
Και έτσι το ερείπιο χωριουδάκι μέσα σε 3 χρόνια απέκτησε 80 αναστυλωμένα, πολλά με γούστο, αιγαιοπελαγίτικα σπιτάκια. Ένας αυστραλός που λάδωσε την δήμαρχο της χώρας κατάφερε να το τροφοδοτούν με αφαλατομένο νερό και για την πισίνα του.

Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι με ντάλα τον ήλιο να τους βαράει στο κεφάλι μαζεύτηκαν οι θερομετοικήσαντες ιδιοκτήτες κάτω απ την γέρικη ελιά στην πλατέα κι ένας απ αυτούς θρήσκος, που είχε γίνει μαμωνάς, κοιτάζοντας τα ερείπια της εκκλησιάς είπε, ότι δεν είναι χωριό αυτό χωρίς ναό. Κι άρχισαν εκεί αμέσως έρανο με χιλιάρικα ντόλλαρς, που αρκετοί πρόσφεραν χωρίς να τα έχουν, διεθνοποιήθηκε ο έρανος, και σε 2 χρονάκια ισοπεδώθηκε με μπετό η πλατέα και κτίστηκε με τσιμεντόλιθους  εκκλησιά, που την ασβέστωσαν για να κάνουν φιγούρα στους κοντοχωριανούς τους.  Ταυτόχρονα ο θρήσκος διαπραγματευόταν με την μητρόπολη να τους επιτρέψει να λειτουργεί εκεί μισοξουρισμένος αγγλόφωνος παπάς, ο του διπλανού χωριού ήταν ανένδοτος , γιατί τι να κάνει με εκκλησιά χωρίς βαφτίσια, γάμους και κηδείες, και για να εννοούν φυσικά και τα εγγόνια τους επιτέλους τις θείες γραφές.

Με την αναστύλωση της εκκλησιάς ξέσπασε καυγάς, για το πώς θα την ονοματίσουν. Το παλιό όνομα (της Μυροβολούσης Οσίας ή κάπως έτσι) δεν το ήθελε κανείς, γιατί ούτε γαϊδουράγκαθα ούτε φραγκοσυκιές ευοσμούν…
Πρότεινε λοιπόν ο πλουσιότερος να την ονομάσουν του Αγίου Μιλτιάδη, επειδή ο μακαριστός θείος του του είχε κληρονομήσει τετραώροφο στο Κολωνάκι, ο άλλος της Αγίας Μελπόμενης σε ανάμνηση της γιαγιάς του κλπ…
Δεν συμφωνούσαν μέχρι, που πρότεινε κάποιος άσχετος περί των θρησκευτικών να την πουν εκκλησία του Αγίου Πάντων και το επικρότησαν όλοι τους, γιατί τέλειωνε το καλοκαίρι και έπρεπε να επιστρέψουν στις δουλειές τους, για να μην χάσουν και δολαριάκια.
Ανέθεσαν λοιπόν στον Γιάννη τον μπετατζή, που διάβαζε μόνο τις πολιτιστικές στήλες των Chikago News, να βρει έναν αγιογράφο να τους λαδομπογιατίσει τον Άγιο για την αριστερή πλευρά της άγιας θύρας του τέμπλου της εκκλησιάς των, τις υπόλοιπες τις είχαν κατεβάσει ψηφιακές από το διαδίκτυο, τις τύπωσαν σε Laser Printer, τις κόλλησαν σε σανίδες και τις ανάρτησαν, ως η παράδοση δει..

Φθάνοντας στον Πειραιά ο Γιάννης συνάντησε τον άλλο Γιάννη τον ζωγράφο, ο οποίος έβγαζε τα προς τα ζην του, ζωγραφίζοντας με κάρβουνο τις φάτσες τουριστών με υπόβαθρο το ναυτοπνίκτη που τους έφερε σώους και αβλαβείς στο λιμάνι.. Ο Γιάννης ο ζωγράφος στον ελεύθερο του χρόνο (και είχε πολύ) μπογιάτιζε νεοσουρεαλιστακά Παναγίες με πόδια λέλεκα και δωδεκάποντα γοβάκια, Διαόλους, Τριόλους  σε χρώματα του Θρύλου με παπουτσάκια Puma  και τα τοιαύτα. Ενθουσιάστηκε ο Γιάννης εκ Σικάγου, έφευγε σε λίγο και το αεροπλάνο του, και εκεί μετά από 5 ούζα του έδωσε την εντολή λαδομπογιατίσματος του Αγίου Πάντων ενεχειριάζοντας του και 2 χιλιαρικάκια σε δολάρια.

Ο Γιάννης ο ζωγράφος ήταν ευσυνείδητος. Εφοδιάστηκε με τα απαραίτητα, πινέλα, σωληνάκια λαδομπογιάς, 2 ελαιοσανίδες, 3 μπουκάλες νερού και 4 ούζου (το χορταράκι του το είχε πάντα εν επαρκεία μαζί του) και την έκανε για το ξερονήσι, αφού και η τουριστική περίοδος ήταν στην κάμψη της.
Εκεί στην εκκλησία του Αγίου Πάντων την άραξε στον υπνόσακο του προσμένοντας την μεγάλη έμπνευση…
Κι όταν τέλειωσαν τα ούζα και άρχισε να λιγοστεύει το χορταράκι, αυτή δε άργησε να έλθει. Είδε τον τόπο, τα νεόκτιστα, τις φραγκοσυκιές, τα ρημαδιά και άρχισε να ζωγραφίζει τον Άγιο, με μούσι καθώς πρέπει, με άλικο χιτώνιο σε δίπλες και με χρυσοστεφάνωτο που στην κάτω αριστερή πτυχή είχε το εικονίδιο του δολαρίου. Στην κάτω δεξιά γωνιά της εικονογραφίας δεν παρέλειψε μια φραγκοσυκιά σε νεοκλασική πισίνα.

Το επόμενο πρωινό, που τον αγριοξύπνησαν αχτίδες του ακάματου ήλιου, ξαναείδε το έργο του. Το φχαριστήθηκε αλλά είχε το συναίσθημα, ότι κάτι έλειπε… Όλοι οι άγιοι κάτι έχουν στα χέρια τους σκέφτηκε:..  Ο ένας δόρυ, ο άλλος την βίβλο ή δαυλό και άλλος πάλι κάποιο δράκο… Ο δικός μου έχει μοναχά σταυρωμένα τα χέρια του…..  Αδιαθέτησε με την σκέψη αυτή(ίσως να έφταιγαν και τα τσιγαράκια της χθεσινής βραδιάς) και βγήκε έξω να πάρει λιγάκι αέρα. Τότε είδε μια αυλή γεμάτη γαϊδουράγκαθα…
Αυτό ήταν….  Στα σφιχτοδεμένα χέρια του Αγίου Πάντων εναπόθεσε ζωγραφιστά ένα ανθισμένο γαϊδουράγκαθο….

Μεγάλη η ΧΑΡΗ ΤΟΥ….