19 Σεπ 2010

ΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ



Ευτυχώς τέλειωσε η εκκλησία χωρίς να καταλάβω πως πέρασαν δυο ώρες.
Στεκόμουν πάντα κάτω από το αριστερό ψαλτήρι και έβλεπα απέναντι μου μια τοιχογραφία κάποιου Προφήτη με μακρύ ράβδο περιστοιχισμένο από αγγέλους. Ένα ξανθό αγγελουδάκι στη δεξιά κάτω γωνία έμοιαζε με τη Λίλια, την ανιψιά της γειτόνισσας μας, που κάθε Πάσχα και καλοκαίρι την επισκεπτόταν. Μ άρεσε πολύ να παίζω με την Λίλια. Όταν παίζαμε κρυφτό την έπαιρνα μαζί μου και της έδειχνα τις καλύτερες κρυψώνες της γειτονιάς.



Στο δρόμο για το σπίτι βιαζόμουν, αλλά η μάνα μου μιλούσε με την κουμπάρα της και προχωρούσε με την ησυχία της. Ήθελα επιτέλους να βγάλω αυτό το κυριακάτικο μπεζ ανοιχτό κοστουμάκι, που το είχε ράψει η κουμπάρα από μια παλιά καλοκαιρινή στολή Εγγλέζου αξιωματικού, ο οποίος έμενε στο σπίτι της και το ξέχασε σε βιαστική του αναχώρηση.
Ήθελα να βάλω το κοντό μου καθημερινό λινό παντελονάκι με το κίτρινο κοντομάνικο πουκάμισο και να πάω να παίξω μπίλιες με τους φίλους μου στο σταυροδρόμι της γειτονιάς μέχρι την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Πρώτα όμως θα πήγαινα στο περίπτερο για να αγοράσω με το βδομαδιάτικο χαρτζιλίκι ακόμη δυο γυάλινες μπίλιες. Μια κατακόκκινη για τις Κυριακές και μια κίτρινη για τις καθημερινές.

Φτάνοντας στο σταυροδρόμι μας, στην ουσία δεν ήταν σταυροδρόμι αλλά σμίξη πέντε διαφορετικών χωμάτινων δρόμων, παραξενεύτηκα, που είδα μαζεμένο σιωπηλό πλήθος. Ήταν η δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα και κανονικά οι νοικοκυράδες έπρεπε να βιάζονται να ετοιμάσουν στο σπίτι το κυριακάτικο φαγητό και οι άντρες, εφόσον το επέτρεπαν φυσικά τα οικονομικά τους, να πάνε στο καφενείο για τσιπουράκι.
Κι όμως στο σταυροδρόμι μαζευόταν όλο και περισσότερο κόσμος, αφήνοντας στη μέση της σύγκλισης των δρόμων, που οδηγούσαν από τους στρατώνες στη μεραρχία, ένα πλατύ διάδρομο.


Μέσα σ αυτή τη μουγκαμάρα άρχισαν να ακούγονται στην αρχή αμυδρά και μετά καθαρότερα βηματισμός από στρατιωτικές αρβύλες και βροντερές διαταγές αξιωματικών.
Απ τον συνοικισμό φάνηκε μια διμοιρία μαυροσκούφηδων με τις καλές τους θερινές στολές, φρεσκογυαλισμένα άρβυλα και με τα ντουφέκια τους στον ώμο. Καθώς πλησιάζαν στο σταυροδρόμι είδα, ότι ήταν δυο διμοιρίες και στη μέση τους είχαν δυο μάλλον τριαντάρηδες φτωχοντυμένους πολίτες με κουρασμένα αλλά περήφανα πρόσωπα και πισθάγκωνα δεμένα χέρια.

¨Σας σταυρώνουν και εσάς παλικάρια μου!¨ φώναξε και άρχισε να σιγοκλαίει μια γριά γειτόνισσα και δεν ήταν η μόνη, που είχε δάκρυα στα μάτια και ένα πνιγμένο κλάμα στο λαιμό.

Τότε ήταν, που ο ανθυπολοχαγός ρίχνοντας ένα θανατηφόρο βλέμμα στο πλήθος διέταξε με στριγκιά φωνή:
¨Διμοιρίες τραγουδήστε! - Περνάει ο στρατός της Ελλάδος φρουρός….¨ κι αμέσως τον ακολούθησαν με βραχνές φωνές οι φαντάροι βηματίζοντας πιο βροντερά με τις αρβύλες τους στο έδαφος.

Μετά την απομάκρυνση των στρατιωτών δεν διαλύθηκε ο κόσμος, αλλά περίμενε σε μικρές παρέες στο σταυροδρόμι σιγομιλώντας η απλά σιωπώντας. Μετά από κάπου ένα τέταρτο της ώρας, όσο περίπου διαρκεί και η διαδρομή από τη γειτονιά μας μέχρι το νταμάρι της μεραρχίας, ακούστηκαν δυο μπαταριές ντουφεκιών και αμέσως μετά δυο μοναχικοί πυροβολισμοί πιστολιού.

Στο πέτρινο πρόχειρο παγκάκι κάτω από τις ακακίες, που μόλις είχαν αρχίσει να μπουμπουκιάζουν τα τσαμπιά τους, η κυρά Στέλλα του Βαρελά άρχισε χασιώτικο μοιρολόι:


¨Μάνα κι γιός εκάθουνταν σ'ένα προυσκιφαλάκι
Μάνα κρατούσι του κιρί κ'ι γιός-της ξιψυχούσι.
-Σβήσι, μάνα- μου ,τα κιριά κι κράξ'τι τους παπάδις
-Τη νύφη απού πήραμι σια πού θα την αφήσεις ;
-Δεν κλαίς μάνα-μ', τα νιάτα-μου, δεν κλαις τη λιβιντιά-μου,
μον'κλαίς μάνα-μ' τη νύφη σου κι αυτή τη μαναχιά-σου ;
Η νύφη-σου θα παντριφτεί κι άλλουν άντρα θα πάρει,
Μα ιγώ μάνα-μ', δε φαίνουμι σι άλλου κόσμου θα πάνου.¨