17 Ιουλ 2010

Κυρίου Ανάβασις


Κυρίου Ανάβασις Ι –Περί …φέων-




«Κάποτε κάπου σ’ εχω ξαναδεί, κάτι θυμίζεις της ψυχής μου,

ίσως σε κάποιαν άλλη μου ζωή, να σουν ο μόνος συγγενής μου.

Κάποτε κάπου σ έχω ξαναδεί νοιώθω βαθιά μου τέτοια γλύκα, σαν να σε είχα, 
νάχαμε χαθεί, και ξαφνικά σε ξαναβρήκα………»


-«Τι ακούνε τα νυσταγμένα ώτα μου;» χασμουρήθηκα ακούων γλυκύτατο άσμα της πλησίον μου έτι κλινόμενης θηλυκιάς κορμάρας. 



-«Ξύπνησε ο πασάς μου;» ψιθύρισε θωπεύουσα το Φοιβήϊο πρόσωπό μου.

-«Μάλλον ο Μορφέας έκανε τη σκανταλιά του νεραϊδάκι μου. Όμως για explain me πως σου ενέσκηψε το συγκεκριμένο ασματάκι, να μάθω και ΄γώ ο αδαής τι θυμίζω στην ψυχή σου ζαργάνα μου;»


-«Πιστεύετε στα μηνύματα των ονείρων μίστερ Άνταμ;» με ρώτησε με ερευνητικό ύφος.

-«Για συνέχισε… » είπα τριπλάροντας τη μπάλα, γιατί η αλήθεια είναι ότι ποσώς πιστεύω στα όνειρα, ένεκα όμως η σκρόφα περιέργεια, είπα να μην το αποπάρω το μανάρι. «Και… βέβαια πιστεύω…» αντιψιθύρησα νιώθοντας τη μύτη μου να επιμηκύνεται αλά Πινόκιο. 


-«Βρισκόμασταν σ’ ένα άλσος γλυκέ μου,» ήρχισεν η αφήγησις, «όμοιο με αυτό που είμαστε τώρα, επιδιδόμενοι στο ίδιο ακριβώς σπόρ προ της μεσολάβησης του Μορφέως. Ήσουν εσύ κι εγώ. Είχαμε όμως άλλη μορφή, και διαφορετικά ονόματα. Ήσουν ο Ορφέας και ήμουν η Μελίτα. Ήσουν το ταίρι μου κι εγώ το δικό σου. Εκεί λοιπόν μέσα σ’ ένα γαλάζιο νέφος παρουσιάστηκε ένα αγγελικό ον και μας χαμογέλασε λέγοντάς, ότι πολύ χαίρεται που ξανασυναντήθηκαν οι ψυχές μας μετά από τόσους αιώνες. Τόπιασες το message;» ρώτησε με βλέμμα ερευνητικόν. 


-«Κατάρα στον Μορφέα που σφύριξε ημίχρονο και διέκοψε τον Ορφέα στην επιθετική του εφόρμηση», έβρισα σφυριχτά, αισθανόμενος μια εκ νέου αυθόρμητη διέγερση ανάμεσα στα σκέλια μου.

-«Το μηνυματάκι σου ανευρέθει αδιάβαστο στα εισερχόμενα κουκλί μου» απάντησα φαιδρώς, εναγκαλίζοντας ταυτόχρονα την καμπυλωτή της λεκάνη με την δεξιά μου αρίδα «και κάτσε τώρα να σε τσιμπήσει κάποιο άλλο φιδάκι πρωτού εμφανιστεί κανένας Αρισταίων».

-«Εσείς οι άνδρες συνεχώς εκεί έχετε τον νου σας», αναιδείασε παραπονιάρικα η μικρά, «και αντιλαμβάνεστε μηδαμώς τους ήχους των ευαίσθητων γυναικείων χορδών»!

-«Τι να σου κάνω ψυχουλίνι μου, που μόνο ταμπούρλο με τα δάχτυλα ξέρω να παίζω!», αυθαδίασα εκ μέρους μου, «και γιατί νομίζεις ότι καταδύθηκε άνευ φιάλης οξυγόνου ο μπαμπάς των μουσουργών στα χλιαρά ύδατα του Αχέροντα; Γιατί του λείπανε τα καθημερινά του γαμησάκια κι όχι για τίποτε άλλο» φιλοσόφησα χωρίς ενδοιασμό την αρχαία ημών μυθολογία.

-«΄Αι να χαθείς πεζέ!», μου έκραξεν η οπτασία του θεριατωμένου φαλλού μου, γυρίζοντας μου απεχθαντικά την πλάτη της.

Και νάσουμε εμένα να ξύνω μοναχικά τους όρχεις μου για να μου κατέβει σωτήριος της άγονης κατάστασης ιδέα. Και εκ θαύματος κατήλθεν επί κεφαλής μου (της πάνω) Πνεύμα ΄Αγιον σε μορφή μύγας επιτρέπουσα επικοινωνιακή επαφή.

-«Κλείσε τις κάνουλες των οφθαλμών σου, ψυχούλα της στύσης μου, και όρθωσε αυτί για να σου θεωρήσω σε βάθος την συνέχεια του ματς της Γέννησης», ξεκινάω μαλθακά την έναρξη του δεύτερου ημίχρονου:

-«Να μου θεωρήσεις το ματς προ της Γέννησης» με διέκοψε άγαρμπα το άτιμο θήλυ.
-«Γιατί εγώ αυτό επιθυμώ να μάθω. Τον Λόγο που ‘ην εν αρχή’. Γιατί δεν μπορεί ο Ντάντυ ορεξάτος αφυπνισθείς μιαν αυγούλα, μη έχοντας άλλο τι να κάνει, να κατασκεύασε ένα πεώδες πλάσμα που θα έκανε τη ζωή του περιπλόκως δύσκολη. Πίσω από κάθε πράξη υπάρχει μια αιτία. Εκ της αιτίας γουστάρω μανθάνουσα να αντιληφθώ το αποτέλεσμα του ματς», απάντησε αυθαδέστατα, θέτοντας μου ερώτημα μέγα που ουδόλως εγνώριζα, αν ο Πατήρ επιθυμούσε ανάλυσιν του.

Αυτοσυγκρατηθείς ώστε να μην εκσφενδονίσω εις κεφαλήν της (στην πάνω, λόγω απουσίας της κάτω) τις 646 σελίδες της ‘Ελληνικής Μυθολογίας’ του Τσιφόρου, με ρίσκο ενδεχόμενη εγκεφαλική διάσειση του αντικείμενου του πρωινού, μεσημβρινού και βραδινού ερωτικού εναγκαλισμού μου και τοιούτως έποντος τουμπανιάσματος της αποκατινής μου κεφαλής, οκλάδησα επί του ολόδροσου χόρτου (ευτυχώς που δεν φορούσα σώβρακο γιατί θα νοτιζόταν), ανέπνευσα επτά βαθιές διαλογιστικές εισπνοές αφύπνισης και εσωτερίκευσης του Bodhi και αποφθάγγειν:


-«'Εν αρχή ήτο το χάος' όπως ανέγραψεν και ο Ησίοδος κόρη των ομματίων μου!»


Κυρίου Ανάβασις II - Περί Χάους-

 

-«Και τι είναι αυτό το Χάος, Έρωτα μου ανύπαρκτε;;;», συνέχισα αμείλικτος.

-« Είναι αυτό που έχουμε όλοι στο μυαλό μας, δεν μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε ή να το αφήσουμε έτσι όπως έχει, γιατί μας έρχεται αντράλα και πρέπει να πάρουμε μετά Νοβοκαίνη για να αναισθήσουμε, ή καλύτερα ακόμη σε ήπια πιο βιολογικής μορφής κοκαΐνη, για να μην τα βλέπουμε όλα ερεβώδη ζοφερά.

Άσε που οι φιλόλογοι λένε, ότι το Χάος προέρχεται από την λέξη ‘χαίνω’ δλδ χάσκω, χασμουριέμαι, κι εγώ νιώθω παρόμοια χάσματα, όταν βαριέμαι από τα κουφά των άλλων ή όταν νυστάζω, την νύχτα στο σκοτάδι.

Γιατί όπως ξέρεις, είμαι σίγουρος πτυχιωμένη λατρεία μου, παιδιά του Χάους ήταν η Νυξ και ο Έρεβος(τώρα μη με ρωτάς με ποια άλλη χαοτικιά τα έκανε και ξέχνα και την ερώτηση για την μαμά του Αδάμ και της Εύας, γιατί αδυνατώ να απαντήσω), αλλά πολύ μπερδεμένες αυτές οι ιστορίες κι άλλος λέει το ένα κι άλλος το άλλο και ότι θέλει λέει ο καθένας, επειδή κανείς δεν ήταν τότες παρών για να κάνει μπανιστήρι και να ρθει να ενημερώσει έγκυρα και από πρώτο χέρι την παγκόσμια παραπληροφορημένη κοινότητα και αναγκαζόμαστε όλοι να χαζεύουμε κυριολεκτικά στα διάφορα τηλεοπτικά  παραθυράκια.

Για αυτό το Χάος ήρθαν πολλοί σοφοί και έξυπνοι να μας πουν πολλά και μη σοφά ή έξυπνα, όπως ο Αϊνστάιν(αυτός καλέ με τα σχετικά του, αν τον έχεις ακουστά) που μας έγραψε το «τίποτε δεν υπάρχει χωρίς τάξη και τίποτε δεν δημιουργείται χωρίς χάος» ή όπως το φιλαράκι μου ο Νίτσε με την φωνή του Ζαρατούστρα τάδε έφη «πρέπει να έχεις μέσα σου λίγο χάος για να μπορέσεις να γεννήσεις ένα άστρο που χορεύει».

Αλλά ας παραμείνω στους ‘αρχαίους ημών…’ για να μην κατηγορήσουν το άχυρο της κεφαλής μου σαν αρρωστημένο και καθυστερημένο εγκέφαλο του Ιουδαιοχριστιανισμού και αναγκαστώ σε λαϊκή δίκη να καταπιώ το πικρόν τούτο ποτήριον κωνείου.

Έκανε λοιπόν το Χάος, μας αραδιάζει ο Ησίοδος, με την κόρη του την Γαία, τον Ουράνιο Έρωτα και μάλλον τότε δεν θα υπήρχε η σημερινή νομοθεσία περί αιμομιξίας, όπου σου κοπανάνε δεκαετή κάθειρξη για ένα ψευτογαμησάκι με την πρώτη σου ξαδέλφη.

Κι έτσι μας έμεινε λόγω ιεραρχίας αμάμητος ο Έρεβος και αυτοχουφτιαζόνταν, αλλά επειδής μόνο με την χούφτα δεν γίνεται πράμα εφεύρε το όνειρο και την φαντασία για να αισθησιάζεται κι εκείνος λιγάκι. Τελικά ρόζιασαν οι χείρες του και αποτραβήχτηκε στην μήτρα της αδελφής του, την οποία μετά την είπαν Τάρταρο, για να περνάει απ τον πάγκο τις θανούσες ψυχές(εναπομείναντα ψίχουλα δλδ), όπως και την Ευρυδίκη, αλλά αυτή είναι επόμενη φάση!

Και σαν να μην μας έφτανε αυτός ο μπάσταρδος, ο παππούς ο Συμπαντικός Έρωτας, που λένε ότι αυτός «είναι που  δημιουργεί τις ενώσεις(ύλης και ενέργειας) και  κρατάει σε συνοχή το Σύμπαν», μας δημιούργησαν, μετά από γιγαντομαχίες, κατακλυσμούς και καταποντισμούς, κάτι Θεάκια- ο Άρης ή ο Ερμής με την Αφροδίτη (βρε παρτούζες που κάναν τα θεϊκά αδελφάκια)- κι αυτά με αιμομιξία τον γήινο Ερώτα τον ανθρώπινο (αυτόν με το τόξο, τα βελάκια και τις φτερούγες καλέ!), που μας βάζει σε μπελάδες.

Κι αυτό το μπασταρδάκι προσπαθεί να βάλει με τα δηλητηριώδη βελάκια του σε αταξία το χάος της πάνω κεφαλής μας, η οποία σπαρτιατικά ανθίσταται στην λιτότητα της, η του ανδρός όμως ειδικά κάτω κεφαλή, σύμφωνα με την θεωρία της εντροπίας(καλά εσύ μην ντρέπεσαι τώρα, κανείς δεν βλέπει το ασημί σου στρίνγκ!!!), τόσο περισσότερο απλώνεται και διογκώνεται όσο σε τάξη εισέρχεται, και έτσι μετά δημιουργούνται χαοτικοί απόγονοι στην οικία του, όπου παραμένουν μέχρι και 30 χρόνια έως να φτιάξουν το δικό τους ρημάδι, με δανεικά κι αγύριστα δικά του φυσικά, στην προσπάθεια δημιουργίας του δικού τους οικογενειακού χάους.

Και για να μην νομίζεις, μωράκι, ότι γεροντιάζω αρχαιολάτρης θα προσπαθήσω να σου λιανίσω και την μοντέρνα θεωρία περί χάους για να νοήσεις, ότι είμαι νεανίας, τουλάχιστο πνευματικά και δυνάμει σωματικά, εραστής μιας υλικής ολότητας.

Κάπου λοιπόν στο δεύτερο ήμισυ του τελευταίου αιώνα μαζεύτηκαν εις Ευρώπας κάτι παιδάκια μαλλιαρά και είπαν: Βρε μάγκες, όλοι προσπαθούν να βάλουν με λόγια μια τάξη στο χάος και γίνονται φιλόσοφοι και φιλόλογοι, έχει γεμίσει η αγορά με αδιόριστους, που γίνονται μετά ταξιθέτες στα θέατρα ή ταξιτζήδες, ενώ υπάρχει έλλειψη μαθηματικών! Δεν κάνουμε κι εμείς μια μαθηματική ταξινόμηση του χάους μήπως και κονομήσουμε καμιά θέση στο δημόσιο;;; Τούτο λοιπόν και έπραξαν και φτιάσανε κάτι πανέμορφες μαθηματικές εξισώσεις, με θεωρίες συμπλεγμάτων(και να μην πάει ο νου σου σε ερωτικά!), με μη γραμμικά δυναμικά συστήματα, με κάτι πεταλούδες(ίσως και της νυκτός) που φτερουγίζουν στον Αμαζόνιο και σεισμούν τα Παρίσια, και τα απεικόνισαν έγχρωμα γεωμετρικά με κάτι φρακτάλια, που χαζεύει το μάτι σου με την πολυχρωμία της εξέλιξης τους. Και μετά τους διόρισαν φυσικά στο δημόσιο, έγιναν κι αυτοί καθηγητάδες και προφεσόροι, κάνανε οικογένειες και παιδιά, αποχαυνώσαν, άφησαν το χάος στην τύχη του κι αφέθηκαν κι αυτοί εκουσίως στην χαοτική τους τύχη!

Αυτά λοιπόν για σήμερις τεκνό για να μην σου ανακατεύω πολύ το ρετιρέ σου, το ρίξεις στον πονοκέφαλο και δεν μου δώσεις κοκό! Πάμε λοιπόν για ρακές με μεζέ παραθαλασσίως και μετά το σεξουαλικό μας ημίχρονο θα σου εξιστορήσω και τα της Ευρυδίκης ή τα των ΄Αδηνων ψυχών!»

Κυρίου Ανάβασις III - Περί αβύσσων και ψυχών-





Και νάμαστε λοιπόν στο ουζερί ¨Το στρογγυλό Ηφαίστειο¨ του κουτσού Σήφη!


Στρογγυλοκαθόμαστε στις πολυκαιρισμένες ψάθινες, με θέα ένα βαθυγάλαζο μπλε στολισμένο με γκρι βραχονησίδες -ευτυχώς χωρίς σημαίες κατοχής ξένης εθνότητας-, αλληλοθωπεύοντας τους καρπούς μας πάνω στο τσίγκινο τρίποδο τραπεζάκι σουρικής εποχής με αισθήματα προσδοκώμενης τρυφερότητας και επερχόμενων πόθων και παθών!

Κι εκεί πάνω που είχαν αρχίσει να εκρήγνυνται διάφορα μη ηφαιστειακά υγρά στα υπογάστρια μας, έρχεται ο Κουτσοσήφης για παραγγελία, με μια μουτσούνα υποδεέστερη σαντοριανού υπογείου!

-«Ρε Ηφαιστάκο, τι έπαθες και σου ενεργοποιήθηκε τέτοιο προσωπείο; Πως την έχεις την ΄Αφρω», ρωτάει η δικιά μου πανέτοιμη να ανανεώσει τα νιους της για την επόμενη κοινωνικοσχολιαστική σύναξη της παρέας της! 

Της δίνω εγώ λοιπόν μια υποτραπέζια κλωτσίτσα στην θεσπέσια δεξιά της γάμπα για να κόψει το επίμαχο θέμα, γιατί κάτι είχα ακούσει στο καφενείο, αλλά τα ελεφάντινα της πόδια δεν εννόησαν τίποτις και συνέχισε ακάθεκτη:

-«Καιρό έχω να την δω στο μαγαζί! Πήγε για λίφτινγκ;;;»

Έσυρε νωχελικά μια ψάθινη ο χωλός για να καθίσει δίπλα μας κι άρχισε να εξιστορεί με μια λάμψη εξαλλοτρίωσης στο βλέμμα του, σα νάθελε να διηγηθεί σε εγγονάκια του την ιστορία της ζωής του:

-« Στο αδελφάκι της τον Άρη ξαναπήγε, γιατί έχει υπόταση το παιδί, μου είπε! Κι ότι και να πω εγώ τώρα θα μου ξανανέβει η πίεση!», ομολόγησε με βλέφαρα μέχρι τα κορδόνια των υποδημάτων του απολογούμενος και σχεδόν κλαίγοντας ο κουτσός.

-« Η έλξη των συγγενικών γονιδίων είναι μεγαλύτερη των συμβατικών, όρισε η ΄Αφρω μου!»

-«Και βρε Σηφάκο»,του λέω, «γιατί δεν πας να την κατραπακιάσεις για να επανέλθει οικειοθελώς στην εστία της;»

-«Κουμπάρε!», μου λέει, «είναι πολεμοχαρές το δίμετρο αδελφάκι της κι έχει κάνει και λοχίας στο 3ο τάγμα ορεινών καταδρομών! Τι να κάνω εγώ ο σακάτης:»

Δεν θέλησα να δώσω συνέχεια στην εξιστόρηση των προσωπικών του δεδομένων, ενώ η δικιά μου είχε ανοίξει την στοματάρα της για περαιτέρω ερωτήσεις, και τον ρώτησα με ύφος καλού πελάτη, αφού όλος ο κόσμος το είχε βούκινο κι αυτός κρυφό καμάρι το ¨ωραίο, φτερωτό, περιπόθυτον και γλυκύ¨ τσογλανάκι του Άρεως και της Άφρως:

-«Τι καλό μεζέ θα μας προσφέρεις σήμερα Ηφαιστάκο με το ντόπιο σου εισαγωγής ρακί;;» 

-«Ορέ σύντεκνε», μου την μπαίνει με αγριωπό βλέμμα, «η ρακή είναι από την προγονική μου μικρασιάτικη πατρίδα και χωρίς εφοριακό κορδελάκι, για να λιγνέψουν λιγάκι οι 300 οι δικοί μας και οι μύριοι της απέναντι όχθης, ώστε να μην ξοδεύουν τον παρά μας σε τεχνητές λιπαφαιρέσεις!»

-«Και για μεζέ σας έχω φρεσκομαγειρεμένες ουρές συναγρίδας με σάλτσα αυγολέμονο, θα φάτε και θα γλείφεστε, συνταγή της Αφροδίτης μου. Τώρα με την παγκοσμιοποίηση πρέπει να διαφοροποιούμεθα, λέει η χρυσοχέρα μου!», τέλεψε την παραγγελία το κουτσαβάκι κλείνοντας μας πονηρά το μάτι!

-«Χαρά στο γούστο της και στα χέρια σου μάστορα!», κατάνευσα, «και να την πατεντάρετε την εφεύρεση πριν σας την κλέψει καμιά πολυεθνική και θησαυρίσει πουλώντας κονσέρβες σε δήθεν γκουρμεδιάρικα!»

-«Αχ!!! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!», γρικώ ν αναστενάζει με απλανές βλέμμα το γκερλάκι μου μόλις απεμακρύνθει ο τάρανδος, «μα τι του βρήκε αυτή η θεογκόμενα και τον στεφάνωσε;»

-«Άσε πρώτα να φάμε και να γλειφτούμε μετά κουκλί μου», αποκρίθηκα υπονοούμενος την κατόπιν της τροφής τέρψη μας, «για να μην σου μπεκρουλιάσω την μοναδική σου κεφαλή με αμπελοσοφίες περί αβύσσων και ψυχών, μην τυχόν μας πέσει και δεν κάνουμε μετά οριζόντιες και κάθετες τρελίτσες!»

-«Εμένα μ αρέσουν οι διανοούμενοι και η πάρλα τους αντράκλα μου, μου την σηκώνουν… την διάθεση…», μου μειδίασε προκλητικά το τρελοκόριτσο.

Βλεφάρισα το ψυχουλίνι με τα φιλολογικά βίτσια εκτενώς και λίαν διεγερτικώς μα πριν ανοίξω το στόμα μου νάσου ο Ηφαιστάκος με τις ρακές και τα αφροδίσια του εδέσματα για να μπουκώσουμε.

-«Στην υγεία σας και με όρεξη καλό ζευγάρωμα», ευχήθηκε αποσυρόμενος διακριτικά παρευθύς.

-«Απ το στόμα του και στις Θέας το αυτί!», πρόποσα την ντάρλινγκ μου πανέτοιμος για τον πρώτο απολαυστικό γύρο.

Γλύφοντας τις αυγολέμονες ουρίτσες, εξασκούμενος τοιουτοτρόπως για άλλα, και καταβυθίζοντας τες στην άβυσσο του στομάχου μου ευφραινόμενος, αναλογιζόμουν πως θα της κάνω λιανά το φιλοσοφικώς περιπλοκότατον θέμα των αβυσσαλέων ψυχών!

Και ιδού ο Deus ex machina: Τσιμπουσιακά ή ‘κατά των αρχαίων ημών’….συμποσιακά, μου λέει!


Κυρίου Ανάβασις IV - Περί αβύσσων και ψυχών β΄-


Και πάνω εκεί που οδευόμουν να της τα ρίξω της καλής μου με λόγον και τρόπον τσιμπουσιακόν, μου ορμάει η Πανδώρα μου με θώρι γλαφυρόν άδοντας:


«Κάποτε κάπου σ έχω ξαναδεί

πού σ’ έχω ξαναδεί μωρό μου
ίσως σε κάποια άλλη μου ζωή
ίσως μονάχα στ όνειρό μου»


-«Ωωωωχχχχ, πως με φτιάχνεις μάτια μου», σκέφτηκα αλλάζοντας παρευθύς την στρατηγική οπτική μου γωνία και υψώνοντας το ποτήρι μου για οινοπνευματική πρόποση αντιάδω με οφθαλμούς εμβριθούντες λιγούρικα στην άβυσσο του ντεκολτέ της:

«Οι δρόμοι μας παράλληλοι

κι οι ρόλοι ακατάλληλοι,
μα οι κρυφές στιγμές που μας ενώνουν
βαθιά τα κύτταρά μας χαρακώνουν.

Παράφορα μας δένουνε τα χάδια μας
και τα φιλιά μας,
δυο άγγελοι αιχμάλωτοι στην κόλαση
του έρωτά μας.

Θα μείνει μεταξύ μας
αυτός ο έρωτας που καίει το κορμί μας,
η κάθε νύχτα στην παράνομη ζωή μας.»


Λοξοδρομώ λοιπόν από την μυθική στην φυσικομαθηματική θεώρηση και επανέρχομαι σφόδρα:

-«Όπως φυσικά θυμάσαι, γιαβρί μου, από το μάθημα κβαντικής μηχανικής της τρίτης δημοτικού, η εξίσωση Σρέντινγκερ περιγράφει την χωροχρονική εξάρτηση κβαντομηχανικών συστημάτων. Και τοιουτοτρόπως δεν ξέρουμε, δαιμόνιο μου, αν η γατούλα του κυρίου Σρέντινγκερ[1] ζει ή όχι μέσα στο μαύρο της κουτί μετά το πείραμα μας, πριν ανοίξουμε το κιτίον τούτο.


Και μας ήρθε μετά ο σχωρεμένος κύριος Έβερεττ να μας εξηγήσει, ότι ανεξάρτητα αν ζει η όχι η γατούλα μετά το άνοιγμα του κουτιού η άλλη της υπόσταση δεν θα έχει χαθεί αλλά θα υπάρχει σ ένα παράλληλο κόσμο».

-«Έτσι λοιπόν, Πανδωράκι μου, εξηγείται και το ερώτημα του άσματος σου. Κι εγώ, έρωτα μου, δεν πρόκειται να αλληλοεξαρτηθώ μαζί σου και να σου υποσχεθώ γάμο, πριν ανοίξω το κουτάκι σου!»

Με τηράει μ ένα ναζοπαραπονιάρικο βλέμμα το μωράκι μου και μου λαλεί αναιδέστατα:

-«Και ποιος σας είπε κύριε αμπελόσοφε, ότι θα ενδώσω στην πρόταση σας; Νέο κορίτσι είμαι, με τις καμπύλες, τα ένστικτα και τις αδυναμίες μου και επ ουδενί σκέπτομαι ναι υποζυγηθώ συντόμως! Σε μια περίοδο αισθησιακών, γνωστικών και πρακτικών αναζητήσεων βρίσκομαι και κάντε μου λιανά, σας περικαλώ, το θέμα περί παραλλήλων κόσμων, γιατί στο δημοτικό ήμουν μεν καλή στην χημεία αλλά όχι στα φυσικομαθηματικά και ο πατήρ μου δεν είχε τα απαραίτητα χρήματα για φροντιστήρια. Και το γατάκι μου χαδιάρικο είναι, όπως και το κουτάκι μου δει ευθέτου κλειδός για ν ανοίξει!»

Κοιτάζω κι εγώ μ υπεροπτικά ανασηκωμένο φρύδι την αμαρτία των ονείρων μου, απαξιώντας να απαντήσω ευθέτως στο υπονοούμενο, και με λοξό χαμόγελο στα χείλη αποκρίνομαι:

-«Οι παράλληλοι κόσμοι, ερωτιάρα μου, είναι σαν τους παραλλήλους βίους, είναι σαν να έχεις ερωτική σχέση με ύπανδρο. Ζεις δειλά την πραγματικότητα σου σκεφτόμενη την άνομη σχέση σου και συγχρόνως απολαμβάνεις ευψύχως την άνομη σχέση σου μη λογιάζοντας την πραγματικότητα σου. Και το ενδιάμεσο αυτής της κατάστασης είναι η άβυσσος , όπου εκεί σαν στις μέλανες οπές του σύμπαντος απορροφιέται η πλεονάζουσα ενέργεια σου και μαρτυρά η ψυχή σου στα Τάρταρα! Γι αυτό λοιπόν και η έκφραση ¨άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου¨! Γκέκε;;;»

Με θωρεί με το βλέμμα της κάπως…. απλανές κοντά στο άπειρο ή σε παράλληλο σύμπαν, το ψυχουλίνι μου, σηκώνει το ποτήρι με την ρακή της, αδειάζει το περιεχόμενο στην θεσπέσια κεφαλή της και μελωδεί:

«Έρωτας να ‘ναι η συμφορά

Που κάποιου αγγέλου
τα φτερά έχει φορέσει

Κι έρχεται ακόμα μια φορά
Με τέτοια δώρα
Τρυφερά να με πλανέσει

Μα ότι και να ‘ναι το ποθώ
Και καλώς να ‘ρθει το κακό
Που είναι από σένα
Θα γίνει υπέρτατο αγαθό
Στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
Τ’ αγαπημένα»



Κυρίου Ανάβασις V - Περί αρμονίας-



Κοιτάζω βαθιά στα μάτια τον πόθο του αέναου οράματος μου και της απαγγέλω ένα αυτοστιγμαίο μου:


¨Θα σου μπερδέψω τα αμέρωτα μαλλιά
θ ασπαστείς μ αναβρασμό τα άστρα.
Με λάμψη αραθυμιάς στα μάτια τα μελιά
κι αμπάρες πορθητές σε κάστρα

Όταν γροικήσεις της οργής σου τον θυμό,
μιας ευτελούς ζωής συνθηκημένης,
την χαλεπή σου άλωση θα επιθυμώ,
της μοναξιάς σου, μιας λύπης ηττημένης.¨


Έλαμψαν τα ματάκια της πολυαγαπημένης μου μ ένα φως που σύνδεε παράδεισο και κόλαση, με μια λάμψη εκθαμβωτική που κατέλυε παρελθόν και παρόν, μα μόλις άφηνε μια μικρή τρυπούλα ανοιχτή να προσδοκάει ανίκητα το μέλλον, έτι λάλησε:

-«Νοιώθω την έλξη σου μωράκι μου», αποκρίθηκε η ψυχούλα της ευδαιμονίας μου, «αλλά φτάνει αυτή και μόνο για να ζήσουν αρμονικά μαζί δυο άνθρωποι με διαφορετικές προελεύσεις, ζήσες, εμπάθειες, προσδοκίες, ΕΓΩ και ΘΕΛΩ, έναν και μοναδικό ΕΡΩΤΑ;»

-«Αααααχχχχ!!!!! Λαχτάρα της μιας αληθινής ερωτικής μου συζευκτικής μου προσμονής», απαντώ μ ένα βλέμμα, που θα μπορούσε να εκφράζει την αδημονία των δυο Πρωτοπλάστων να φύγουν απ τον επίγειο παράδεισο τους, «να τι λέει ο πανάρχαιος Τέλης, Θεός σχωρέστον, περί αρμονίας:»

¨ Προσέτι μεταχειριζόμεθα την λέξιν αρμονίαν αποβλέποντες εις δύο σημασίας: Kυριώτατα μεν εκφράζομεν την σύνθεσιν μεγεθών θεωρουμένων εις πράγματα, άτινα έχουσι κίνησιν και θέσιν, όταν ταύτα συναρμόζωνται ούτως, ώστε δεν δύνανται να παραδεχθώσι μεταξύ των ουδέν ομογενές. Έπειτα δε δηλούμεν και την αναλογίαν των μεμιγμένων πραγμάτων. Αλλ' ούτε κατά την μίαν ούτε κατά την άλλην σημασίαν δυνάμεθα ευλόγως να καλώμεν την ψυχήν αρμονίαν. Η μεν σύνθεσις των μερών του σώματος ευκόλως δύναται να εξετασθή. Διότι αι συνθέσεις των μερών τούτων είναι και πολλαί και κατά διαφόρους τρόπους. Τίνων όμως μερών και κατά ποίον τρόπον είναι σύνθετος ο νους; ή και το αισθητικόν ή το ορεκτικόν; Ομοίως άτοπον είναι να υπολαμβάνωμεν ότι η ψυχή είναι λόγος της μίξεως. Διότι η μίξις των στοιχείων εις την μόρφωσιν της σαρκός δεν έχει τον αυτόν λόγον (αναλογίαν), τον οποίον έχει η μίξις των στοιχείων του οστού. Θα συμβή λοιπόν (το άτοπον) να έχη έκαστος ημών πολλάς ψυχάς καθ' όλον το σώμα, εάν όντως πάντα τα μέρη του σώματος αποτελούνται εκ στοιχείων μεμιγμένων, ο δε λόγος της μίξεως είναι η αρμονία και η ψυχή.¨


Μπααααφφφφ… το πιτσουνάκι μου μ ένα στόμα ευρύτερο ιπποποτάμου δυτικής όχθης του Νείλου! Ανυψώνει την κενή της κούπα για να την καργάρω με μικρασιάτικη ρακή, την αναρροφεί μονοκοπανιάς και μετά από αρκετό χρόνο ομφαλοσκόπησης έφει:

-«Και τι γίνεται με τον έρωτα;;;;; Υλικός κι αυτός;;;;»


Κυρίου Ανάβασις V - Περί έρωτος-





-«Ο Σωκράτης, ματάκια μου, καθυστέρησε επιμελώς να πάει στο πλατωνικό τσιμπούσι του Αγάθωνα, που περηφανεύονταν για την νίκη του σ ένα γλωττικό άθλημα.


Είχε ακόμη στον νου του την ρήση της Ξανθίππης του:
¨ Πάλι λάδι δεν έφερες στο σπιτικό

ούτε τρεις δραχμές για το σχολειό
Τρία παιδιά φορούν παλιούς χιτώνες
στο θέατρο έχω να πάω από αιώνες
Στην αγορά σε ψάχνω, σε ταβερνεία,
μου λένε πως τα χεις βάλει με τα θεία
Ακούω πως γυρίζεις μόνο με νεανίες
με μια μαμή ότι έχεις κάποιες ιστορίες
Παλιόγερε, τη νιότη μου έχεις κλέψει,
πώς περιμένεις ο λαός να σε πιστέψει
Δεν θες γονιού σου να λαξεύεις λίθους
στο σπίτι αφήνεις αδειανούς τους πίθους
Πιάσε δουλειά κι αμέσως συμμορφώσου
αλλιώς κώνειο κρυφά θε να σου δώσω.¨


Ένοιωθε μέσα του αυτή την αντίφαση του ιδεατού με το πραγματικό, όταν άνοιξε την πόρτα του συνδαιτομόνειου τους και άκουσε τον οικοδεσπότη να τον προσκαλεί στο ανάκλιντρο του.

¨Αν ήταν η σοφία κάτι τέτοιο, που να τρέχει από τον πιο γεμάτο στον πιο άδειο, όταν ό ένας από μάς αγγίζει τον άλλο, θα ήταν πολύτιμο να ξαπλώσω δίπλα σου Αγάθωνα, γιατί θα γέμιζα με πολλή σοφία¨, απάντησε ο Σωκράτης»

-«Και τι τον πόδιζε, άντρακλα μου, τον Ανήξερο σου να ανακληθεί δίπλα στον Αγάθωνα, να του κάνει την χάρη της ολβιότητας μιας νυχτερινής τσιμπουσιακής συνέντευξης;;;» αποκρίθηκε αναπετώντας πονήρως το δεξί της φρύδι η συμποτική μου.

-«Κατά πρώτον, προσδοκία του μονόκλινου μας», αγόρεψα, «ο Ανήξερος ποτέ δεν ήταν και Αναίσθητος. Ήξερε να διαχωρίζει μεταξύ λαβείν και δίνειν, όπως και αντιστρόφως, αλλά τον είχε καταβάλλει το μόνον δίνειν! Και σκέπτονταν διαρκώς το παραμύθι του Ησίοδου, ότι πρώτα έγινε το χάος και μετά απ αυτό γεννηθήκαν η Γη και ο Έρωτας…

Κι ότι ο έρωτας του προς την Ξανθίππη είχε απλοποιηθεί στο γήινο του κατάλοιπο μόνο!»




Κυρίου Ανάβασις VΙ - Περί έρωτος β’-



-«Μα δεν είναι αθάνατος ο έρωτας, γιαβρί μου», ρωτάει διερευνητικά το χανουμάκι μου.

-”Ο διαχρονικός αυτός γρίφος συζητήθηκε αναλυτικά στο ανωτέρω αναφερθέν τσιμπούσιον.”

-”Δηλαδής;” ερωτεί το κατά τα άλλα σχετικότατο κουμάσιον.

-”Να περιλήψω τα τεκταθέντα, για να μορφωθείς πιτσουνάκι μου”, αποκρένομαι και παραδίδω συλλεγμένη γνώση αιώνων..

“Στην σύναξη αυτή ψυχουλίνι μου και υπό την επιρροή του πνεύματος αρκετού άκρατου οίνου ειπώθηκαν πολλά τινά:

Ο Φαίδρος είπε, ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία.

Ο Παυσανίας, ότι αφού η Αφροδίτη έχει 2 φύσεις, έτσι και ο Έρωτας την ανθρώπινη και την θεϊκή του.

Ο γιατρός Ερυξίμαχος, τον παρομοίωσε σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα.

Ο Αριστοφάνης, ότι είναι το ερμαφρόδιτο των σφαιρικών ανθρώπων, που αναζητούν το άλλο τους ήμισυ (κάτι σαν Γιν-Γιανγκ, ας πούμε).

Ο Αγάθων διθυράμβησε τον Έρωτα σαν θεό που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός .

 Ο Σωκράτης επενέλαβε, ότι δεν ξέρει τίποτα! Η ιέρεια Διοτίμα όμως, του ανέθεσε να μεταφέρει ότι ο έρωτας είναι ένας δαίμονας, που μεσολαβεί μεταξύ των θνητών και των αθανάτων.

Στο τέλος  ήρθε μεθυσμένος ο Αλκιβιάδης, που κλαίγονταν, γιατί δεν του κάθισε σαρκικά ο Σωκράτης, αν και τον διέγειρε πνευματικά....”

-"Εγώ προτιμώ την περί έρωτος εκδοχή του Αριστοφάνη, γιατί μ αρέσουν τα σφαιρικά ερμαφρόδιτα μα και η αναζήτηση τους”, απαντά ναζιάρικα το μωράκι, προφανώς ακόμη επηρεασμένο από την τελευταία της αναλυτική καναπεδική επικοινωνία με τον οπαδό του Γιουνγκ ψυχολόγο της,

Ανασκοπώντας την διατριβή του για τις “Μεταμορφώσεις και Σύμβολα της Λίμπιντο “ καθώς και την μέθοδο του λεκτικού συνειρμού προσπαθώ να ρίξω εξάρες.

-”Μα αυτό αντιβαίνει στην σωκρατική ερμηνεία της Ιέρειας στην περί έρωτος φιλοσοφία και πρακτική χρυσουλίνι μου”, της απαντώ.

-”Γιατί καλεεέ;;;”, αλαλάζει το παθιάρικο.

-”Δεν έχω κάτι ενάντια στην ερωτική Γινγκ-Γιάνγκ στάση, αλλά όχι συνεχώς, γιατί μου θυμίζει ένα ανέκδοτο πανέμορφοι οφθαλμοί των ορέξεων μου”, ωσαύτως αλαλαζόντας, μα μειδιώντας...

Διορεί μύδια η κορμάρα και ανατείνονται προς τα άνω οι άκρες των άνω μα και κάτω χειλών της, αναμένοντας.

-”Αυτό καλέ με το νιόπαντρο ζευγάρι, που η μάνα συμβούλευσε την άβγαλτη παρθένο, να τα κάνει όλα με τον άντρα της αλλά όχι τα παρά φύσεως. Κι όταν αυτός μετά από 6 μήνες έγγαμου βίου της πρότεινε να γυρίσει αυτή αρνήθηκε, γιατί θα ήταν πάρα φύσιν. -Γύρνα να κάνουμε κι ένα παιδάκι μάτια μου, της είπε τότε  αυτός...”


Κυρίας Κατάβασις -Περί ανορθούμενου πέους-


-«Και;;;  Κακό είναι αυτό δερβίση μου;», αυθαδιά το αίτιο της καρδιακής μου αρρυθμίας.

-«Μπρε κορινθιακή μου εταίρα ήμισυ», γαλαντομώ πειραιώτικα, «άσε με να περαιώσω την εισήγηση μου περί του τσιμπουσιακού πλατωνικού έρωτος και μην απαιτείς και πάουερ πόιντ πρεζεντέσιον για να κατανοήσεις το βαθύτερο νόημα της αφήγησης μου!»

Καθήλωσε υφισταμένη το βλέμμα της η κερία, μάλλον συλλογιζόμενη πόσο μακριά θα πάει αυτή η βαλίτσα πριν καταλήξει σε κοινό κράβατον, και ενέδωσε συνεσταλμένα:

-«Σας ακούω διδάσκαλε!!!»

Σίγουρα με ανόρθωσε ψυχολογικά η ανωτέρω ρήση της, αλλά δεν όρθωσε σεξουαλικά την από κάτω μου βρύση, επειδής εγώ σαν ανήρ είμαι ευαίσθητος, δεν κάθομαι στην κάθε μια, που ακούει τις μεγαλουργίες του φτωχού μου πνεύματος και δεν έχω καμιά όρεξη να με αποκαλούν τα φιλαράκια μου σαβουρογάμη.

Αυτή όμως από ώρα χαζοχαμογελούσε αφηρημένη, με απλανή προς την είσοδο της ταβέρνας ματιά…

Και να ο Φαίστης καταφθάνει με το επιδόρπιο.

-«Προσφορά του καταστήματος»

ανέφερε μειδιώντας, σουσαμένιο χαλβά με κανέλλα και λεμόνι, με ευθαρσώς διογκωμένη την αριστερή πλευρά της βράκας του στο ύψος του καβάλου… καταπώς όφι εν κοφινίω Ινδού Γιόγκι αναμένοντα τον συριγμό του αυλού του.

Μάλλον της σφύριξε της δικιάς μου και με άκρατα προσηλωμένους οφθαλμούς στο επίμαχο μέρος της κάτω ένδυσης του Σήφη, ψιθυρίζει μειλίχια:

-«Μήπως χρειάζεται λίγο περισσότερο λεμονάκι ο χαλβάς;;;»

Γνωρίζοντας τις προτιμήσεις των θήλεων περί των ξινών και την έλξη ύπανδρων πρώτων γκομενακίων εσκέφθην να επέμβω δυναμικά, αλλά κατόπιν τόσων νοητικών περιπλανήσεων μου έλειπε δύναμις και είπα να την αφήσω να τσουλήσει, για να δω πως θα ολοκληρώσει…

-«Ίσως Τερψικόρη μας», αποκρίνεται ο χωλός (που τα βρίσκει ρε γμτ αυτά τα κουλτουριάρικα;;;), «αλλά η Αφρούλα μου δεν είναι εδώ για να κατέβει στο υπόγειο, που αποθηκεύουμε τις εσπερίες οπώρες, …κι εγώ δεν δύναμαι μόνος μου…»!

-«Να σε βοηθήσω εγώ Ηφαιστάκο μας», προθυμοποιείται το όναρ της μελλούμενης τέρψης μου εστιάζοντας έτι τον υπό ανήψωση όφι…

Χωρίς καθυστέρηση τον πιάνει από το χέρι, για να την οδηγήσει στα άδυτα του ΄Αδη…

Περίμενα αρκετά εσθίοντας σαν χαλβάς τον χαλβά, μα κατόπιν ανώριμου σκέψης αποχώρησα προς άγρα παστών σαρδελών…

Ούτες αλιεύονται απομεσήμερα σε ρηχή θάλαττα, από αλιέα δυομένου μέχρι ομφαλού, προς απόπρηξη των όρχεων του…


[1]              "Στο εικονικό πείραμα του Schroedinger υποθέτουμε ότι η μοίρα της γάτας μας, κλεισμένης σε ένα κουτί, εξαρτάται από την πορεία που θα ακολουθήσει ένα σωμάτιο άλφα μέσα σε ένα άλλο κλειστό κουτί. Αν το σωμάτιο πέσει σε ένα μετρητή γκάιγκερ, θα ενεργοποιηθεί ένας μηχανισμός που θα σκοτώσει τη γάτα. Αν όχι, η γάτα θα ζήσει. Έχοντας τα κουτιά κλειστά, πώς μπορούμε να περιγράψουμε την κατάσταση της γάτας; Η κυματοσυνάρτηση που περιγράφει το σωμάτιο άλφα δεν μας δίνει πληροφορίες για το πού βρίσκεται αυτήν τη στιγμή το σωμάτιο και για το αν έπεσε στο μετρητή ή όχι. Μας δίνει μόνο σχετικές πιθανότητες να έχει κάνει το ένα ή το άλλο. Η γάτα μας, στα μάτια της Κβαντομηχανικής τουλάχιστον, βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Για να μάθουμε τι έγινε θα πρέπει να κοιτάξουμε μέσα στα κουτιά."