24 Ιουλ 2010

Στις δυο πλευρές του φεγγαριού




Κάποτε στο φεγγάρι, στην πίσω του πλευρά, ζούσε ένα ανθρωπάκι… ένα ανθρωπάκι σκοτεινό.. το ανθρωπάκι του φεγγαριού..


Το ανθρωπάκι αυτό ζούσε μέσα στο σκοτάδι... δεν είχε ποτέ του δει το φως, ούτε ήξερε πώς ήτανε να έχει φως γύρω του..

Τριγυρνούσε μέσα στον άφεγγο χώρο του όλη την ώρα, χωρίς να ξέρει αν ήτανε μέρα ή νύκτα, αφού ήτανε όλα αφώτιστα γύρω του… και περπατούσε…. περπατούσε… ανέβαινε και κατέβαινε βουνά, έμπαινε σε σπηλιές, αλώνιζε πεδιάδες… αλλά δεν ξεχώριζε με τα μάτια τίποτα απ’ όλα αυτά... Είχε μάθει να προσανατολίζεται μ όλες τις άλλες του αισθήσεις, χαιρόταν τον κόσμο του και δεν φοβόταν τίποτε ...

Μια μέρα, καθώς περιπλανιόταν κοντά σε ένα ρυάκι, σκόνταψε, γλίστρησε, και το ρυάκι παρέσυρε το ανθρωπάκι μέχρι την άκρη του φεγγαριού…


Στην άλλη πλευρά του φεγγαριού, υπήρχε φως… το ανθρωπάκι όμως δείλιαζε να κοιτάξει προς τα εκεί, δεν ήξερε το φως και έμεινε κρυμμένο σε μια γωνιά στο σκοτάδι του λοξοκοιτάζοντας που και που στο πλάι…


Από την άλλη μεριά του φεγγαριού, ένα μικρό αστεράκι, που ζούσε μες στο φως και μόνο με τα μάτια κατανοούσε τον περίγυρο του, εκεί που σεργιανούσε για να ζήσει τα όρια του, κάποια στιγμή παράπεσε στις παρυφές της σκοτεινής πλευράς…

Καθώς ψηλαφούσε τρομαγμένο στο σκοτάδι , άθελα του πλησίασε στη γωνιά που ήτανε κρυμμένο το φοβισμένο ανθρωπάκι, το είδε με τη λιγοστή του λάμψη, και του χαμογέλασε γλυκά με ένα απαλό φέγγος… Το ανθρωπάκι στην αρχή τρόμαξε… αλλά σιγά - σιγά άρχισε να συνηθίζει στο αβρό φως του αστεριού… κοίταζε σαστισμένο… άρχισε να ξεχωρίζει γύρω του πράγματα.. είδε το νερό στο ρυάκι.. άρχισε να βλέπει τις κορυφές των βουνών, να αγναντεύει τις πεδιάδες… να βλέπει τα λουλούδια, τα δένδρα, τα χρώματα των…

Από κείνη την στιγμή, το σκοτεινό ανθρωπάκι και το φωτεινό αστεράκι ήταν συνέχεια μαζί… το αστεράκι έλαμπε θαμπά και το ανθρωπάκι δίπλα του έβλεπε όσα δεν είχε δει και ήξερε μονάχα με την ακοή, την γεύση, την όσφρηση και την αφή του, όλα αυτά, που υπήρχαν εκεί τόσο καιρό και ήταν πολύ ευτυχισμένο….

Μερικές φόρες κλείνανε σφιχτά τα μάτια τους, το αστεράκι έπαιρνε από το χέρι το ανθρωπάκι στην φωτεινή πλευρά, για να ζήσει κι αυτό τον κόσμο του. Το ανθρωπάκι ψηλάφιζε, μύριζε, άκουγε και έγλυφε τα αντικείμενα γύρω του και καταλάβαινε πως ήταν τα ίδια ή παρόμοια μ αυτά που ήξερε.
Έδειχνε στο αστεράκι πως να χρησιμοποιεί κι αυτό τις άλλες του τις αισθήσεις για να “δει” τον γνωστό του κόσμο κι αλλιώς.
Το ένα έμαθε να βλέπει κι τ άλλο να ξεβλέπει και περνούσαν πολύ όμορφα μαζί το αστεράκι και το ανθρωπάκι….

Μετά από λίγο καιρό όμως, το αστεράκι δεν ένοιωθε καλά μόνο στη σκοτεινή πλευρά… η λάμψη του είχε αρχίσει να αδυνατίζει, να ξεθαμπίζει… προσπαθούσε απεγνωσμένα να φέξει, αλλά από το πολύ σκοτάδι που υπήρχε γύρω τους, το φως του όλο και εξασθενούσε… αχάμναινε… μέχρι που έγινε πολύ αχνό..

Τότε, είπε στο ανθρωπάκι ότι πρέπει να πάει στην απέναντι πλευρά, να μαζέψει φωτεινή ενέργεια και να επιστρέψει… Το ανθρωπάκι κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να του το αρνηθεί και συνόδεψε το αστεράκι μέχρι τα σύνορα των δυο πλευρών του φεγγαριού, όπου το αστεράκι γλίστρησε στην άλλη μεριά..

Το ανθρωπάκι έμεινε ξανά μοναχό του στο σκοτάδι και ήταν πολύ λυπημένο… του έλειπε το ωχρό φως… του έλειπε το αστεράκι του…

Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν οι νύκτες - παρ’ όλο που το ανθρωπάκι δεν μπορούσε να τις ξεχωρίσει - αλλά το αστεράκι δεν φαινόταν πουθενά…

Το μικρό σκοτεινό ανθρωπάκι ήταν πολύ δυστυχισμένο.. δεν ήξερε τι να κάνει…

Το αστεράκι, κι’ αυτό είχε πεθυμήσει το ανθρωπάκι του και προσπαθούσε να περάσει στην άλλη μεριά, αλλά δεν τα κατάφερνε, δεν αρκούσε η δύναμη του…Μέχρι που μια μέρα το ανθρωπάκι, αποφάσισε να πάει να βρει το αστεράκι του. Πορεύτηκε μέχρι τα άκρια του φεγγαριού, στάθηκε για λίγο και μετά με ένα σάλτο πέρασε στην άλλη πλευρά… αλλά μόλις βρέθηκε εκεί, ένα δυνατό φως άστραψε στα μάτια του και μετά ένα βαθύ σκοτάδι το τύλιξε…

Το πολύ και δυνατό φως που υπήρχε εκεί, το είχε τυφλώσει…

Θυμήθηκε αμέσως το παιχνίδι τους, έκλεισε σφιχτά, μα πολύ σφιχτά τα μάτια του και κουλουριάστηκε σε μια άκρη της φωτεινής πλευράς περιμένοντας το αγαπημένο του αστεράκι.

Το αστεράκι μόλις χόρτασε φως και καρδάμωσε πέρασε αμέσως στην άφεγγη πλευρά κι έψαχνε το ανθρωπάκι του, μα δεν το έβλεπε πουθενά.

Θυμήθηκε κι αυτό το παιχνιδάκι τους, έκλεισε τα μάτια του και μύρισε και άκουσε αμέσως το ανθρωπάκι, που τερέτιζε έμφοβο. Πήγε αμέσως δίπλα του, του χάιδεψε το χέρι, για να μην σκιάζεται, του έδωσε ένα γλυκό φιλί και με σφιχτοδεμένα χέρια πήγαν και τα δυο στην άλλη μεριά.

Εκεί στα σύνορα των κόσμων τους έζησαν αγαπημένα μέχρι τα βαθιά τους γηρατειά....  


Όταν εξαφανίζεται με μια μικρή ουρίτσα από τον ουρανό ένα αστεράκι, πάει στο σκοτεινό του ανθρωπάκι...
Η ουρίτσα είναι αστερόσκονη της χαράς του....