10 Ιουλ 2010

ΑΦΡΟΔΙΣΙΑ ΕΔΕΣΜΑΤΑ

(Ναι, καλά διαβάσατε! Όχι αφροδισιακά, επειδή είναι πνευματικές και υλικές δημιουργίες της φίλης μου Αφροδίτης. Μαγειρεύονται και γεύονται πάντα με αρκετές σπονδές στην θεά του ΕΡΩΤΑ!)


Χυμός καρδιάς ανανά


Ήταν ένα απ΄ αυτά τα μεσημέρια του Αλωνάρη, που η μικρή επαρχιακή καμπίσια πόλη, πολύ μακριά από την προσδοκία μιας δροσιστικής θαλασσινής αύρας, είχε βυθιστεί σ΄ ένα ναρκωτικό λήθαργο περιμένοντας το μοιραίο ή την δροσιά της νύχτας.

Τα κτίσματα κενά και οι δρόμοι άδειοι σχεδόν από τους ανθρώπους των, δραπέτες στα κοντινά ορεινά ή αλαργινά παραθαλάσσια θέρετρα για να αποφύγουν τις φούσκες της βράσης και τις αναθυμιάσεις της ασφάλτου που προδίκαζαν μια μέλλουσα κόλαση.

Μόνο λίγοι καταναγκασμένοι είχαν παραμείνει και ίσως μερικοί μαζόχες που θα ευδαιμονίζονταν διηγούμενοι τον χειμώνα καυστικές ιστορίες.

Προαισθανόμενος από νωρίς τον μεσημεριανό ανυπόφορο καύσωνα έφτιαξα 2 κανάτες δροσιστικά ποτά για να είμαι αντίστοιχα προετοιμασμένος.

Έλιωσα με το μπλέντερ τις καρδιές δυο ανανάδων, αυτές που δυσκολεύεσαι να τις δαγκώσεις και το ζόρι αυτό αναιρεί κάθε απόλαυση της γεύσης τους, ανάμειξα τον πολτό με πολλά παγάκια και έβαλα τον ζωμό τροπικών χωρών με λίγο ξύσμα Ginger(1) σε μια κλειστή κανάτα στο ψυγείο, για να συζευχθεί αρμονικά η αντίθεση της φωτιάς του ηλίου με το κρύο των πάγων.
Άφησα να μουλιάσουν 1 ώρα σε κρύο νερό μια χούφτα αποξηραμένα φυλλαράκια Damiana(2) και Stevia(3) και μετά τα χοχλάκιασα ένα τεταρτάκι. Όταν κρύωσε, σούρωσα το εκχύλισμα τους και το κανάτιασα κι αυτό στο ψυγείο.

Τοιουτοτρόπως προετοιμασμένος έβαλα τον ‘Αέρα’ του Μπαχ να ηχεί κυκλικά σε σιγανή ένταση κι άραξα στην μια γωνιά του πάνινου καναπέ μου με κλειστά παντζούρια και το κλιματιστικό στην μέγιστη ψυκτική του ρύθμιση.

Πάνω μου, από την γκαρσονιέρα του ρετιρέ, ακούγονταν ανήσυχοι βηματισμοί. Η φοιτητριούλα που κατοικούσε εκεί και είχε παραμείνει στην πόλη για να μελετήσει για την τελευταία της εξεταστική τον Σεπτέμβρη θα έπρεπε να αισθανόταν, ότι σιγοψήνεται σε φούρνο.

Δεν ήταν όμορφη κοπέλα αλλά ακτινοβολούσε μια δυναμικότητα, που τουλάχιστον εμένα με διέγειρε.

Την λυπήθηκε η ψυχή μου και της φώναξα από το κλιμακοστάσιο, ότι μπορεί, αν θέλει, να περάσει το μεσημέρι της στο κλιματιζόμενο διαμέρισμα μου.

Μετά από μισή περίπου ώρα χτύπησε την πόρτα μου και εμφανίστηκε μπροστά μου μ΄ ένα τεράστιο χαμόγελο ευγνωμοσύνης στα χείλη της, με λυτά βρεγμένα μαλλιά, μάλλον από ντουζ κι όχι από ίδρωτα, και ντυμένη μονάχα μ΄ ένα ροζέ μπατίκ παρεό με μωβ φιδίσιες γραμμές. Είχε στερεωμένο σφιχτά πίσω στην πλάτη της το αισθησιακό απλό ένδυμα, κάτι σαν αυτό που θα μπορούσαν να φοράνε οι πολυνησιακές καλλονές στις ζωγραφιές του Πωλ Γκωγκέν, και οι ρώγες του νεανικού της στήθους προσπαθούσαν να διαπεράσουν το λεπτό ύφασμα. Σίγουρα δεν φορούσε τίποτε από κάτω.

Ανταπέδωσα το χαμόγελο της μ΄ ένα δικό μου μεγαλοψυχίας και με μια προσκλητική κίνηση του χεριού μου την παρακάλεσα στο φτωχικό μου.

Έλαμψε το πρόσωπο της, όταν κλείνοντας σβέλτα την πόρτα του διαμερίσματος μου αποκλείοντας όξω την θερμή λαίλαπα, της προσέφερα ένα μεγάλο ποτήρι της πρωινής μου εδεσματικής έμπνευσης σε ίδια αναλογία ανάμειξης κρύου χυμού καρδιάς ανανά και γλυκού νοτιοαμερικανικού τσαγιού.

Μου ζήτησε και της έδωσα ένα καλαμάκι, για να απολαμβάνει αργά την αναρρόφηση του… είπε, και κάθισε μ ένα χαμόγελο αισθησιακής απόλαυσης στην άλλη γωνιά του καναπέ.
Ανέκλινα κι εγώ στην δική μου γωνιά, έκλεισα τα μάτια μου και άφησα ελεύθερα τα αυτιά μου να παρασύρουν την ψυχή μου συνάμα με τους αέρηδες του Μπαχ στα δροσερά μέρη της γέννησης της μουσικής των.

Απρόσμενα και ξαφνικά ένοιωσα κάτι υγρό φιδίσιο στις πατούσες μου και ανατρίχιασα.
Τα μαλλιά της χάιδευαν τα πόδια μου με αργές ρυθμικές κινήσεις και αισθανόμουν στην δροσιά τους κάτι παραδεισιακό.

Η ολόδροση αυτή θωπεία ανέβαινε σιγανά από τις κνήμες προς τους μηρούς μου με την αρμονία εκκλησιαστικού οργάνου.

Όταν το πανδαιμόνιο αυτό της μουσικής θωπείας αερικών έφτασε στο υπογάστριο μου, ένα νεανικό χέρι άρχισε να αγγίζει και να μαλάσει το διογκωμένο μου μόριο και δυο μαζί να κατεβάζουν βίαια το σορτσάκι μου, την άκουσα να ψιθυρίζει:

«Αυτός είναι ο μοναδικός χυμός που μπορεί να ξεδιψάσει την κάψα μου τώρα….»

Όλοι οι θεοί της ανθρωπότητας, όλες οι θρησκείες είχαν συσσωρευτεί εκεί στην βάση του οβελίσκου, του καμπαναριού, του μιναρέ μου κι αυτή είχε σφίξει απαλά τον σάκο της Πανδώρας των αισθήσεων μου ψαύοντας με τον αντίχειρα απαλά, κυκλικά την βάση του.

Ένας χοντρόκοιλος Βούδας χαμογελούσε εκστατικά, απ το κωδωνοστάσιο ηχούσαν μ έξαρση ωδές ουράνιων παραδείσιων ουρί κι η κορφή του μιναρέ συγκρατιόταν για να μην ρεύσει μελόγαλο στην στερεμένη οπή της γήινης δημιουργίας…

-----------------------
(1): Ginger(Zingiber officinale) Ρίζα υπέρμετρου τροπικού φυτού με πολλές εδεσματικές και φαρμακευτικές χρήσεις. Αρκετά πικάντικη γεύση.
(2): Damiana(Turnera diffusa) Νοτιοαμερικάνικο φυτό παρόμοιο της μέντας. Το όνομα του το οφείλει στον προστάτη των φαρμακοποιών Άγιο Δαμιανό. Έχει αφροδισιακές και αντιαγχωτικές ιδιότητες.
(3): Stevia(Stevia rebaudiana) Πολυετές φυτό με φύλλα 2-3 εκ. Υποκατάστατο της ζάχαρης των ινδιάνων της νότιας Αμερικής. Η χρήση του σαν τρόφιμο απαγορεύεται στην ΕΕ, μάλλον λόγω της επιρροής του λόμπυ της ζαχαροβιομηχανίας. Γλυκαίνει εδέσματα σε αντιστοιχία πλέον της βιομηχανικής ζάχαρης.


Γλώσσες μαρινάτες ζευγαρωτές



Έφτασα νωρίς χαράματα στην ιχθυόσκαλα.

Το ανερχόμενο άρμα είχε πάλι αρχίσει να ξαναπαίζει χρωματισμούς με το νερό και τον αθέρα κι υπόκουφα ακούγονταν το τάκου-τούκου των ψαροκάικων που πλησίαζαν.

Είχα παραγγείλει από μέρες στον Ψαρομιχάλη γλώσσες και αγωνιούσα αν ήταν τυχερή προς όφελος μου η σημερινή του ψαριά.

Διέκρινα ένα χαμόγελο του να πλαταίνει τα χείλη του πίσω απ το τιμόνι και να μου στέλνει μια πονηρή ματιά μόλις με διέκρινε να περπατώ ανυπόμονα στην προκυμαία. Πριν ακόμη δέσει το σκάφος του πέταξε πάνω μου μια δετή μπλε πλαστική σακούλα ευχόμενος φωναχτά και παιχνιδιάρικα:

-«Καλά πειράματα!»

Την είχα γνωρίσει, όταν σπούδαζε στην σχολή ξενοδοχειακών επαγγελμάτων, όπου δίδασκα κι εγώ. Από τότε είχαμε αρχίσει και συνεχίζαμε εβδομαδιαίως τα γευστικά μας πειράματα που δεν τα σταματήσαμε ούτε όταν παντρεύτηκε και τεκνοποίησε.

Πέμπτη βραδινά 7 με 10 ήταν οι ώρες των πολυγευστικών μας εναλλακτικά αμοιβαίων δοκιμών και αυτή ήταν που μου είχε αποδώσει τον τίτλο του ουρανισκολόγου ερευνητή.

Ήταν τέσσερες μικρές γλώσσες γλιστερές, με μάτια ακόμη να λάμπουν, όπως καλυμμένες μες την άμμο να παραμονεύουν ενδεχόμενα θηράματα. Η μια σπαρταρούσε ακόμη, την λυπήθηκα λιγάκι, αλλά έπρεπε κι αυτή να θυσιαστεί στον βωμό της γευστικής μας τελετουργίας.

Τις καθάρισα από τα εντόσθια τους, απέκοψα από το σώμα τους την κεφαλή και την ουρά τους και τις ζεμάτισα για μισό λεπτό. Αφαίρεσα με την συνήθη δεξιότητα μου την πέτσα τους και τις φιλετάρησα χωρίς να χάσουν την μορφή του σώματος τους. Είχα αποβραδίς ετοιμάσει την μαρινάδα, λευκό ξηρό κρασί Σαντορίνης με ψιλοκομμένα φύλλα ρόκας και μουστάρδα Κορσικής, απ αυτήν με τον χοντροκομμένο σπόρο σιναπιού. Εναπόθεσα τα φιλέτα σε μια βαθουλή πιατέλα , τα ράντισα με την μαρινάδα, την έβαλα καλυμμένη στο ψυγείο και πήγα στην δουλειά μου. Το βραδάκι θα ήταν έτοιμα για τα περαιτέρω…

Ήρθε χωρίς καθυστέρηση στην ώρα της, ντυμένη με μια πλισέ καφετιά φουστίτσα κι μια χοντροπλεγμένη ασημί μπλούζα, που της έφτανε λίγο μέχρι πάνω από την λεκάνη της, αφήνοντας κινούμενη να διακρίνεται η στρογγυλάδα του κάτω μέρους της κοιλιάς και το πάνω της καλαίσθητης θηλύτητας της. Σίγουρα δεν φορούσε τίποτε από κάτω.

Κι εγώ άψογα ντυμένος μ ένα μπεζάκι λινό παντελόνι και λαχανί ριχτό μισοκουμπωμένο πουκάμισο, που άφηνε εκτιθέμενο το μαλλιαρό μου στέρνο.

Είχα ήδη καλοστρώσει το τραπέζι με κεράκια και χαρτοπετσέτες αρμονικά χρωματιστές με το τραπεζομάντιλο κι ένα μικρό βαζάκι με μια γαρδένια στην μέση του.

Έβαλα στα πιάτα μας ορεκτικό από δυο λευκά μανιτάρια, που εσώκλειαν μέσα τους την υπεραιώνια δύναμη διαρκούς αναγέννησης της γης από το τίποτε, ψητά με γέμιση ψιλοκομμένου αγριόπρασσου ανακατεμένο με κρόκο αυγού, κεφαλοτύρι και επάλειψη λιωμένης πράσινης ελιάς.

Μισογέμισα τα κολονάτα μακρόστενα ποτηράκια με αφρώδη Ηπείρου και κάναμε μια σιωπηλή πρόποση στην επιτυχία του συνεχούς νέου μας γευστικού πειράματος, χαϊδεύοντας με τις ματιές μας την αναδυόμενη ψυχή του άλλου.

Έφτασε επιτέλους η ώρα της νέας μας δοκιμής ή δοκιμασίας.

Έβαλα την λευκή μου ποδιά μαγειρικής και με ακολούθησε ευπρόσμενα στην ευρύχωρη κουζίνα του εργένικου εργαστηρίου μου.

Τσιγάρισα κυβισμένο κρεμμύδι σε ελαιόλαδο, εμπότισα σ αυτό αναμειγμένο αποφλοιωμένο και μη ταϊλανδέζικο ρύζι, έβαλα την διπλή ποσότητα νερού με μια πρίζα χρυσόριζα και το άφησα να κοχλάσει.

Αυτή συνεχώς δίπλα παρατηρώντας κάθε μου κίνηση, ξεκίνησε να χαϊδεύει τις πλάτες και τους γλουτούς μου με αισθησιακές απαλές κινήσεις ανάμειξης δυο αντίθετων οργανικών στοιχείων.

Συνέχισε με το να ξεκουμπώνει το πουκάμισο μου, όταν πάφλασε το ρύζι το καρύκευσα με αλάτι και 2 κουταλιές από την μαρινάδα και χαμήλωσα την πυρά για να σιγοβράσει.

Είχα κιόλας βάλει το πλατύ τηγάνι με σησαμέλαιο στο πιο ισχυρό μάτι της κουζίνας, όταν άρχισε να με ξεζώνει φιλώντας τον τράχηλο μου. Έβαλα βιαστικά τα 4 φιλέτα γλώσσας στο καυτό λάδι για 2 λεπτά ψησίματος από κάθε πλευρά, ενώ αυτή είχε αρχίσει να χαϊδεύει την αρχή της ανδρικής μου οντότητας ανάμεσα στα σκέλια μου.

Με το όργανο μου σαν στήλη άλατος καραβανιού της Σαχάρας, γύρισα το ψάρι από την άλλη μεριά, έκλεισα την φωτιά και το άφησα να σιγοψήνεται.

Αρχίνισαν να τρέμουν τα πόδια μου, γύρισα προς το μέρος της, στηρίχτηκα με τις παλάμες μου στην ακμή του πάγκου της κουζίνας και την άφησα γονατισμένη μπρος μου να επιδίδεται με τα χείλη και την γλώσσα της προσκολλημένα στον ανδρισμό μου στην κέλευση της ιερής της προσταγής

-«Τέλειωσα, μπορούμε να φάμε!», της είπα μετά από 5 λεπτά με μια θριαμβευτική ιαχή ολοκλήρωσης!

-« Όχι δεν τελειώσαμε ακόμη! Σειρά μου τώρα!», είπε υγροκαταπίνοντας απολαυστικά.

Έβαλε την φρεσκοπλυμένη λευκή της ποδιά κι άρχισε να φτιάχνει χυλό για κρέπες, ενώ εγώ φιλούσα τον ξεγυμνωμένο ώμο της. Σκουροροδόψησε το μείγμα σε δυο ωοειδή σχήματα, αγκάλιασε μέσα τους ανά 2 φέτες φιλέτο γλώσσας εναποθέτοντας καβουρδισμένο πευκόσπορο σαν εντόσθια τους, Τα τύλιξε περίτεχνα με τα λεπτά της δάχτυλα σε μορφή ψαριού, γέμισε το μέρος της κεφαλής των με ψιλοκομμένο ραπανάκι και γαρνίρισε σαν ουρά τους μακρόστενες λωρίδες αγγουριού, ενόσω τα χείλη μου φιλούσαν την ραχοκοκαλιά της, το αριστερό μου χέρι μάλασσε τις ρώγες των στηθιών της, ο δεξιός μου δείκτης χαροποιούσε το γλωσσίδι και ο μεσοδάκτυλος μου ενέτριβε στα άδυτα της θηλυκότητας της.

-«Πάρε με τώρα, τελείωσα εγώ, συνέχισε εσύ!» αναφώνησε εκστατικά γυρίζοντας το σώμα της προς το μέρος της κεφαλής μου, στηριζόμενη κι αυτή στον πάγκο της γευσιακής μας αναδίφησης, ανοίγοντας πεισματικά εξερευνητικά τα σκέλη της…

Η κεφαλή μου ανασήκωσε την ποδιά και την φούστα της, το μούτρο μου χώθηκε στο μαγικό της τρίγωνο και η γλώσσα μου εξερεύνησε την κλειτορίδα της και την αισθάνθηκε θεσπέσια σκληρή. Το ροζ λουλουδάκι της μετά την πρώτη απόπειρα της διείσδυσης του άρχισε να μεταμορφώνεται σε σαρκοβόρο αποζητώντας σε αμέρωτες προσπάθειες να την αφομοιώσει μέσα του.

Με επανέφερε η τρίτη της κραυγή που μάλλον βρυχηθμός ήταν και σέρβιρα την ιχθυόμορφη παρασκευή μας με δυο λοβούς ρυζιού στολισμένους μ ένα φύλλο γαρδένιας.

Απολαύσαμε ηδονικά το έδεσμα της κοινής μας διερεύνησης, εγώ με το πιρούνι στο αριστερό μου χέρι, με το δεξί μου να εγκλωβίζει το αριστερό της και με τους αντίχειρες μας να θωπεύουν αμοιβαία τους καρπούς μας.

Στη δεύτερη πρόποση μας με τον λευκό ξηρό οίνο Σαντορίνης, που το σταφύλι της παρασκευής του τρανεύει επίγεια προστατευμένο από την φυλλωσιά της αμπέλου μάνας του απ τον παράφορο ήλιο και εφαπτόμενο την ηφαιστειακή της γη, σιγοψιθύρισε:

-«Το επιδόρπιο μας θα το πάρουμε στο ανάκλιντρο!»

Δεν ρώτησα τι θα ήταν, ούτε και θα μου απαντούσε.

Η αναμονή μιας άγνωστης απόλαυσης εμπεριέχει ηδονή…



Συναγρίδα σε κρούστα άλατος


Τον πόθησε από την πρώτη στιγμή που τον είδε.

Είχε αυτή την απλανή ματιά της φυλής των, παχιά φρύδια που κυριαρχούσαν το σκοτεινιασμένο υπόβαθρο των οφθαλμών, ψηλό περήφανο μέτωπο, σγουρά ατημέλητα μαλλιά και μια έκφραση στο πρόσωπο του σαν να εξερευνούσε διαρκώς τα ενδόμυχα του σύμπαντος ή του εδώ της στιγμής.

Ήξερε αμέσως, ότι ήταν κι αυτός Πόντιος.

-«Θέλω να ψήσω ψάρι σε αλάτι», τον ρώτησε, «τι θα μου προτείνατε»;

Κοίταξε τηνε κι αυτός διαπεραστικά στα μάτια κι διαμιάς ένας σπινθήρας περόνιασε αμοιβαία τα σώματα τους.

-«Να πάρετε αυτή την συναγρίδα, που είναι και η εποχή της», αποκρίθηκε δείχνοντας της ένα λαμπερό ψάρι ενάμισι κιλού και χωρίς να περιμένει την κατάφαση της άρχισε να την ξεντερίζει και να την ξελεπίζει χωρίς να απομακρύνει ούτε στιγμή τα μάτια του από το πρόσωπο της.

-«Τα σκουλαρίκια σας μου θυμίζουν τα λευκοκίτρινα διπλάνθη φουντουκιάς που αγναντεύει τον Εύξεινο, όπως μου τα περιέγραφε η γιαγιά μου», ψιθύρισε μελωδικά.

Ένα ρίγος διατρύπησε το κορμί της και νόησε, ότι θα του δοθεί ανελέητα.

-«Και για πέστε μου, πόσο αλάτι θα χρειαστώ για το μέγεθος αυτό;», τον ρώτησε προκλητικά.

-«Είναι μάλλον θέμα ποιότητας», απάντησε μαργιόλικα αυτός, «η σωστή υγρασία του χοντροκομμένου αλατιού είναι καθοριστική! Θέλετε να σας φέρω το βραδάκι; Εσείς να απαλείψετε μόνο τα εσωτερικά κοιλώματα του ψαριού με λίγο κόλιανδρο και να το αφήσετε να μεστώσει στο ψυγείο».

¨Αγκιστρώθηκε ο ιχθύς¨, χάρηκε αυτή, ¨να τον αλιεύσωμεν προσεκτικά μονάχα χρήζει!¨ και του έδωσε αμέσως την διεύθυνση και το τηλέφωνο της, που αυτός τα σημείωσε πάραυτα στο πιο εύκαιρο χαρτί περιτυλίγματος.

-«Θα σας περιμένω κατά τις οκτώ με το άλας σας», του μειδίασε και παίρνοντας υπομάσχαλα την χάρτινη σακούλα με το ψάρι απομακρύνθηκε με την προσδοκία της κοινής τους γευστικής συνεργασίας.

Αυτή είχε ήδη ετοιμάσει ρακές με γλυκόξινο τουρσί για μεζέ.

Έφτασε οχτώ παρά πέντε με μια μπλε πλαστική σακούλα στα χέρια του και άρχισε χωρίς πολλά λόγια να πασπαλίζει την συναγρίδα με το αλάτι του.

Τα πολύπειρα χέρια του ερευνούσαν κάθε εισδοχή της, κάθε λόφο και κοιλάδα της, τους λειμώνες της ήβης της και τον φανταζόταν ή πολύ περισσότερο τον αισθάνονταν σαν πολύχειρη ανατολίτικη θεότητα, σαν Δίο μακρόλαιμο κύκνο, που εισχωρεί με θεϊκή δύναμη στα άδυτα του αιδοίου της απλώνοντας την αλμύρα του στην επιφάνεια και στην φύση του είναι της.

Δεν συνειδητοποίησε επακριβώς τι συνέβη μετά, αλλά κάποτε επανήλθε στην μικρή της πραγματικότητα υγρή και ιδρωτοαλμυρή επικλινής στον τάπητα της τραπεζαρίας της μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο γκαστρωμένο με απολαύσεις να την διακατέχει.

Μια μυρουδιά καβουρδισμένου αλατιού διαχέονταν από τον φούρνο της κουζίνας….



Τσουκνίδες, σπαράγγια, αμύγδαλα


«Όχι! Δεν είναι εύκολο να διατηρείς σε συνεχή εγρήγορση μια εξέγερση, μια φωτιά που διαπερνά το σώμα και την ψυχή σου», σκέφτηκε, «αλλά το δοκιμάζουμε…»

Ακριβώς σήμερα πριν 25 χρόνια επιχείρησαν την δική τους στάση, σε μια προσπάθεια ανακάλυψης δικών τους μέτρων υπερβαίνοντας τα δεδομένα θεσμικά, κοινωνικά, οικογενειακά και παραδοσιακά όρια.

Είχαν ερωτευτεί σε μια σχολική τους εκδρομή στα 14σερα τους, προσπάθησαν και κατάφεραν να διατηρήσουν αυτή την αμοιβαία ερωτική μα και συντροφική τους έλξη μέχρι τώρα.

Στα 17 τους συζεύχτηκαν για πρώτη τους φορά σωματικά πίσω από τα βάτα στην άκρη του αμπελιού του πατέρα της, αυτό που είναι τώρα δική της προίκα, ημίγυμνοι μες στις τσουκνίδες της αυτόχθονης δύναμης της άνοιξης.

Δυο γυμνοσάλιαγκα ζευγαρωνόταν πάνω στα σκαρπίνια του…

Κατόπιν ανακάλυψαν την διαχρονικότητα κοινών ορέξεων στην διαρκή εναλλαγή του παιχνιδιού των αισθήσεων τους. Είχε αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία για το που, πότε, πως και τους κανόνες της συνουσίας τους. Της ήταν ερωτικά υποτακτικός, μα πάντα μπορούσε, όταν ήθελε αυτή, ή ήξερε τρόπους για να τον ερεθίσει.

Η σωματική τους ηδονή τρέφονταν, αυτό το αισθανόταν και οι δυο τους, από φλόγες αγάπης που δεν είχαν ξεθυμάνει μέσα τους.

Με τον καιρό ένιωθε τον έρωτα σαν το θολό του αχνού της ατμομηχανής πάνω σε ράγιες, αυτό το σχεδόν καυτό άυλο, που με το σφύριγμα του χρόνου ξεθυμαίνει αλλά επανέρχεται σταδιακά.

Πήγε σχετικά νωρίς στο αμπέλι της, σήκωσε τα μπατζάκια του παντελονιού της και περπάτησε έτσι λιγάκι δίπλα στα βάτα. Μάζεψε μια σακουλίτσα νεότευκτα φυλλαράκια από τις τσουκνίδες που τα πλαισίωναν μαζί με 2 φουντωμένες ρίζες, είδε τους κόμπους των κλημάτων να φουντώνουν και επέστρεψε με ερεθισμένες κνήμες. Ξαναθυμήθηκε….
Ζεμάτισε 2 φόρες τα τσουκνιδόφυλλα, τα στράγγισε κι όταν κρύωσαν τα ανακάτεψε με μάραθο και τριμμένο ανθότυρο. Έκοψε σφολιάτα σε τετραγωνάκια, έβαλε στην μέση την γέμιση, τα δίπλωσε σε τριγωνάκια, ένωσε τις άκρες τους πατώντας τες με την μύτη ενός πιρουνιού, τα επάλειψε με κρόκο αυγού ανακατεμένο με γάλα και τα έβαλε στον προθερμασμένο φούρνο για μίση ωρίτσα.

Φόρεσε την πλισέ μπλε της φούστα κι ένα λευκό πουκάμισο χωρίς εσώρουχα, άσπρες κοντές βαμβακερές κάλτσες και μαύρες χαμηλοτάκουνες δερμάτινες γόβες με φιόγκο. Αισθάνθηκε μαθητριούλα.

Όταν ήρθε, το τραπέζι ήταν καλοστρωμένο, τα πιττάκια στην κατάλληλη θερμοκρασία και τα φάγανε με το χέρι. αλληλοχαιδεύοντας τα γόνατα τους. Όταν γεύτηκαν δυο γουλιές απ το σαμιώτικο λευκό ηδύποτο την κοίταξε βαθιά στα μάτια και την ρώτησε:

-«Έφερες;;;»

Κατεύνασε κλείνοντας τα βλέφαρα κι άρχισαν να χαζοχορεύουν γύρω από το τραπέζι, όσο αυτή του έλυνε τον ζωστήρα και του κατέβαζε το παντελόνι μαζί με το θαλασσί του μποξεράκι που έμοιαζε με το σωβρακάκι της εκπαρθένευσης του.

Ράπισε μερικές φόρες με τα τσουκνιδόφυτα τους μηρούς και τα οπίσθια του και βρέθηκαν αγκομαχώντας στροβιλίζοντας εκστασιασμένοι πάνω στο χαλί της τραπεζαρίας…

Η όρεξη της συνέχειας την όρθωσε αφήνοντας τον καταϊδρωμένο στο πάτωμα,. τσιγάρισε στο τηγάνι ψιλοκομμένο σκόρδο σε βούτυρο, πρόσθεσε λίγο ζωμό από την βράση των στυλωμένων φυντανιών ασπάραγου, έλιωσε στην σοζ, όταν κόχλασε, μυζήθρα Μυκόνου και πρόσθεσε τα μισοβρασμένα πράσινα σπαράγγια, που τυλιγμένα σε πετσέτα είχε εναποθέσει στο ψυγείο.

Σε δεκαπέντε λεπτά είχε ξαναετοιμάσει το τραπέζι και τον σκούντησε με μια κλωτσίτσα στην αριστερή του πατούσα για να σηκωθεί.

Την κοιτούσε λάγνα άλαλος στα μάτια, σαν να ήταν ηλεκτρισμένος από την παρουσία της μόνο ή από την φαντασία του, όσο τρώγανε το κύριο πιάτο.

Όταν την είδε να βουτάει στην σάλτσα και να γλύφει ηδονικά την τελευταία της σπαράγγινη κεφαλή, την έπιασε τρυφερά από το μπράτσο και την παρέσυρε με αμοιβαία διάθεση στον καναπέ….

Άφησε τα μαλλιά της να χαϊδεύουν σαν θερινή αύρα το αναστατωμένο του σώμα, ενόσω τα δάχτυλα του άγγιζαν κάθε καμπύλη και κοιλότητα της…

Τα χείλη τους επανέλαβαν την πορεία των μαλλιών της και των δακτύλων του…
Η αφή, η γεύση, η όσφρηση, η όραση, ακοή των άρχισαν να καλπάζουν σε απέραντα μα απόρθητα λιβάδια πόθου.

-«Μην ξεχάσεις το επιδόρπιο», του ψιθύρισε επιτακτικά στο αυτί, αρκετό καιρό αφότου σίγασαν οι κραυγές τους, μετά την παρέλευση του νέου τους αισθησιακού κυκλώνα και ήδη κινδύνευαν να αφεθούν σε κώμα αγαλλίασης.

Έτρεμαν ακόμη τα γόνατα του, όταν σηκώθηκε να το ετοιμάσει, όπως είχε υποσχεθεί…

Ζεμάτισε μια χούφτα αμύγδαλα, τα αποφλοίωσε, αφού τα κρύωσε, πρόσθεσε μερικούς κουκουναρόσπορους, πηχτό μέλι, λίγο γάλα, μαύρη σοκολάτα, λίγες σταφίδες, μια πρέζα κανέλλα και τα έλιωσε με το μπλέντερ. Έβαλε το μίγμα σ ένα πυρέξ για 10 λεπτά σε βραστό νερό, γέμισε μ αυτό 2 μπολ γαρνίροντας τα με φέτες μανταρινιού και τα τοποθέτησε μέχρι να τον ξαναποθήσει στο ψυγείο.

Θα ανακτούσαν σίγουρα τις δυνάμεις τους μετά την απόλαυση του, για να συνεχίσουν τις περιπλανήσεις τους σε τρικυμίες ερωτικών ηδονών …



Παρμενίδειο περγαμόντο



Η τυρρηνική θάλασσα αναδιπλώνονταν στο βάθος από ανοιξιάτικη αύρα και κάτω απ την κρεβατίνα που πάσχιζε να φουντώσει, προσπαθούσα να νοηθώ την αλήθεια της οντότητας, του «Είναι» του Παρμενίδη, ατενίζοντας την πατρίδα του, την Velia, την Ελέα της Magna Grecia, της μεγάλης Ελλάδας.

«Αλλ΄ ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα ΄πρεπε να γίνονται απολύτως αποδεκτά: όλα στο σύνολο τους, ως όντα»

Ένας στίχος διέρρευσε ασυναίσθητα απ το στόμα στο αυτί μου:

«μην ξημερώνεις ουρανέ….όνειρο ήτανε…»

Κι είναι το όνειρο δίχως υπόσταση;;; Διαλείψεις ή και δυσλειτουργίες εγκεφαλικών κυττάρων;
Δεν εμπεριέχουν τα όνειρα του καθενός και μέρος της πραγματικότητας του και αντίστροφα η πραγματικότητα του δεν πασχίζει την εκπλήρωση κάποιου οράματος;;;

Ο φύλαρχος Παρμενίδης, μάλλον κι αυτός διωγμένος απ την ιωνική του πατρίδα, προδωρικός απολλώνιος αιρετικός στην κρατούσα εξουσία, όπως και ο Πυθαγόρας, εποίκησε αυτή την εύφορη της ατένισης μου πεδιάδα με το δικό της δεκάνομο.

Κάπου εδώ κοντά θα ανέβαινε με την παρέα του τα καυτερά καλοκαιρινά μεσημέρια αποζητώντας δροσερά απογεύματα, καλώς και τώρα, και ατενίζοντας την κυματώδη θάλασσα σκέπτονταν:

«ποιοι μόνοι δρόμοι ζήτησης είναι να νοηθούν
ο ένας: πώς είναι και πώς δεν είναι να μην είναι,
της Πειθούς είναι ο δρόμος
γιατί ακολουθεί την Αλήθεια.
Ο άλλος: πώς δεν είναι και πώς ανάγκη να μην είναι
αυτή, σε βεβαιώνω, η ατραπός δεν έχει να σου μάθει τίποτα·
γιατί ούτε θα μπορούσες δα να βιώσεις το μη εόν
πράγμ' ακατόρθωτο
ούτε και να το εκφράσεις.»

Στην ενόραση μου ζωντανό το κάστρο της Ελέας, με ανθρώπους να ασπάζονται την καθημερινή δύναμη του ουράνιου άρματος, να την προσδοκούν τον χειμώνα και να την αποφεύγουν το θέρος, αν και τώρα ήταν κάπου 6 χιλιόμετρα απ το παλιό λιμάνι.

Τι είναι το ¨εόν¨ του;;; Το εν ει ον; Σίγουρα κάτι διαφορετικό από τις σκιές της σπηλιάς του Πλάτωνα , το ¨ει ώνιον¨…

Τα σώματα ένα μείγμα φωτιάς ενωμένα κι αρμονικά δεμένα στις κινήσεις τους από μια αναγκαία δύναμη στο εσωτερικό μιας στεφάνης, μιας σφαίρας που τα κρατεί συμπαγή…

«.. οι στεφάνες με άκρατον πυρ γέμιζαν, κι οι επόμενες με νύχτα, ανάμεσα τους όμως κομμάτι φλόγας χύνεται, γιατί παντού άρχει γέννας στυγερής και μίξης, αρσενικό στο θηλυκό…»

«Κι έχοντας όριο έσχατο είν’ όλο τελειωμένο παντούθε μ’ ομορφόκυκλη στον όγκο σφαίραν όμοιο, ισόρροπο από μέσα του παντού: τι μήτε πιο μεγάλο μήτε μικρότερο εδώ για εκεί του πρέπει να είναι.»

Κάτι σαν το κινέζικο Yin Yang φαντάστηκα…

…………………………………………………….

Μια σιγανή μελωδία κατρακύλησε στις πέτρινες σκάλες απ την μεριά του χωριού, ανάμεσα στο περιβολάκι και στο κοτέτσι:

¨Pinguli, pinguli, Giuvacchinu sciamu lla chiazza ccattamu buttuni, nc'ete na vecchia te tre culuri, unu a me, unu a te, l'addhru alla fija te lu Rre. la fija te lu Rre pittule sta facia ieu ne dissi dammene una me rispuse pijane tre, ieu calai e ne pijai quattru quiddhra me tese nu bellu piattu: e ne desi una allu cane cu me sona le campane, e ne desi una alla muscia cu mme lliscia e cu mme lluscia e ne desi una allu caddhru cu me porta ncaddhru, ncaddhru me purtau rretu lla porta e nc'era na beddhra pecura morta¨

(Μακάρι να αγοράζονταν τέτοια κουμπιά….)

Λικνιζόμενη εμφανίστηκε μπροστά μου η Βέρα, μαυροφορεμένη ακόμη μ ένα ριχτό μέχρι τον λαιμό της κουμπωμένο φόρεμα, 35χρονη χήρα ενός ξαδέλφου του φίλου μου Πέππε, αδικοχαμένου από την ορμή της νεότητας σε αυτοκινητιστικό στις απότομες στροφές του Cilento. Στην αγκαλιά του βραχίονα της κρατούσε ένα πανέρι με κηπευτικά.

-«Ήρθα να μαγειρέψω primi piati για τα ψάρια που θα φέρει ο Giuseppe», είπε, κοιτώντας μ ένα χαμόγελο αμφισβήτησης προς το πέλαγος, και μπήκε ευθύς στην κουζίνα.

Η Vera κατάγονταν από κάποιο χωριό της επαρχίας Basilicata, όπου ένα τρίτο των κατοίκων της ισχυρίζονται, ότι είναι απόγονοι αρχαίων Ελλήνων εποίκων, την άνοιξη γιορτάζουν σε δίκες τους παραδοσιακές φιέστες την ενηλικίωση και το φθινόπωρο τα γηρατειά του ήλιου. Ψιλομίλαγε μερικές ελληνικές λέξεις και ρήσεις.

Ήταν όμορφη γυναίκα, εξέπεμπε, πίσω από την επιδεικνυόμενη μαύρη θλίψη της, μια ανυπέρβλητη δύναμη ζήσης, τον αισθησιασμό των απλών χωριάτικων καρπών της φύσης.
Στις πτυχές των χειλιών της σχηματιζόταν 2 λακκάκια, κάτι σαν το κρυφό περήφανο χαμόγελο κλεμμένων Καρυάτιδων, που προσδοκούν την επιστροφή τους…

Ακτινοβολούσε μια ουσία ζωής, μια διαπρέπεια, που δεν μοιρολογούσε την φτώχεια, ούτε ανεκπλήρωτες προσδοκίες, δέχεται όμως απλά με κατάνυξη γευόμενη την καθημερινότητα και μερικές φόρες προκαλώντας ενδεχόμενες εκπλήξεις της.

Συνέχισα ανενόχλητος, για λιγάκι, την ομφαλοσκόπηση μου στην έννοια της παρμενίδειας οντότητας μέχρι που ήρθε και εναπόθεσε στο τραπεζάκι μου ένα στιλάτο ποτηράκι από θαμπό γυαλί, ένα καραφάκι κι ένα πιάτο με ορεκτικό.

Grappa από αγριόσυκο», είπε, «per uomi animosi, για τολμηρούς άνδρες, και παραδοσιακό ερωτικό μεζέ!», διερευνώντας αισθησιακά τα μάτια μου.

Στο πιάτο 2 στρογγυλές φέτες φρέσκου περγαμόντου –που το βρήκε τέτοια εποχή;... μάλλον ξεχειμωνιασμένο..- αλατισμένες, με μια ξεραμένη ντομάτα και δυο φύλλα φρέσκου πλατύφυλλου βασιλικού πάνω τους

Δεν είχε ακόμη ποτιστεί πνευματικά η τόλμη μου, όταν με φώναξε στην κουζίνα για να την βοηθήσω.

Μου έδειξε στο τραπεζάκι μια ντουζίνα φρεσκοκομμένες νεαρές αγκινάρες και μου εξήγησε σε μια τους πώς να τις καθαρίσω.

Έδρεψα το στειλιάρι τους, αφαίρεσα τα εξωτερικά φύλλα, έκοψα 2 εκατοστά από τις κορφές τους και τις έβαλα σε μια πήλινη χύτρα με νερό, όπου η Βέρα έστυψε ένα πράσινο λεμόνι και το ανακάτεψε με μια κουταλιά αλεύρι, για να μην μαυρίσουν στην βράση τους.

Αυτή συμμείγνυε σε σιγανή φωτιά ένα σούγκο με τσιγαρισμένα κρεμμύδια, τομάτες, βασιλικό και καυτερές πιπεριές, που μάλλον είχε έτοιμο από το φθινόπωρο, σείοντας ρυθμικά τα οπίσθια της στον ρυθμό του παραδοσιακού τραγουδιού της: «Pinguli, pinguli, Giuvacchinu…»

Κοιτούσα εκστατικά το σώμα της παραδομένος στον ρυθμό της αρμονίας κοινής υποβόσκουσας αίσθησης και κάτι άρχισε να ξεδιπλώνεται μέσα μου, παρωχημένες γεύσεις, φαντασιώσεις ίσως, κάτι που ήθελα αλλά δεν βίωσα, αυτό το γαμώτο της ζήσης του εδώ και του σήμερα της φιληδονής.

Άπλωσε τις μισοβρασμένες αγκινάρες σε μαντεμένιο ταψί, τις επάλειψε με την σάλτσα, τις ράντισε με παρθένο ελαιόλαδο, έστρωσε πάνω τους λεπτοκομμένες φέτες βουβαλίσιας μοτσαρέλλα και το έσπρωξε στον φούρνο.

Δεν είχε σταματήσει της αισθησιακή κίνηση των γοφών της…

«Όπως κάθε φορά έχει κανείς το μείγμα των πολυπλάνητων μελών του,
έτσι παρίσταται κι ο νους στους ανθρώπους. Γιατί ο νους το αυτό
είναι με ότι των ανθρωπίνων μελλών φρονεί,
σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά: το υπερέχων είναι το νόημα.»

Τότε ένιωσα την εσωτερική γεύση, έννοια, του Παρμενίδιου όντος του αλλατοπικρόξυνου περγαμόντου….

Σηκώθηκα, φίλησα τον τράχηλο της, χαϊδεύτηκε αυτή ηδονικά πάνω στην ανδρεία του πόθου μου, σήκωσα το κάτω μέρος του φορέματος της… και πράγματι δεν φορούσε εσώρουχα…