29 Απρ 2011


Ο Άγιος Τρύφων (μεγάλη η χάρη του…)


« Ένας απ αυτούς είναι και ο μακάριος Τρύφων, το ευλογημένο άνθος της Εκκλησίας, πού έχει την επωνυμία της άφθαρτης και θεϊκής τρυφής. Γεννήθηκε στην Λάμψακο, ένα χωριό της Φρυγίας κοντά στην Απάμεια, από γονείς ευσεβείς, και ήταν τόσο άξιος του Θεού από την παιδική του ηλικία, ώστε να αξιωθεί των ποικίλων θείων ενεργειών και της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Γι αυτό και με το όνομα μόνο του Τρύφωνος διώκονταν από τους πάσχοντες διάφορες σωματικές ασθένειες και η πονηρή γενεά των δαιμόνων…»

Ο δικός μας ο Τρύφωνας ήταν μεροκαματιάρης οικοδόμος και ο πρώτος σοβατζής…

Το όνομα του το επέλεξε η μακαρίτισσα η γιαγιά του, που εντρυφούσε τις γραφές μυρόμενη την κακή της τύχη, επειδή ο Παπάς Ευσέβιος, που ήταν και ευθαρσής ανήρ, μόνο μια φορά μετά από κάποιον επιτάφιο την ευλόγησε ευλαβώς…
Είχε απειλήσει μάλιστα τον πατέρα του με αποκλήρωση, μας έλεγε, άμα ο πεντάτοκος υιός του δεν βαφτιζόταν στο όνομα αυτό, αν και μερικοί κακόβουλοι λένε, ότι η επιλογή του ονόματος του βασιζόταν στο τρίφωνο στρίγκλισμα του ως μωρού, λόγω ένδειας, πείνας και πενίας.
Ενέδωσε ο πατήρ του, για την κληρονομιά και μόνο, και έτσι έγινε ο ίδιος, μετά την απεβίωση εις Κύριον του πατρός του, κύριος ελαιώνα τριάμισι στρεμμάτων σε απόκρημνη πλαγιά βραχονησίδας του ανατολικού Αιγαίου.

Χρόνια μεροκαματιάρης στην μεγαλούπολη ο Τρύφωνας μας δεν είδε χαΐρι, τον εγκατέλειψε και η συμβία του, επειδή δεν της αγόραζε τσάντες Λουί Βουητών – έστω και απομίμησης-, πήρε κι αυτός το δισάκι του στον ώμο και αποδήμησε στον κλήρο του.
Έφτιαξε ένα τσαρδάκι για τις απλές του ανάγκες στέγασης, μάζευε τις ελιές του τον χειμώνα να έχει το λαδάκι του, ψαροντουφεκούσε και τα καλυτέρα τα έτρωγε μόνος του, αν δεν τα πουλούσε στην κοντινή ψαροταβέρνα για τους τουρίστες το καλοκαίρι, έκανε και κανένα ψευδοσοβάτισμα της προκοπής σε βιλίτσες νεόπλουτων στις κοντινές ακτές και τα περνούσε όμορφα, ήρεμα κι ωραία.
Όσο για το σεξουαλικό, όλο και κάποιο υπερώριμο θήλεο του ξέπεφτε το θέρος…

Η ψαροντουφεκική αλιεία ήταν το αγαπημένο σπορ του Τρύφωνα μας και μέσα στα άδυτα ύδατα της προέλευσης μας περνούσε τις πρωίες και εσπερίες του.
Για ενδιάμεσα είχε βρει κρυμμένο ανάμεσα στα βράχια της ακτής σπήλαιον παλαιόν με λιμνούλα από σταλάζων ύδωρ, ξάπλωνε τις αρίδες του εκεί, ατένιζε φιλοσοφικά ατέρμονα το βαθύ γαλάζιο, καθύβριζε οριστικά τον στερνό του μεροκαματιάρικο κόπο και έριχνε κάτι ροχαλητά της προκοπής, για να τον φθονεί και ο Χάρων του Αχέροντα…


Έτυχε ένα καλοκαίρι έτους τετάρτης δαιμονικής ανομβρίας, που ένεκα επισφαλούς θαλάσσης ούτε καΐκι δεν πλησίαζε στο βραχονήσι, οι πενήντα νοματαίοι κάτοικοι εκτός από το ψωμί-ψωμάκι  είπανε και το νερό-νεράκι και μηδέ για κατούρημα πηγαίνανε από φόβο αφυδάτωσης…
Ο Τρύφωνας μας δεν είχε τέτοιο πρόβλημα, χάρη στη λιμνούλα του,  αλλά ψυχοπονούσε και λιγάκι τους συντοπίτες του στην δίψα τους.
Από την άλλη σκέπτονταν, ότι αν τους εξιστορούσε για την λιμνούλα του, θα  κατάσχεαν το νερό οι οικολογικά άσχετοι νεόπλουτοι για τα γιακούτζι τους.

Επιτηδεύτηκε λοιπόν ν ανοίξει μια μικρή απόκρυφη σήραγγα μέχρι τα ριζά του λοφίσκου της σπηλιάς του και να εναποθέσει στην βάση της έναν λευκό κουβά.
Όπερ και εγέννετω…
Το  βραδάκι μόλις χτυπούσαν για τον εσπερινό οι καμπάνες της μοναδικής εκκλησιάς του νησιού, του Αρσενίου του Ζηλευτή, έριχνε ένα κουβά νερό από την λιμνούλα του σπηλαίου του στην σήραγγα και μετά το πέρας της εσπερινής δοξολογίας είχε ήδη γεμίσει ο άλλος, ο λευκός, στους πρόποδες του λοφίσκου και ξεδιψούσαν εξ αυτού ως εκ θαύματος πιστοί και άπιστοι…

Κατατοπίστηκε αμέσως ο πατήρ Ευσέβιος, (εγγονός του νταλκά της γιαγιάς του –κληρονομικά πάνε κι αυτά- ) και αναφώνησε:

 - ΘΑΥΜΑ!!!

Ξεγάνιασαν οι συννησιώτες του, γαλήνεψε η θάλασσα και μετά από παρεκκλίσεις και δωρεές ευπόρων ευσεβών κτίστηκε εκεί, στις προσβάσιμες παρυφές του λόφου, εκκλησάκι προς τιμήν του Αγίου Τρύφωνος (μεγάλη η χάρη του), που η μνήμη του εορτάζεται και πανηγυρίζεται το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου (για να μην χάνει και ο Ευσέβιος τον οβολό των τουριστών) …

Ο δικός μας ο Τρύφωνας ψαροντουφεκούσε, ως συνήθως, πριν, ενδιάμεσα και κατόπιν του όρθρου και του εσπερινού…

26 Απρ 2011

Καλή!!! Ανάσταση...



Ανήμερα Πάσχα ήμασταν σ ένα πανέμορφο ξενοδοχειάκι, βράχια μεριά...

Η θάλασσα πάφλαζε αισθησιακά μπροστά στα πόδια μας πάνω στου γιαλού τα βοτσαλάκια, όπου κλαίγουν καβουράκια κλπ…  , στον κόλπο των κοραλλιών, και δεν είχαμε καμιά όρεξη να ακούσουμε την «Ωδή στη χαρά» του Μπετόβεν ούτε κάποιο μοντέρνο και επίκαιρο της Σακίρα.
Πολλά όμως άπιστοι και επειδή όλοι οι φίλοι μας θα πήγαιναν στην ανάσταση κάποιου Κυρίου, που εδώ και 2011 και βάλε μάλλον χρόνια  δεν βαρέθηκε πλέον να τον σταυρώνουν, στα αιματοκυλισμένα πόδια του να παίζουν ζάρια Ρωμαίοι κλπ. αστυνόμοι, να πεθαίνει και να ανασταίνεται στον κήπο της Γεσθημανής (δεν έτυχε να γνωρίσω την κυρία κηπουρό…),  πήγαμε και αμαρτήσαμε δια πρώτης τρώγοντας στο εστιατόριο του ξενοδοχείου κάτι ξεγυρισμένα παϊδάκια με άνοστα μανιτάρια και επιστρέψαμε στο διαμερισματάκι μας, για να γιορτάσουμε κι εμείς την ανάσταση των παθών μας.

Σαν προετοιμασία είπαμε να ανοίξουμε το χαζοκούτι μπας και ερεθίσει τους πόθους μας.
Αυτό, ως συνήθως, μόνο διάολους και τριόλους ειχε να επιδείξει και κάτι χρυσοπλούμιστους γενειοφόρους σκούζοντες άσματα (τροπάρια νομίζω τα λένε) εφάμιλλα εκείνων των πρώτων δοκιμών των Rolling Stones, που δεν ήταν και πολύ της αρεσκείας μας.



Λέω τότε στη καλή μου:
-       -  Κουκλί μου, φέρε το στικάκι, που έχω εκεί μέσα αποθηκευμένο ένα φιλμάκι με τον Άστεριξ στους Ολυμπιακούς αγώνες να το βάλουμε στο DVD-Player, να θαυμάσουμε το κατάλευκο μούσι του Πανοράμιξ για να περάσει η ώρα, μπας και μετά την ανάσταση των φίλων μας από την βραχύχρονη κατάνυξη τους ευαγγελιστεί κάποιος απ΄ αυτούς να πιούμε 3-4 κρασάκια μαζί, να πούμε τις μαλακίες μας, να δοξάσουμε τον όσιο Διόνυσο και να αναστηθούμε την αύριον με κεφάλι βαρύ...
-       -   Καλωωωώ!!! Μου λέει η ομορφιά μου…
Συνδέω κι εγώ το DVD με την TV ( τώρα γιατί το ένα το και το άλλο η δεν έχω καταλάβει ακόμη), πατώ όλα τα κουμπάκια, πιέζω εδώ, ζουπίζω εκεί, αλλάζω τα καλώδια, αλλά άφαντη η γενειάς του Πανοράμιξ στον ηλεκτρονικό του τάφο.
-       -   Και τι κάνουμε τώρα αγαπουλίνι μου μικρό;;; την ερωτάω…
-       -   Δεν πειράζει Πασά μου, αποκρίνεται ο πόθος και το πάθος της ανδρικής μου οντότητας, θα παίξουμε μόνοι μας την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων…
-        -  Δεν σε απατάω εγώ μορφονιά μου!!!  ανταπαντώ με σφρίγος  νεανικό…
-      - Ούτε κι εγώ αφέντη μου!!!  αντεπιστέλλει ο νταλγκάς των πρωινών, μεσημβρινών και εσπερινών μου ορέξεων…
-       -    Και τι μου λες για Αλίκες, αυλές και θαύματα;;;  αποτείνομαι…
-       -   Το Αλίκη είναι το υποκοριστικό μου, μου λέει η βασίλισσα μου, εσύ είσαι ο αυλικός μου και μαζί θα κάνουμε πράματα και θάματα…

Τότε κατάλαβα ο έρμος και κλείνοντας τα κινητά μας αποχωρήσαμε χεράκι-χεράκι προς τα ενδότερα, για να τελετουργήσουμε την προσωπική μας ανάταση και ανάσταση.
Κι εκεί κοντά στις 12, μόλις άρχισαν να βροντούν οι λαμπρατζιές και να ηχούν εορταστικά οι καμπάνες, βογκήξαμε μαζί το ηδύ πέρας των πόθων και των παθών μας και ξαπλώσαμε ανάσκελα κοινά σταυρωμένοι…

-        Έρως ανέστη, ψιθύρισα…
-        Αληθώς, μουρμούρισε η αγάπη μου ευλόγως κουρασμένη…


25 Απρ 2011

ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ





Αθάνατος εξάπλωσε
στα βράχια να ηρεμήσει
από την άλμη του γιαλού
και του αγέρα μόχθο

Δυο χρόνια αντιστέκονταν
με σφρίγο και με τόλμη
πάν΄ σε γκρεμό ξερής ακτής
π΄ ούτε γλαρόνια πάνε

Στυλώθηκε, αντρείεψε
δάσωσε η κορφή του
είδε τον κόσμο από ψηλά
και όχθρεψε τ΄αγέρι
όταν τον ταρακούναγε
σε κορυφή και ρίζες

Κόπιασε ν΄ αντιστέκεται
περήφανος κι ανδρείος
τα πόδια του ήταν ασθενή
και ο κορμός του σάπιος

Έγειρε το κεφάλι του
σε διπλανό βραχάκι
είδε πάνω στις ρίζες του
νέα γενιά βλαστούσα
κορόιδεψε τον ουρανό
γλυκά απεκοιμήθει

17 Απρ 2011

Αντικαπνιστικά….




Ένας μικροεπαγγελματίας είμαι και προσπαθώ να επιβιώσω εγώ και η φαμελιά μου με προσωπική εργασία και χάρη, κι όχι όπως οι άλλοι οι κοπρίτες οι τραπεζίτες, που τους καταθέτουν 10 με 1,5 επιτόκιο κι αυτοί δανείζουν από τα λεφτά αυτά 100 με 4,5 % .
Ο καθένας φυσικά στην δουλειά του, ο τσαγκάρης με τις σόλες του και να μην μπλέκουμε τα μπούτια μας σε ξένα κρεβάτια… , αλλά δεν μπορώ να μην εκφράσω δημόσια και γραπτώς το δίκαιο (κατά την άποψη μου) μένος μου ενάντια στα αντικαπνιστικά μέτρα.
Ιδού λοιπόν το ιστορικό του βουρλίσματος μου, και διαθέτω μαρτυρίες και ντοκουμέντα , που μπορεί ο κάθε καλοπροαίρετος να τα ελέγξει και να σχηματίσει ιδία γνώμη:

Δούλεψα ξενιτεμένος 10 χρόνια Γερμανία μεριά -2 χρόνια λάντζα και μόλις ψέλιζα μερικά ψευτογερμανικά  γκαρσόνι- κι αφού έμαθα τα μυστικά της νύχτας κατακυριεύτηκα από αμέριστο νόστο και σκεφτόμενος, ότι η νυξ διαρκεί περισσότερο  στην πατρίδα, επέστρεψα στα πάτρια εδάφη με κομπόδεμα από υπερωρίες, πουρμπουάρ κλπ. μη εδώ κατονομαζόμενα…
Αγόρασα στην Ασκληπιού –τον κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας του νομού- τον αέρα ενός ψιλικατζίδικου που μπατίρισε, μιας και οι μοντέρνες Ελληνίδες ξέχασαν  να μπαλώνουν και να μαντάρουν (για ρούχα μιλώ…  για τα άλλα ξέρουν και παραφέρουν)…
1,5 εκ. αέρα πλέρωσα (σε Δρχ. τότε) για 7χ12 μαγαζί,  μα το έκανα ευρωπαϊκό κουκλάκι με 7 τραπέζια ισόγειο, 5 ανώγειο, κουζινικά και WC υπόγειο…
Προεκλογικά στις δημοτικές εκλογές υποστήριξα το κουνιαδάκι μου 3ου βαθμού, τον Μιχάλη, κι όταν αυτός εκλέχτηκε Δήμαρχος με τις ευλογίες του δημοκρατικού κοινού κι όλων των άλλων Αγίων, εγώ εξασφάλισα άδεια για πέργκολα προ του καταστήματος μου 15χ7 (12 τραπεζάκια έξω δλδ.) χειμερινή και θερινή…
Από τις 10 το πρωί, που άνοιγε, μέχρι τις 2 το μεσημέρι η πέργκολα ήταν γεμάτη από αργόσχολους υπάλληλους, συνταξιούχους και φοιτητές, που έπιναν έναν μονάχα βαρύ- ή ημίγλυκο κι έκαναν τα κοινωνικά τους σχόλια για τους περνοδιαβαίνοντες  μέχρι να ξεκουμπιστούν, να παν να μπουκώσουν σπίτι τους και να ξεκουραστούν από τις πρωινές τους κοινωνικοκριτικές ασχολίες… Φυσικά η κατανάλωση των πρωινών θαμώνων δεν επέφερε κέρδος, άλλα διαφήμιση για την δημοτικότητα του μαγαζιού.
Μετά τις επόμενες δημοτικές εκλογές, που ξανακέρδισε το κουνιαδάκι μου ο Μιχάλης, πήρα άδεια λειτουργίας του καταστήματος μέχρι της τρίτης πρωινής.  Προσέλαβα και 3  Ουκρανές DJ για πίσω από την μπάρα κι εκεί να δεις σφηνάκια που κέρναγαν ο φίλος μου Λάκης ο ξυλογλύπτης τέμπλων  και το φιλαράκι μου ο Χρήστος ο πολιτευτής, όταν χόρευαν τα τσιφτετέλια και τα ζεϊμπέκικα τους με τις ημίγυμνες DJ (ο Χρηστάκης προτιμούσε το «είμαι αητός χωρίς φτερά…» ).

Μια χαρά πήγαιναν οι δουλειές μου μέχρι τον νέο αντικαπνιστικό νόμο…
Καλά…  τους τζαμπατζήδες της πέργκολας δεν τους ενοχλούσε, γιατί εκεί επιτρέπεται το καπνίζειν, αλλά τα πρωινά μες στα τσιφτετέλια του Λάκη και του Χρηστάκη, πώς να τους πω εγώ ο φουκαράς  να μην καπνίζουν;;;
Πήρα τηλ. τον Μιχάλη, για διοικητική ενημέρωση, κι αυτός απάντησε ότι οι 2 αντικαπνιστικοί ελεγκτές κοιμούνται τα πρωινά,  δεν τους πληρώνει υπερωρίες και επομένως να μην χολόσκαω…

Ένα πρωινό κατά τις 2 μου έρχεται ο Χρηστάκης με κάτι μούτρα μέχρι το 3 έψιλον σκυρόδεμα ασφάλτου της εθνικής Θεσσαλονίκης-Ευζώνων (μάλλον τον είχε απορρίψει σεξουαλικά η συμβία του -καθώς λέγονται την σήμερον επιστημονικά τα πρησμένα αρχίδια- ).
-          «Θέλω την Αλίνα»,  μου κράζει…
-          «Αδιαθετεί, έχει τα ρούχα της, πασά μου», του απαντώ…
Παίρνει φωτιά ο Χρηστάρας και με απειλεί με θεούς και δαίμονες (με τους δαίμονες εγώ τα πάω πολύ καλά…),  αν δεν έρθει αμέσως η Αλίνα στο τραπέζι του…
Θα ειδοποιήσω είπα εγώ, αλλά μετά από μισή ώρα, που δεν εμφανίστηκε η Αλίνα,  μου ανάβει ο Χρηστάκης ένα πούρο Αβάνας (μιάς και σοσιαληστής..) και το παίζει άσχετος..
Μετά το δεύτερο παφ, εμφανίζεται το συντροφάκι του,  ο αντικαπνιστικός ελεγκτής της δημοτικής αστυνομίας, και κόβει 50 ευρουλάκια πρόστιμο στον Χρήστο, ο οποίος το πληρώνει και συνεχίζει να μπαφιάζει, αν και μετά την ψήφιση του νόμου από τους συντρόφους του, δήλωσε δημόσια, ότι έκοψε το κάπνισμα..

Σε μένα ο ελεγκτής έκοψε σύμφωνα με τον νόμο ραβασάκι 1200 ευρώ… (κατά την παγκόσμια  λογική, ότι η τσατσά φταίει περισσότερο από την πουτάνα…).

Τώρα περιμένω την επέμβαση του Βασίλη, του εισαγγελέα…
Ας τολμήσει!!!!
Έχω κάτι φωτό του, που τον γλύφει η Νατάλια…
Ίσως μου ξεπέσουν ανώνυμα  στο μέηλ κάποιου δημοσιογράφου, αν και… δεν είναι επιχειρηματικά  και ηθικά σωστό…

16 Απρ 2011

Φτερούγες κοτόπουλου σε σάλτσα από πράσινες ελιές





Το καλοκαίρι τέλειωνε, το φως φυλλορροούσε,  αντίστοιχα το σκότος έπαιρνε τον χώρο του και η σύντροφος μου έκανε το τελευταίο της μάθημα μαγειρικής στις κοπελίτσες του θέρους, που ενδιαφέρονταν να πλουμίσουν εκτός με ερωτικές ιστορίες και με κάτι πρακτικό την ανία του καλοκαιριού.
Η θάλασσα παφλατούσε στον συνήθη ρυθμό της τα πρωινά και τα δειλινά  και ενδιάμεσα ραθυμούσε, όπως κι εγώ.
Άρχισε το μάθημα της η δικιά μου, ενώ εγώ μάζευα στον κήπο τις απομείνασες πράσινες ακόμη ντομάτες, μελιτζάνες και πιπεριές για τουρσί και τον νου μου κατέτρεχε το ερώτημα τι θα μπορούσα να κάνω  με τις άφθονες πρώιμες ελίτσες, που προσπαθούσαν να σπάσουν τα κλαδιά  των αμφιτρυώνων τους.

Το μαγειρευτικό μάθημα της σημαδιακής εκείνης ημέρας είχε θέμα του τις όρνιθες, όχι αυτές του Αριστοφάνη, αλλά τις φαγώσιμες του χασάπη.
Οι μαθήτριες, 16-18χρονες έφηβες, είχαν φέρει μαζί τους σε πλαστικές σακούλες και τυλιγμένες σε χασαπόχαρτο τις φρεσκοσφαγμένες κοτούλες τους, έβαλαν τα χειρουργικά τους χειρόκτια και τις απέθεσαν στον πάγκο κοινής μαγειρικής, ενώ ο μοναδικός έφηβος την δική του  κατεψυγμένη από το σουπερμάρκετ και την κοπάνησε, όπως ήταν στην γωνιά του.

Τότε ήταν που θυμήθηκα μια από τις πολυπληθείς εμπειρίες μου με κότες και κοτέτσια:
Ο συχωρεμένος ο πατήρ μου, που ήταν γκουρμέ και δεν έτρωγε επ ουδενί ασπρόκωλες πουλάδες εκτροφείου και οι χωριάτισσες της λαϊκής νόμιζαν τις όρνιθες τους χρυσές λίρες της αυτοκρατορικής μεγάλης Βρετανίας, έφτιασε σε μια άκρη του κήπου ένα κοτέτσι και το γέμισε με κίτρινα πουλάκια. Αυτά καλοθρεμμένα από τα αποφάγια των δείπνων μας σε μερικές εβδομάδες έγιναν κοτάκια και κοκοράκια.
Τα κοκοράκια φαγώθηκαν πρώτα μέχρι ενός, και δική μου ευθύνη ήταν, αφού η μικροαστή μάνα μας δεν ήθελε να αμαρτήσει, σαν να ήταν βουδίστρια γαμώτο μου, να τα πιάσω και να τα θανατώσω. Εκείνες οι φάσεις μέσα στο κοτέτσι στο κυνήγι των κοκόρων, με τις κότες να μου επιτίθενται απ όλες τις μεριές και με όλα τα όπλα τους, θα μπορούσαν να γίνουν σκηνές σε τρομακτικό θρίλερ ανώτερο από το αντίστοιχο του Χίτσκοκ.
Αλλά η ευθύνη μου δεν σταματούσε εκεί. Μετά την σύλληψη έπρεπε να ακολουθήσει και η σφαγή των μελλοθανάτων. Άντε να βάλω το κεφάλι του κοκοριού, που το είχα πιασμένο από τα πόδια του πάνω στο κούτσουρο και να πετύχω τον λαιμό του με το τσεκούρι….  Δύσκολη δουλειά…  Και φτερά πέτυχα και παρά λίγο κι ένα δάχτυλο μου. Αλλά να μην τα λεπτομερώ αυτά και αηδιάσουν οι ψυχούλες των ανά την υφήλιο οικολόγων.
Το ξεπουπούλιασμα το μοιραζόμουν με την μάνα μου. Αυτή έβραζε το νερό και μετά το βάπτισμα του πτηνού επί πεντάλεπτο μέσα του αφαιρούσε τα λεπτά πούπουλα του κορμού του. Εγώ έπρεπε να καθαρίσω τα πόδια, τα φτερά και τα υπόλοιπα. Κι επειδή τα φτερά έχουν τον περισσότερο κόπο στο μάδημα, είναι και η γευστική μου αδυναμία…

¨Άρχισε η δικιά μου το μάθημα της, ως συνήθως θεωρητικά, ότι οι όρνιθες εξημερώθηκαν πρώτα στην Ινδία προερχόμενες εκ Βούρμας και έχουν κατακλύσει τον κόσμο όλο. 24 δις κότες υπάρχουν σε αναλογία 6 δις ανθρώπων και μερικοί χοντρόκωλοι στην Ευρώπη και Αμερική τρώνε 4 chicken wings για μεσημεριανό, ενώ κάτι ανθρωπάκια στην Αφρική μόνο 2 φτερούγες ακρίδας για πασχαλινό έδεσμα.

Αφού με διέταξε να βάλω ξύλα στον πήλινο φούρνο και να τα ανάψω,  συνέχισε το μάθημα της με συνταγές, όπως  coq au vin, κότα γεμιστή με κάστανα ψητή σε παραδοσιακό φούρνο, μπούτια σε σοζ κόκκινων πιπεριών και φιλέτα στήθους με ψιλοκομμένα μανιτάρια και φρέσκο άνηθο, όπου το στήθος πρέπει να είναι οπωσδήποτε αποφλοιωμένο…

Κι εκεί που πήγαινε να μεσημεριάσει, να στουμπώσουν και να μας αδειάσουν την γωνιά τα κουτσούβελα για τις μεσημεριάτικες ευδαιμονίες μας, μου φωνάζει το μωράκι μου:
-         «Τις φτερούγες πώς να τις μαγειρέψουμε πασά μου;;; Έχουν απομείνει καμιά 10ρια…»
Αυτό το «πασά μου» μου άρεσε ιδιαίτερα και αποκρίνομαι:
-         «Βάλτες να τσιγαρίζονται σε καυτό ελαιόλαδο και σου έρχομαι, Σουλτάνα μου…»

Μάζεψα 2 πράσινα κρεμμυδάκια, έκοψα τον βλαστό από το τελευταίο φρέσκο σκόρδο, λίγο δυόσμο  και καμιά 20ρια πράσινες ελιές. Στο μαγειρειό τα έκοψα όλα ψιλά, τα κουκούτσια τα πέταξα στον κήπο, και μόλις είχαν μισοψηθεί οι φτερούγες, τις έβγαλα από το τηγάνι,  έβαλα μέσα τα πράσινα,  μετά από 5 λεπτά τα έσβησα με λευκό ξηρό οίνο του νησιού, έβαλα τις φτερούγες μέσα, αλατοπιπέρωσα και τα καπάκωσα για 20 λεπτά.

Ενώ η καλή μου εκτύπωνε τα διπλώματα της επιτυχούς μαγειρικής τους εκπαίδευσης, εγώ είπα στα παιδιά να στρώσουν τραπέζι με τις δημιουργίες τους και  γέμισα τις κούπες τους με τον λευκό ξηρό. Έφτιαξα στα γρήγορα και μια σαλατίτσα και περιμέναμε την ομορφιά μου για να κόψει τον άρτο ημών τον επιούσιο…
Λίγο φάγανε τα παιδάκια, μάλλον είχαν χορτάσει από την μαγειρική, μα από τις φτερούγες μου δεν έμεινε ούτε μια για δείγμα στους γονιούς τους, που πλήρωναν αδρά το μάθημα…
Τότε μου είπε η Ελενίτσα, η πιο χοντρούλα και ασχημούλα της παρέας:
-          «Πιάνει το χέρι σας Κύριε! Ωραία μας φτιάχνετε…»

Δεν έδωσα σημασία και μετά την αναχώρηση των εφήβων αποσύρθηκα κι εγώ με την καλή μου στα ενδότερα, για το επιδόρπιο…  (Λεπτομέρειες δεν θα πω εδώ, γιατί θα τις κόψει έτσι κι αλλιώς η οικειοθελής διαδικτυακή λογοκρισία…  )

Το βράδυ είχε καλέσει το συντροφάκι μου (αφού τα είχε κονομήσει) τους μαθητές της σε με συναυλία ενός νεανία αοιδού –Μιχάλη νομίζω τον λένε-  για να ξελαρυγκιαστούν και να λιποθυμήσουν οι έφηβες.

Εγώ, που δεν μ αρέσουν οι αηδίες, αποσύρθηκα στην ακτή, ξάπλωσα την ζωηρή κορμάρα μου στην άμμο και ευδαιμονούσα με τις άριες τον κυμάτων καθώς έκαναν μπουρμπουλήθρες στην ακτή.

Εκεί που αναπολούσα το χτες, το σήμερον και το αύριον, άκουσα κάτι βηματάκια κι ευθύς ξάπλωσε η Ελενίτσα δίπλα-δίπλα μου….
-          «Ελπίζω να μην ενοχλώ , αλλά να… τελειώνει το καλοκαίρι κι έχω ένα μικρό προβληματάκι», μου απολογείται.
-         «Η μαμά σου ή οι φίλες σου δεν μπορούν να βοηθήσουν», απολογούμαι κι εγώ.
-          «Ξέρετε, πέρασε το καλοκαίρι και είμαι ακόμη παρθένα, ενώ όλες οι άλλες της παρέας όχι πλέον», ξανααπολογείται αυτή, στριμώχνεται δίπλα μου και βάζει χέρι στα ακριβά μου…

Τι να σας λέω τώρα (και το κόψει η διαδικτυακή λογοκρισία πάλι…) ;  Έκανα ένα ψυχικό ο φουκαράς…

Υ.Γ. Για να μην πολυλογώ, εκτός από τις φτερούγες, προτιμώ γευστικά και τον πισινό των ορνίθων…  :)


12 Απρ 2011

Φετιχοποίηση συναισθημάτων ή το περιεχόμενο του κουμπαρά

(Στην μνήμη σου μεγάλε φιλόσοφε συμπατριώτη μου...)





Ο κουμπαράς

Στίχοι: Απόστολος Καλδάρας
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας 
Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Ίδας 

Κάντε τόπο να περάσω
πριν τα κάμω όλα γυαλί
εγώ κανένα πια δε λογαριάζω
έχω πιάσει - έχω πιάσει την καλή.

Έξω φτώχεια, μιλάει ο παράς
ας είν' καλά, ας είν' καλά ο κουμπαράς.

Μια φορά ήμουνα κορόιδο
και δεν είδα προκοπή
μου τα τρώγαν όλα οι απ' έξω
και μ' αφήναν - και μ' αφήνανε ταπί.

Και γυρνούσα ρέστος, φουκαράς
μασημένος - μασημένος κουμπαράς.

Απ' την αναπαραδιά μου
άραξα σε μια γωνιά
και δεν είχα για να πάω ν' ακούσω
στου Καρδάρα- στου Καρδάρα μια πενιά.

Τώρα όμως χτυπάει ο κουμπαράς
είμαι φίνος - φίνος και παλικαράς.

Υ.Γ. Από την Βικιπαιδεια: "Φετιχισμός ονομάζεται η τάση "θεοποίησης" ορισμένων αντικειμένων, η απόδοση υπερφυσικών δυνάμεων σε αυτά, απρόσιτης αλλά επιβαλόμενης στον άνθρωπο. Στις πρωτόγονες θρησκείες το φετίχ αποτελούσε ένα αντικείμενο λατρείας. Η επίπτωση που είχε το αντικείμενο δημιουργήθηκε καλλιτεχνικά από το υπερφυσικό και λατρεύτηκε σαν έμμονη ιδέα λόγω των μαγικών του δυνάμεων δηλαδή σαν ένα τυχερό φυλακτό. Η έλξη θα μπορούσε να είναι σεξουαλική ή μη-σεξουαλική, και το αντικείμενο, άψυχο ή έμψυχο. H αρχική έννοια ήταν είτε θρησκευτική είτε ανθρωπολογική. Μέχρι το δέκατο ένατο αιώνα, ο όρος ήταν για να αναφερθεί σε οτιδήποτε, κάτι το οποίο ήταν παράλογα λατρεμένο."

9 Απρ 2011

Τι Ελλάντα, τι Ουγκάντα


Είχε χαθεί για πάνω από χρόνο από το μάτια μας ο φίλος μου ο Θέμης και τον αναπολούσαμε στο καφενείο της γωνίας, όταν δεν βρισκόταν κανείς να κεράσει ημίγλυκο.
Τώρα όμως που με απέλυσαν από την κρατική εταιρεία επίβλεψης παγόβουνων, όπου ήμουν -πολλά τα έτη της- αραχτός, σκέφτηκα να τον αναζητήσω μπας και μου εύρισκε καμιά δουλειά σε ανθοπωλείο με τα οποία νταραβεριζόταν στην περίοδο που έκανε εισαγωγές ρόδων από Κένυα μεριά για τις ανάγκες του Αγίου Βαλεντίνου και των πιστών του ανά την επικράτεια.
Επιτέλους τον βρίσκω σ ένα από τα πολλά τηλέφωνα του που είχα και του αναφωνώ πανευδαίμων:

-          «Τι κάνεις ρε παιδικό μου φιλαράκι;;; Που βρίσκεσαι;;;»
-          «Καλά είμαι, αλλά κλείστο τώρα και πάρε σε μια ώρα από το Ιντερνέτ πριν καταχρεωθείς και  πληρώνεις στον ΟΤΕ -σόρρυ TELECOM- τα εισοδήματα σου των τριών επομένων ετών», μου πετάει το φιλαράκι μου και… μου το κλείνει.

Στην αναγκαιότητα άμεσης εύρεσης εργασίας δεν πτοήθηκα ο έρμος ούτε από νέες τεχνολογίες, ούτε από την τριπλάσια τιμή του ημίγλυκου στο Ιντερνέτ καφέ της πλατέας σε σχέση με το καφενείο της γωνίας και εισήρθα στο ημίφως των νέων επικοινωνιών.
Ο πιτσιρικάς του καταστήματος μου έδειξε τα βασικά και πώς να χρησιμοποιώ το Σκύπη για να τηλεφωνώ τζαμπέ και μέσα σε 2 ωρίτσες έγινα σαΐνι στα διαδικτυακά.
Τηλεφωνώ λοιπόν ιντερνετικά στον δικό μου και μου κράζει:

-«Ρε δεν σου είπα σε μια ώρα;;; Τι μου συνδέεσαι σε 2;;;  Δεν έμαθες, ότι ο χρόνος είναι χρήμα;;;»
-«Σχώραμε μεγάλε», απολογούμαι, «αλλά μάλλον πρέπει να επαναλάβω τα μαθήματα της τρίτης Δημοτικού… Αλλά πες τι κάνεις, που είσαι;;;»
-«Είμαι στην Καμπάλα», μου λέει, «και  μεγαλοεκδότης».
-«Αααα;;;  Αυστραλία μεριά…», αποκρίνομαι.
-«Βρε αγεωγράφητε, η Κανμπέρα είναι πρωτεύουσα της Αυστραλίας, ενώ η Καμπάλα πρωτεύουσα της Ουγκάντα!», μου ανακράζει το αδέλφι μου…
-«Ααα;;;», σκέφτηκα  σιωπηρά, ότι πρέπει να επαναλάβω τα μαθήματα της πρώτης Δημοτικού, «και πως και μεγαλοεκδότης;;;»
-«Ναι ρε..», μου λέει, «αποτοξίνωσα την περιουσία μου στην Ελλάντα και ήρθα εδώ στην Ουγκάντα στο γκομενάκι μου».
-«Και γκομενάκι;;;», ερωτάω  ζηλοφθονών αμερίστως…
-«Ναι βρε γκόμενε της δεκάρας», απαντά υπερηφανώς, «25άρα μαυρούλα Θεά, που την κυκλοφορώ στο Ουγκάντα και την ζηλεύουν όλες, ενώ αν την εμφάνιζα μαζί μου στο Ελλάντα θα ήμουν δακτυλοδεικτούμενος προαγωγός..»
-«Κάτι κατάλαβα», του λέω, «μα η αποτοξίνωση και το μεγαλοεκδοτηλήκι;;; Έκοψες τσιγάρο και ποτό και εκδίδεις μαύρες;;;»
-«Βρε Μπούφε», με επαινεί, «Πούλησα όλα τα κινητά μου και τα ακίνητα –μόνο το πουλί μου το ευκίνητο κράτησα- τα χρέη μου τα δώρισα στις τράπεζες κι ότι έμεινε τα μετέφερα εδώ κι έτσι αποτοξινώθηκα.
Θυμάσαι του Ψυρή, πριν γίνει ψυχαγωγική γειτονιά;;;»
-«Μα σίγουρα», απαντώ, «είχα μαθητέψει βοηθός αχθοφόρου εκεί»
-«Όταν έκλεισαν οι βιοτεχνίες και τα εμπορικά στου Ψυρή και οι άνεργοι τους έγιναν βάσει κομματικού δελτίου φύλακες στα αρχαία ημών ιερά, εγώ αγόρασα μισοτιμής τα αποθέματα των αποθηκών τους και τα έφερα εδώ. Αγόρασα και την μισομουχλιασμένη τυπογραφική Χαϊντελβέργκερ της παλαιάς ποτέ ΄Ακρόπολης΄ και να η εφημερίδα Kampala News…”
-«Αναλφάβητοι δεν είναι αυτοί εκεί;;;», αποτείνομαι στον κολλητό μου ντροπαλά…
-«Δίκιο έχεις φιλαράκι», συγκαταβαίνει ο τρανός, «αλλά κάθε Κυριακή μαζί με κάθε εφημερίδα δωρίζουμε κι ένα αριστερό παπούτσι, μια αγκράφα, μισό μέτρο φόδρα κλπ.  από Ελλάντα  και πουλιέται και η εφημερίδα και το στοκ της ψωροκώσταινας..»
-«Μα έχεις κέρδος έτσι;;;  Και τι γράφεις σ αυτήν;;;», ρωτάω  ο αδαής…
-«Είναι φιλελεύθερη εφημερίς, φίλε μου», αποκρίνεται ο δικός μου, «τα παιδάκια μπορούν να γράψουν εκεί, ότι τους κατεβαίνει στο τσερβέλο τους. Εγώ τους λέω μονάχα τον μήνα αυτό να κατακρίνουν τον ένα πολιτικό και να εγκωμιάζουν τον άλλο. Και τανάπαλιν.
Φυσικά η εφημερίδα δεν έχει κέρδη και η εκδοτική μου δραστηριότητα είναι αφιλοκερδής, χαρισμένη μόνο στην εξέλιξη και στη Δημοκρατία της Ουγκάντα.
Η κατασκευαστική μου εταιρεία όμως κατάφερε και έκλεισε προς όφελος της δημοπρασία για την κατασκευή του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας στα βουνά του Ruwenzori… »  J
-«Λιμάνι σε βουνό;;;», απορώ…
-«Βρε ανεπίδεκτε μαθήσεως», μου εξιστορεί ο επιτήδειος, « δεν έχεις μάθει για το  Great Rift Valley, που σε μερικές χιλιάδες χρόνια θα κόψει την ανατολική Αφρική στα δυο και θα εισέρθει η θάλασσα στο Ουγκάντα;;;  Να μην έχουν τότε οι άνθρωποι κι ένα θαλάσσιο λιμάνι εκεί;;;»

Έμεινα μ ανοικτό το στόμα από την πολυγνωσία και πολυπραγμοσύνη  του παιδικού μου φίλου, κι εκεί που επιτέλους  είχα πάρει το θάρρος να τον ρωτήσω αν ξέρει κανένα λουλουδάδικο για να με πάρει σε δουλειά, άκουσα ένα περίεργο χαχανητό και κόπηκε η επικοινωνία…

Τι να πω;;;  Αυτά τα διεθνή διαδικτυακά είναι πολύ παράξενα…