12 Ιουλ 2010

Ο ΑΛΗΘΗΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΕΞΩΣΕΩΣ


ΠΑΙΞΤΕ ΜΠΑΛΑ ΜΕ (Ζ)ΜΗΛΟΝ!



«Μη με ρωτήσετε πως γνώρισα την Εύα. Είναι το μυστικό μας. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι βρεθήκαμε σ΄ ένα ξεχασμένο από τον πολιτισμό νησί τον Αη Στράτη, και ότι μου είπε πράγματα και θαύματα… νον πέϊπερ ασφαλώς.  
     Όσο κι αν ακούγεται εξωπραγματικό.. ναι.. ήταν η Εύα. Μια γυναίκα παρεξηγημένη όσο καμιά άλλη ύπαρξη του πλανήτη γη. Η φήμη που  περίτεχνα της έχουν φορέσει, έχει περάσει σε όλες τις συνειδήσεις αρσενικές και θηλυκές, κάνοντας την περσόνα νον γκράτα ανά τον πλανήτη. Κι όλα αυτά για ένα παλιομήλο που υποτίθεται ότι τάϊσε  κάποιον παραπλανημένο και «αθώο» Αδάμ. Όμως τι θα λέγατε  αλήθεια αν σας αποκάλυπτα ξαφνικά ότι όλα όσα ξέρατε μέχρι τώρα δεν είναι πάρα μόνο εφευρήματα κάποιου ευφυούς νου, που κατάφερε μέσα από μια καλοστημένη ιστορία να παραμυθιάσει μια ολόκληρη ανθρωπότητα και να την οδηγήσει σε μια μεγάλη και αξιέπαινη πλάνη;
     Απίστευτο! Ακούστε λοιπόν τι μου αφηγήθηκε η Εύα.
     
   ¨ Το γεγονός συνέβη  σ’ έναν κεντρικό γαλαξία, δεξιά του αστερισμού αλντεμπαράν όπου βρίσκεται η έδρα των συμπαντικών αποφάσεων. Εκεί ο αρχηγός, και σοφός των σοφών, ο Αρχηγός Θεός όπως θα λέγαμε εδώ στη γη, κατόπιν ώριμης σκέψης και πολύχρονης ανάλυσης αποφάσισε, ότι θα έπρεπε ένας μεγάλος αριθμός ψυχών να εκπαιδευτεί έτσι, ώστε, να προσχωρήσει στα υψηλά επίπεδα συμπαντικής διοίκησης  εναρμονιζόμενος με την παγκόσμια Θεϊκή συνείδηση.
     Απλό ακούγεται αυτό για ένα Θεό ε; Λοιπόν όχι, δεν είναι τόσο απλό, γιατί οι ψυχές που θα έφταναν στο επίπεδο αυτό, της θεϊκής συνείδησης δηλαδή,  θα  έπρεπε να έχουν κατακτήσει τη σοφία. Να έχουν μυηθεί σ’ αυτήν μέσα από μια επίπονη πορεία, κι όχι να την πληροφορηθούν απλά. Μη ξεχνάμε ότι ο Θεός δεν σκέφτεται σαν κι εμάς τους ανθρώπους, οι οποίοι είμαστε μεν Θεοί (βλέπε καθ΄ομοίωσιν του), αλλά ανεκπαίδευτοι εντελώς, άρα ανίκανοι να προσεγγίσουμε  τον τρόπο σκέψης του.
Το πρόγραμμα λοιπόν που θα ξεκινούσε πιλοτικά, στην αρχή τουλάχιστον, χρειαζόταν δύο εθελόντριες ψυχές, επιπέδου έτσι κι έτσι, που θα αποτελούσαν τον μπαμπά και τη μαμά της ανθρώπινης υπόστασης. Μέσα από αυτή την ανθρώπινη υπόσταση θα περνούσαν όλες οι ψυχές και θα εκπαιδεύονταν χρόνια και χρόνια ώσπου να φτάσουν στον «σκοπό». Έγινε λοιπόν  η σχετική «οντισιόν» όπως συνηθίζεται και στη γη για την επιλογή «παιχτών», και μετά από μακρόχρονες διαδικασίες και τεστ επιλέχτηκαν δυο ψυχές που θα αναλάμβαναν τη μεγάλη αποστολή: να  αυξήσουν και να πληθύνουν το ανθρώπινο είδος, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις της ψυχικής άσκησης.  Το όνομα του προγράμματος ονομάστηκε «Πρωτόπλαστοι».
Ως καταλληλότερος Πλανήτης όπου θα γινόταν το εκπαιδευτικό πείραμα θεωρήθηκε ο πλανήτης  γη.
Οι συνθήκες του πλανήτη αυτού δεν ήταν οι πλέον ενδεδειγμένες ώστε να κατοικηθεί από τους ανθρώπους, γι αυτό και χρειάστηκε να γίνει μια αισθητική και τεχνική επέμβαση στο χώρο. Εκεί φυσικά για οικονομία χρόνου έπαιξε η δύναμη Θεός.
Μέσα σε μια εβδομάδα χώρισε νύχτα από μέρα, στεριά από θάλασσα, φύτεψε δέντρα οπωροφόρα και μη, έφτιαξε πουλιά, σκουλίκια, ψάρια, έντομα, ζώα ήμερα, και για περισσότερη ποικιλία…ζώα άγρια…για να τρώνε τα ήμερα, ώστε να υπάρχει σασπένς και δράση στην καθημερινότητα. Αφού βεβαιώθηκε για την οικολογική ισορροπία του πλανήτη, στη συνέχεια τον  ρύθμισε σε μια περιστροφική τροχιά ώστε να έχει βαρύτητα. Τέλος τον φώτισε και τον ζέστανε με τον ήλιο. Όλα ήταν έτοιμα για την έναρξη του προγράμματος, έμενε μόνο η μεταφορά των εκλεγμένων ψυχών πάνω στον πλανήτη για να ξεκινήσει το μεγάλο σχέδιο.
Σαν ήρθε η ώρα της κατασκευής του «οίκου» των εκλεγμένων ψυχών η φαντασία του δημιουργού δούλεψε με μεράκι. Έτσι από ένα αναλώσιμο υλικό που ο αρχηγός Θεός το είπε λάσπη, έφτιαξε δυο σώματα, αυτά που εμείς στη γη λέμε σάρκα, ή κορμί. Το ένα το διακόσμησε με ρώμη, και το άλλο με ομορφιά.
Κλήθηκαν λοιπόν οι εκλεκτές ψυχές να διαλέξουν το σώμα που επιθυμούν να ενσαρκωθούν, γιατί οι ψυχές ως γνωστόν δεν έχουν φύλλο, άρα ήταν θέμα αισθητικής η συγκεκριμένη επιλογή, και σαφώς αποτελούσε  την πρώτη άσκηση...
Έτσι γεννήθηκαν οι πρώτοι άνθρωποι, οι Πρωτόπλαστοι δηλαδή, τα πειραματόζωα που η ιστορία τους ξεκινούσε εκείνη ακριβώς τη στιγμή με μια σοβαρή προϋπόθεση: η πορεία τους θα ήταν μοναχική και χωρίς μνήμη. Οι επιλογές τους ελεύθερες, και οι δοκιμασίες του κύκλου εκπαίδευση,ς που  ονομάστηκε κύκλος ζωής, θα προέκυπταν από τη συμπεριφορά τους και μόνο. ¨



Πρωτόπλαστοι… κατά κόσμο  Αδάμ και Εύα

«Εγώ θα ενσαρκωθώ στο ρωμαλέο κορμί» είπε η πρώτη ψυχή 
«Σε γελάσανε! Εγώ θα πάρω αυτό το σώμα, ταιριάζει εμφανώς περισσότερο στην ψυχο-σύνθεσή μου» απάντησε η δεύτερη ψυχή, σπρώχνοντας την πρώτη με αναίδεια, και με  μια αιφνιδιαστική κίνηση εγκαταστάθηκε στο ρωμαλέο σώμα, που ήταν το αρσενικό του είδους και τo βάφτισαν Αδάμ.
Μη έχοντας επιλογή η δεύτερη ψυχή, μπήκε σιωπηλή στο άλλο, το όμορφο κορμί, που ήταν το θηλυκό και το είπαν Εύα.
 Έτσι ο χρόνος και η μνήμη έγραψαν μηδέν κι άρχισε ο μεγάλος ανθρώπινος αγώνας.

 «Κοίτα Αδάμ. Πόσο όμορφα είναι όλα γύρω μας. Όμορφη  είναι η ζωή, κι όλα αυτά είναι ολότελα δικά μας» είπε σφυρίζοντας με θαυμασμό η Εύα.
«Ε, όχι και όλα. Ξέχασες τις εντολές που έχουμε πάρει;» απάντησε πικρόχολα ο Αδάμ .
«Μμμ. Όχι ακριβώς, δεν θυμάμαι. Μου θυμίζεις καλέ μου;»
«Μας είπαν ότι δεν πρέπει να φάμε καρπούς από το δέντρο της γνώσης. Φυσικά δεν το κατάλαβα αυτό …το δεν πρέπει. Κουφό μου ακούγεται , αλλά τέλος πάντων. Εντολή είναι και οφείλουμε να υπακούσουμε»
«Α, ναι ναι, τώρα θυμήθηκα» Είπε η Εύα χωρίς να είναι και τόσο σίγουρη για το τι θυμόταν.
 «Ακριβώς» συμπλήρωσε με έμφαση ο Αδάμ και γέλασε πονηρά, σκεφτόμενος ότι αν η Εύα έτρωγε «το απαγορευμένο», θα έφευγε από το παιχνίδι, άρα αυτός και μάγκας θάγραφε, και όλα τα αγαθά θα ήταν μόνο δικά του. Το πράγμα θέλει μελέτη σκέφτηκε, κι απλώνοντας το χέρι του στην Εύα της πρότεινε έναν όμορφο περίπατο.
Περπατούσανε πλάι πλάι ο Αδάμ κι η Εύα στο πάρκο του Παράδεισου κουβεντιάζοντας κι απολαμβάνοντας  τη φύση, τις μελωδίες των πουλιών, το γαργάρισμα της πηγής, και τα παιχνιδίσματα του ήλιου πάνω στην πυκνή βλάστηση.
Πετούσαν πετραδάκια στο νερό και γελούσαν βλέποντας τα ψάρια θορυβημένα να πλατσουρίζουν. Τι ωραία που είναι η ζωή, έλεγαν και ξαναέλεγαν ενθουσιασμένοι.
Και μέχρι εκεί όλα καλά ήταν. Το σώμα όμως κάποια στιγμή, και συγκεκριμένα κάπου προς το στομάχι, άρχισε να δίνει παράξενα σήματα.
 Ήταν η «ανάγκη», ένα σημαντικό κομμάτι του «προγράμματος» που ονομάστηκε επιβίωση. Η χαρά τους λοιπόν κόπηκε ξαφνικά σαν ένοιωσαν την «ανάγκη» επί θύρας.
«Τι θα φάμε κούκλα;» ρώτησε ο Αδάμ (και ουχί τυχαίως) καθώς περνούσαν δίπλα από τα απαγορευμένα δέντρα. Η Εύα τσίμπησε αμέσως.
«θα κόψω φρέσκα μηλαράκια. Θέλεις;»
«Μη, μη μου πεις τι θα κόψεις» είπε ο πονηρός Αδάμ, «κάνε μου έκπληξη, μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Ότι εσύ διαλέξεις εγώ θα το φάω με τα μάτια κλειστά. Εμπιστεύομαι το γούστο σου μωρό μου».
Αυθόρμητα και χωρίς πολλή σκέψη η Εύα, έκοψε δυο ώριμα κατακκόκινα μήλα, τα έπλυνε στην πηγή για να γίνουν ακόμα πιο δροσερά και τα έβαλε πάνω σ’ ένα πλατύ βαθυπράσινο φύλλο μπανανιάς.
«Εϊ, τι πας να κάνεις;» ακούστηκε ξαφνικά μια τσιριχτή φωνή πίσω από τους θάμνους.
«Ποιος είσαι εσύ ξένε;» ρώτησε με απορία η Εύα.
«Με λένε Οφη. Και πρέπει να σου θυμίσω ότι αυτός είναι απαγορευμένος καρπός»
«Μπά; Και σένα τι σε νοιάζει χαζέ όφη;» αποκρίθηκε.
«Χαζή είσαι εσύ που πιστεύεις τον Αδάμ. Πάει να σου τη φέρει ρε κορόιδο για να σε διώξει από τα πόδια του. Φέρτου τη λοιπόν εσύ πρώτη. Δώστου να φάει μήλο, αλλά πρόσεξε, εσύ μην το αγγίξεις. Μετά όλα αυτά θα γίνουν δικά σου. Θα είσαι μόνη κι ανεξάρτητη» τη συμβούλεψε με νόημα ο παμπόνηρος όφης.
«Είσαι ένας συκοφάντης. Και ασφαλώς δεν με πείθεις. Θέλεις να με παραπλανήσεις για να μαλώσω με τον Αδάμ» είπε και του γύρισε την πλάτη.
«Έλα άνοιξε το στόμα σου γλυκούλη» απευθύνθηκε ναζιάρικα στον άνδρα που την περίμενε με τα μάτια κλειστά. Κρατώντας με χάρη στα αισθησιακά της χείλη ένα κομμάτι μυρωδάτο μήλο, το έφερε  κοντά στα σαρκώδη χείλη του άνδρα, ενώ παράξενα ηδονικά ρίγη διαπερνούσαν ολόκληρο το κορμί της..

Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε. Αέρας άρχισε να φυσάει, και μαύρα σύννεφα απλώθηκαν παντού. Οι πρωτόπλαστοι τρομαγμένοι έτρεξαν να κρυφτούν.
«Τι έγινε παιδιά; Ούτε μέρα δεν αντέξατε;» ακούστηκε η τρομερή φωνή του επόπτη.
      «Τι… τι κάναμε;» ρώτησε έκπληκτη και ταραγμένη η Εύα;
«Φάγατε από τον απαγορευμένο καρπό.. και όχι μόνο!!. Αυτό κάνατε.» αποκρίθηκε η τρομερή φωνή.
«Εγώ δεν ήξερα τι τρώω, είχα κλειστά τα μάτια μου. Η Εύα φταίει» απάντησε με μιας ο Αδάμ.
Η Εύα έμεινε άφωνη. Δεν ήθελε όμως με τίποτα να «δώσει» τον Αδάμ. Το θεώρησε προσωπική τους υπόθεση που θα την έλυναν αργότερα. Κοίταξε με φλογισμένο βλέμμα  τον Οφη και χωρίς  περισσότερη σκέψη στράφηκε προς τον επόπτη, «αυτός φταίει» είπε δείχνοντας τον Οφη, «είναι ένας ψεύτης, με παραπλάνησε, Άλλωστε …εγώ κύριε επόπτη δεν γνωρίζω τους καρπούς. Μια μόνο μέρα είμαι εδώ» δικαιολογήθηκε χαμογελώντας του μαργιόλικα.
«Δεν ξέρεις τι σου γίνεται γυναίκα που θα ρίξεις σε μένα την ευθύνη. Ο μόνος υπεύθυνος είναι ο Αδάμ, αυτός σε παρέσυρε να κόψεις το απαγορευμένο» διαμαρτυρήθηκε έντονα ο ξένος.
«Πάψε βρωμιάρη,  που θα πεις ότι φταίω. Μίλησα εγώ καθόλου; Σου μίλησα; Πες Εύα» είπε θυμωμένος και θιγμένος ο Αδάμ.
Η Εύα κοιτούσε μια τον ένα και μια τον άλλο μη μπορώντας να καταλάβει τι παίχτηκε πίσω από την πλάτη της.
«Σταματήστε αμέσως όλοι!» ακούστηκε η τρομερή φωνή του επόπτη. «Η Εύα έκοψε το απαγορευμένο. Όμως όλοι έχετε ευθύνη. Λυπάμαι, αλλά μέχρι το βράδυ να έχετε φύγει από τον παράδεισο. Είστε ανεπιθύμητοι πλέον».
«Και που να πάμε δηλαδή;» αυθαδίασε η Εύα κοιτώντας τον ίσια στα μάτια.
«Μπα; Έχουμε και τσαμπουκά εδώ; Κράτα  τη μαγκιά σου Εβίτα, γιατί εκεί έξω σε περιμένουν ζόρια».
«Πολύ καλά της τα λές κύριε επόπτη» συναίνεσε ο άνδρας. «Επιπόλαιη είναι βάλτης λίγο μυαλό» Ο επόπτης του έριξε ένα άγριο βλέμμα και συνέχισε αυστηρά.
«Όσο για σένα που το παίζεις θύμα κύριε Αδάμ, η τιμωρία σου θα είναι από εδώ και μπρος αυτή: Θα συνυπάρχεις με την γυναίκα για πάντα. θα δουλεύεις σκληρά και συ κι εκείνη για να ζείτε. Ραχάτι τέλος!» είπε με ύφος που τους ψάρωσε εντελώς. Χαμήλωσαν και οι δύο τα μάτια και δεν ξαναμίλησαν. Είχαν δεχτεί την ανθρώπινη μοίρα τους.
«Εγώ;» ακούστηκε μια δειλή φωνή. «Εγώ μένω ε;»
«Α, παραλίγο να σε ξεχάσω εσένα» στράφηκε ο επόπτης προς τον Οφη. «Εσένα θα σε κάνω ερπετό. Ένα ον που θα κινείσαι υπόγεια ανάμεσα στη ζωή των ανθρώπων προκαλώντας τους σκάνδαλα. Κανείς δεν θα σε εκτιμά αλλά στο βάθος όλοι θα σε κάνουν κέφι. Όλοι θα απεχθάνονται το δηλητήριο σου αλλά στην ουσία  θα γουστάρουν να δοκιμάσουν λίγο. Από σήμερα και στο μέλλον θα είσαι ο πειρασμός».

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η περιπέτεια «ζωή» για τους ανθρώπους. Η Εύα θεωρήθηκε υπεύθυνη για το διωγμό, και διασύρθηκε στο πέρασμα του χρόνου απ’ όλα τα επί γης αρσενικά. Ήταν δε τόσο παραπλανητικός ο μύθος της ευθύνης της, που στο τέλος το πίστεψε κι αυτή…  Ίσως όμως αυτό να ήταν αναπόφευκτα το πρώτο μέρος του «σχεδίου»… 
  

  Ντου γιου ρηήντ  δικέ μου; Πλάνταξα απ τα γέλια!
Ακόμη πιστεύουν ρε τα θηλυκάκια τα παραμύθια και τις θεω(ου)ρίες που αιώνες
τώρα εφευρίσκει το παιχνιδιάρικο μυαλό μας, κάνοντας κοινούς περιπάτους σε
δασείς ελαιώνες, ή όταν βρέχει σε στοές με υψηλόβαθμο πνεύμα.
Τα κυριάκατικα πρωινά αναιωνί οι γυναίκες ασπάζονται στους ναούς άγιο πνεύμα, κι εμείς στα τσιπουράδικα οινόπνευμα. 
Και τα ξαναπλέκουν έτσι, ώστε να βγαίνουν αδικημένες κι από πάνω, παναγίες παρθένες και Μαντάμ Κουράζζ. Έ.. κουράζει αυτό στο τέλος, κι άντε εσύ μετά πέστα χύμα να χύσουνε δάκρυ μελαμψόν .

Την είχα αράξει ρεμβάζοντας πάνω σ ένα βραχάκι σε μια ακρογιαλιά
στον Αη Στράτη, κολλητέ μου, με βυθισμένη μπετονιά
  και με πρώτο δόλωμα στο
βαθυγάλαζο αλμυρό, μιας και κει κοντά εξέβαλεν κουραδιάρικο ρυάκι,  να πιάσω
κανένα λαυράκι για κολατσιό. Κι εκεί που φανταζόμουν συννεφάκια σε
ανοιχτόχρωμο μαβί, νάσου μια θεογκόμενα με λάγνο βλέμμα.
Μου αυτοσυστήνεται σαν δημοσιογράφος ερευνούσα  την παρακμή των ιχθύων στα μεσογειακά ύδατα, και θέλει να με συνεντεύξει.
Μου την έσπασε που δεν ήθελε κάτι άλλο.. είχα γαρ και την πρωινή μου στύση. Της πέταξα το σιτσιλιάνικο „
Noli turbare circulos meos“ και Χααα αυτή, μία οργιά το στόμα της. Αντερστάντ, ότι πρόκειται περί μη ξενόγλωσσης της επαναλαμβάνω ελληνοφωνώς “μη μου του κύκλους τάραττε, είπε ο Αρχιμήδης”!
  «Γιατί βωμολοχείς βρε τρισκατάρατε» μου κοπανάει κοκκινισμένη από αιδώ, προφανώς δεν άκουσε το –μή-.
 «Άντε μωρό να σιδερώσεις την βραδινή σου τουαλέτα, και θα σούρθω για δείπνο με πτερυγωτό ξελεπιασμένο να λαδώσει τ΄ άντερο σου. Και μη ξεχάσεις  το κεράκι» της αμόλησα γυρίζοντας της νωχελικά την τριχωμένη πλάτη μου.
Τόπιασε το μουνάκι και πήγε για κάρβουνα.

Πριν πιάσει κορφή το καρ του Απόλλωνα, με δυό ευτραφή τσιπουρίνια
στην απόχη μου, στο δρόμο προς το τσιπουράδικο της πλατέας, βλέπω το πρεςς
θήλυ με μια πρώην μου, το Ευάκι ρε, (τι Ευάκι θα μου πεις έτσι που χοντροκώλιασε)  να τα λένε τσιμουχτά στην καφετέρια φλεβάροντας συνωμοτικά τριγύρω τους.
Πονηρία εψειρήσθειν από τις λεγάμενες, λόγω του ότι, η δικιά μου προπατωρικώς μου τη έπαιξε λοξά, και ντου στο σπίτι να στείλω το καλύτερο διαδικτυακό σπιουνάκι μου στο
Notebook της βραδινής συνεστιούσης μου.

Ε! Την ξέρεις αγόρι μου την γυναικεία εχεμύθεια :-)
Το απογεματάκι έτοιμο το παραπάνω κειμενάκι προς αποστολήν στη
σύνταξη του περιοδικού της, και ζητούσε και 500 Ευρώ οδοιπορικά.
Αυτοστιγμής διεκομίσθει και στα δικά μου εισερχόμενα. Το μελέτησα εκτενώς χλευάζοντας
ακουσίως, και πήγα προς ντουζάκι και μπωτέ για μεταδείπνιες ασχολίες.

Φτάνω λοιπόν  ώρα  δύοντος ηλίου με μυρωδάτες γαρδένιες υπομάσχαλα (από κάποιο Γάλλο το αντέγραψα αυτό ;-) )και με τα αποφλοιωμένα τσιπουρίνια σε σακούλα του Λιντλ, μαζί με δύο φιάλες οίνον ερυθρόν (κάτι ανώμαλοι γκουρμέ λένε, ότι μόνο βάρβαροι πίνουν κοκκινέλι με ψάρι, αλλά να που σε μένα ο λευκός αυξάνει τα στομαχικά μου οξέα και μου προκαλεί αντιαισθησιακό ρέψιμο!)  στο απαρτμάν της στόρυγουμεν.  Της προσφέρω με θελκτικό χαμόγελο τα άνθη, ματς-μουτς είστε ιππότης (εγώ μόνο σε αγιορείτικο μουλάρι ανέβηκα), την άφησα να ψάχνει το κατάλληλο βάζο, και καλοστρώθηκα στο άψογα στρωμένο τραπέζι της βεράντας.

Με λικνιστούς γοφούς επιστρέφει στη βεράντα το θέλγητρο των ονείρων μου, με περιβαζομένους ανθούς. Τους τοποθετεί δίπλα, αλλά με την δέουσα απόσταση στο κηροπήγιο και μ ένα ελκυστικότατο λάγνο χαμόγελο μου λέει:
«Σαν ιππότης που είστε, θα ανάψετε φυσικά την φουφού. Τα κάρβουνα είναι στην μπλε σακούλα στην γωνία πίσω σας. Να ψήσουμε τα ψάρια, α.. μην ξεχάσετε ν ανάψετε και το κεράκι. Εγώ ετοιμάζω την σαλάτα!»

Το κεράκι μου τόχεις ανάψει απ’ το πρωί μανάρι μου σκέφτηκα, κι αναλογιζόμενος ότι η τσίκνα θα μου ξίνιζε το Ουγκώ Μπος, της απάντησα, ότι σύμφωνα με το καθιερωμένο σαβουάρ βιβρ οι τσιπούρες τρώγονται μόνο τηγανητές, σίγουρος ότι δεν θα μου επέτρεπε να μπω στο κουζινάκι της, αναφωνώντας συχρόνως.. «Ω! ξέχασα να φέρω ορεκτικά!»
Ευγενέστατα απάντησε, ότι δεν γνώριζε αυτή την λεπτομέρεια της καλής συμπεριφοράς, «ουζάκι, ελιές και φέτα υπάρχουν και καταφθάνουν».

Λυπήθηκα λίγο που θα μουχλιάζανε τα κάρβουνα, αλλά θυμήθηκα το παλιοσίδερο της μαμάς (δεν την μαρτυρούσε μεν ο μπαμπάς, αλλά το ψηφιακό ληξιαρχείο του σύμπαντος είναι ευάλωτο σε χακερικές επιθέσεις), με την ευγενή πρόθεση να της το χαρίσω, διότι ένεκα πολλαπλών οπών ούτε για αντίκ  γλάστρα δεν φτουρούσε, να τόχει για την περίπτωση απεργίας στην ΔΕΗ.

Η άμαξα του Απόλλωνα είχε ήδη εσπερίσει. Ουρανός και θάλασσα  είχαν πάρει αυτό το ανοιχτόχρωμο μαβί που φανταζόμουν το πρωί, κι εγώ την είχα καταβρεί με τρία ουζάκια και δεκαπέντε ελίτσες, όταν επέστρεψε με τις τσιπούρες και την σαλάτα. Της είπα, ότι ήταν η ομορφότερη οικοδεσπότης που είχα μέχρι στιγμής γνωρίσει.  Αυτή θαύμασε την ελεγκάνς, καθώς εκπωμάτιζα το Μπορντό με το ελβετικό μου πολυσουγιαδάκι (το έχω για κάθε περίπτωση στο τσεπάκι του τζην μου). Της πρόσφερα φυσικά πρώτα το κρασί για δοκιμή, κι αρχίσαμε το φαγητό με πρόποση, στον Ποσειδώνα αυτή και στην Αφροδίτη εγώ.

Την ψωλοβρήκα μάι φρεντ με τις εύγευστες ψαρούκλες που είχαν γεύση φρέσκιας άλμης και μυρωδιά φυκιών, την ξιδάτη σαλάτα, τον ερυθρό με άρωμα ατλαντικής δρυός και γευστική απόχρωση καστάνων, και την εκτενή μας συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, για την σχετικότητα των χώρων και των χρόνων, για περιοδικά κασσιοπικά κύματα εκπληρόντα κρυφές επιθυμίες, για περιπλανώμενες στην άβυσσο ψυχές, που οδυσσεύουν σε διαφορετικά σώματα.

Προσπάθησα ρε συ να την γλαρώσω με κάτι αισθητικό- „το γαλαζοπράσινο των οφθαλμών σου είναι έμπνευση σε ποίημα του Ρίλκε“- δεν έπαιξε μπάλα και μ΄αποκρίθηκε  -„ξέχνα την γερμανίδα σου την Ίλκε, και φόρα παπούτσια από τον τόπο σου…“- διέκοψα ευθύς, λόγω καιρικών συνθηκών το ματς αυτό.

Κάποτε με το μισοφέγγαρο να μας κλείνει πονηρά το μάτι, μαζέψαμε τα πιατικά από το τραπέζι. Την βοήθησα φυσικά να τα μεταφέρουμε στην κουζίνα, την οποία βρήκα περισσότερο εν τάξει απ΄ ότι πρόσμενα, προθυμοποιούμενος  οφφκόρς να πλύνω τα πιάτα, μα το απέρριψε ευτυχώς αμέσως λέγοντας, ότι μπορούν να περιμένουν μέχρι το πρωί και να μην χαλάσουμε με κοινότοπους την ωραία βραδιά. Έτσι ξαναστρώσαμε τους κώλους μας στις γύφτικες καρέκλες της βεράντας, απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι που ξεπόρτιζε από τους γειτονικούς λόφους.
Έ.. κάπου εκεί άρχισα μπαλαμούτι. Πλησίασα αθορύβως την καρέκλα στην δική της, έγειρα προσεκτικά την κεφαλή μου προς τον καλαίσθητο ώμο της ψιθυρίζοντας με βαρύ αναστεναγμό –„χάρτινο το φεγγαράκι…„-.

Συντροφάκι, προσπαθώ να περιγράψω την ρομαντική διάθεση που είχε διαβρώσει το είναι μου, και που ανακόπηκε αστραπιαία σαν καρδιακό επεισόδιο, την στιγμή που την είδα να βγάζει το επαγγελματικό και με νέες μπαταρίες φορτισμένο μαγνητοφωνάκι της λέγοντας, ότι θα ήταν μεγάλη της τιμή να πάρει συνέντευξη από έναν ερασιτέχνη και φυσιολάτρη ψαρά για την κατάσταση της έννομης αλιείας στο Αιγαίο.
Τότε ήταν πού κώλωσα κι άρχισαν τα κουδουνάκια του αλάρμ να χτυπούν με υπόκρουστη ένταση δεκατεσσάρων ντεσιμπέλ σκεφτόμενος, ότι βγήκα για καμάκι και δεν πάει  να με πιάσουνε με δίχτυ.

Αισθάνθηκα ότι χρειαζόμουν χρόνο για να επιστρέψω από την τεταρτοδιαστασιακή εκδρομή στην επίπεδη πραγματικότητα. Της απάντησα ότι το βαρομετρικό χαμηλό του ανατολικού ατλαντικού δεν είναι πρόσφορο για σοβαρές  συζητήσεις, και να περιμένουμε το υψηλό της κεντρικής Ισπανίας που θα καταφθάσει σύντομα. Το έπιασε αμέσως, κι έκανε πρόποση στην διαιώνιο Αλήθεια (στέρηση της λήθης ανέφερε), αναγκαστικά άδειασα κι εγώ το ποτήρι μου. Αμέσως μου έδωσε την φιάλη με το ναβαρέζικο κοκκινέλι, για να κάνω χρήση της ελβετικής τεχνολογίας.

Ευθείς μετά την επιτυχή διακόρευση της σπανιόλικης μποτίλιας, συνεχίσαμε την κρασοκατάνυξη με σπονδή εγώ στη Φύση και στον Έρωτα, και με πρόποση για όλες τις πλανούμενες ψυχές το σουήτ γκερλ.
Κι εκεί ρε φίλτατε που πήγαινα να της την πέσω  με.. είσαι η ωραιότερη των μεχριτούδε μις υφηλίων- και άιντε να πάμε να εκπληρώσουμε την τελευταία εν Παραδείσω προσταγή του Πατρός ημών (αυξάνεστε και πληθύνεστε…., για να καταλάβουν κι αυτοί που αποβλήθηκαν από το μάθημα των θρησκευτικών) νάσου το φρικιό και πατάει το κόκκινο κουμπάκι ον δη ρέκορντ  στο μηχανάκι της.

-«Γιά πες τε μου μίστερ Έινταιμ με την ιδιότητας σας ως ερασιτέχνης αλιεύς, τσιμπάει ακόμη όπως και πρώτα;» μου βροντάει στο μικρόφωνο το Ούφο της διαστημικής δημοσιογραφίας, βάζοντας σε πρωτοφανή κινητικότητα το συνονόματό μου μήλο, δηλαδή τον καρούτζαφλα μου μανηστί.
Άντε, τι να της πεις τώρα ον δη ρέκορντ ρε γαμώτο! Ότι οι ψαρόνες πονήρεψαν και δεν περιμένουν πλέον να τις κάμουν καμάκι, αλλά βγαίνουν μόνες  στα λιμανάκια και πάνε με αμούστακους αρχάριους για παρτούζες; Θα το έπαιρνε το αυτί του Μπαμπά και θα επανερχόταν αδυσώπητος να τα ξανακάνει γης μαδιάμ. Και ουδεμίαν όρεξιν έχω να ιδώ τον εαυτό μου ως στήλην άλατος.
Τότε  μου εκατέβει εξ ουρανίων ο εκ μηχανής Πατερημών, σε σχήμα φαεινής, και της αποκρίνομαι με απλά σταράτα λόγια, ώστε να τα καταλαβαίνει και ο κάθε αθηναίος χούλιγκαν:

«Μα μπελλ ντε ζουρ ε ντε νουί», αμολάω στα φραντσέζικα για να κάνω κουλτουριάρικη φιγούρα, «…για να κατανοήσει ακόμη και ο τελευταίος αναλφάβητος αναγνώστης σας την προβληματική της σημερινής αλιείας, πρέπει να ερευνήσουμε τις ρίζες της, την γέννηση των προβλημάτων της. Και η Γέννηση δεν είναι αυτή που διοχετεύει στον τύπο ένα αγεωγράφητο παλιοθήλυκο, το οποίο θα στείλω στον κύριο εισαγγελέα για διασπορά ψευδών ειδήσεων. Πρώτον, ο αστερισμός στον οποίο αναφέρεται η κακοήθης αυτή κυρία δεν λέγεται Αλντεμπαράν αλλά Αλλουβαράν, και ο γαλαξίας στον οποίο εξελίσσεται ο μύθος της, δεν βρίσκεται δεξιά αλλά έξω αριστερά του αστερισμού αυτού».

-«Σόρρυ κούκλε»,   μου μπαίνει το ποθητό μου λαβράκι, αποσυναρμολογώντας τον ειρμό του λόγου μου, με αμυδρώς ανασηκωμένο λόγω έκπληξης δεξί όφρυ,  «και πως και τις ξέρετε εσείς αυτές τις λεπτομέρειες;»

Ακούγοντας γλυκάνισο, γλυκιέ μου, από το στόμα της προσδοκώμενης ηδονής τα έδωσα όλα και παραλίγο να πέσω στην λούμπα της εκμυστήρευσης.

-«Αχ! ευωδιά αναρτημένων βαβυλώνιων κήπων», της τα ρίχνω αράπικα,  «μήπως υπέγραψε σε κανέναν κοπιράιτ η Εβίτα; Αυτή το είπε το παραμύθι της με νι και σι σε κάθε Κατινίτσα του νησιού και συ ρωτάς πως το έμαθα εγώ από τον φούρναρη;», αντέκρουσα παραπλέων την ύφαλο.

-«Δεύτερο, κόρη των οματιών μονόφθαλμου επαίτου» συνέχισα  -«στο Αλλουβαράν έχει προ πολλού ανατραπεί η δικτατορία του ενός (ο πατερούλης  εισπράττει επίδομα του ΟΑΕΔ) και της χούντας του (άγγελοι, αρχάγγελοι, διαόλια και τριόλια). Επικρατεί πλέον καθεστώς πολυπεριφεριακής αστικής δημοκρατίας αλά ΕΟΚ, και γιαυτό δεν είναι να κυκλοφορείς την σήμερον με αστικό – Αχ ρε πέρασαν οι καλές εκείνες εποχές, με τα φτερωτά αλογάκια, που σαν τα καβάλαγες έπαιρνες επαξίως το βραβείο Νόμπελ ποίησης-.

Τρίτον και σημαντικότατον! Όλα άρχισαν να ξέρεις, με το καμπανάκι της έναρξης του πρώτου ματς, που πολλοί το ονοματίζουν μπιγκ μπενγκ. Ξεχύθηκαν λοιπόν τα αστεράκια από τα αποδυτήρια, -οι διανοούμενοι τα λένε μέλανες οπές-, να παίξουν την πρώτη τους μπάλα, και φυσικά χωρίς διαιτητή. Κι όπως ήταν καρδαμωμένα και ορμητικά από την πολύ ακινησία, στο πρώτο ήδη λεπτό του αγώνα, από την σέντρα η μπάλα στον σέντερφορ, αυτός την πασσάρει κατευθείαν στον έξω δεξιά και τούτος ο μούλος μ΄ένα φανταστικό σουτ  στ΄αριστερό δοκάρι (μια απ΄τις κοτρόνες που  χρησιμοποιούσαν για τέρμα, την όποία μετά είπαν Γη). Γενικό αλαλούμ. Φούρνος τα σφυρίγματα αποδοκιμασίας, και καλά που δεν υπήρχε στημένος διαιτητής να σφυρίξει γκολ, γιατί από το πλήθος των ριπτόμενων λίθων και φιαλών εξ αεριούχων ποτών(έ να μην κάνουμε και διαφήμιση ιμπεριαλιστικών προϊόντων) των υπαρχόντων αρκούντων οπαδών θα είχε διακοπεί ο αγώνας, και θα την βγάζαμε κι εμείς στα ξερά λόγω «μη γέννησης».
 Αυτή όμως η κουφάλα μπάλα ήταν λιγδιασμένη με αμινοξέα, και χτυπώντας με την ορμή της δημιουργίας τα αριστερό δοκάρι, σήκωσε καπνό και κουρνιαχτό. Καταπίπτων ο κουρνιαχτός έγινε βουνά, λαγκάδια και κάμποι. Από τον καπνό ξεπήδησαν δυό αεριάκια, το υδρογόνο και το οξυγόνο, που παίξανε φιλικό δίτερμα μεταξύ τους. Κέρδισε το υδρογόνο δύο ένα, και έγιναν  νεράκι, που σε φυσική συσκευασία χιονιού, χαλαζιού, καταποντισμού, κατακλυσμού κλπ. διανεμήθηκε σε όλες τις τότε πολυεθνικές αλυσσίδες καταστημάτων και έγινε  θάλασσες, λίμνες, ρυάκια και ποταμάκια, για να πηγαίνουμε διακοπές, και να δροσιζόμαστε από τις κάψες του καλοκαιριού χαλβαδιάζοντας άπραγοι τα ημίγυμνα πιπίνια στις ντισκοτέκ“.

Κόκκαλο το πλάσμα από το στόρυ. Και παρακούγοντας τεχνιαίως τα περί κακοήθους κυρίας, κλείνει το επαγγελματικόν, με κοιτά με ιθυφαλλικόν βλέμμα, επιστρέφουσα στην επίμαχη ερώτηση. «Τσιμπάει ακόμη όπως και πρώτα;»… 
 Συγκοκκάλωσα κι εγώ μαζί της, φίλε μου λέρα της πιάτσας, πλέον για την επαγγελματική της κίνηση και για την εμμονή της στην αρχική ερώτηση, παρόλο που δεν είχα μπει ακόμη στο κύριο θέμα, πολύ περισσότερο δε για το ηδογλαφυρό μάτι που μου έρριψεν.
Σφοδρώς επεθύμησα πάραυτα κοινό συντροφικό συμπόσιο, για διεξοδική ανάλυση της παρούσας κατάστασης, αλλά πως ντε να υπερπηδήσουμε τον συσχετισμό χώρου και χρόνου;

Ερωτήματα περί του λόγου, του τρόπου, της αφορμής της ενέργειας της, συνάμα του αιτίου της επαναληπτικής ερώτησης, όπως και το ποιόν, η διάρκεια και η ένταση της οφθαλμοεπαφής, διέτρεχαν την φαιά μου ουσία με ταχύτητα υπερδιπλάσια του φωτός.
Ο αδρυμύστακος Αϊνστάιν ορθώς μεν τα ομολόγησε για την σχετικότητα του χρόνου, αλλά την αντίστοιχη εφεύρεση για την σμίκρυνση ή επιμήκυνση του δεν την έκανε ο μη θεοφοβούμενος.

Περιπαίζοντας εμφανώς τα μπροστινά μου δόντια με την γλώσσα, ρώτησα τάχα διστακτικά:

-«Μήπως σας βρίσκετε κατά τύχη καμιά οδοντογλυφίδα;»

-«Δεν ξέρω ακριβώς, πλήρως επιπλωμένο νοίκιασα το απαρτμάν», μου απάντησε το θεόπλασμα, αναγερθέν ήδη και οδεύων προς την κουζίνα.

Πατάω τότε τέρμα το γκάζι για να καταφέρω επιτάχυνση των συλλογισμών μου απ το μηδέν στα εκατό σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Η καυστική ουσία των ερυθρών ευρωπαϊκών πνευμάτων έκανε το θαύμα της.
Ανακάλεσα λοιπόν στο μυαλό μου με ταχύτητα 435 σ/δ (σελίδες DIN A4 ανά δευτερόλεπτο, για τους μη κατέχοντες το ισχύον μετρικό σύστημα διανόησης) τα συγγράμματα «περί ψυχής» του Αριστοτέλη, το «La Comedia» του Dante Alighieri, το οικογενειακό του Engels, όλα τα κλασσικά ψυχολογικά των Freud και Jung καθώς και τα επίκαιρα αποτελέσματα των ερευνών του Damasio και των συνοδοιπόρων του για συμφύσεις και τις επιρροές των αντιδράσεων εγκεφαλικών κυττάρων στα συναισθήματα..

Μέσα σε δεκαπεντέμισυ δευτερόλεπτα είχα διατυπώσει 29 διαφορετικές θέσεις (κωλοχανείο η υπόθεση δηλαδή) και απέμεινε μόνο  να τις συγκρίνω με υπάρχοντα σχετικά στατιστικά αποτελέσματα, ώστε να επαληθέψω μερικές από αυτές και να απορρίψω τις υπόλοιπες.

Και φτου γαμώτο πρόστυχε Αϊνστάιν, βλέπω τότε την κυράτσα να επανέρχεται εις βεράνταν φέρουσα μεταξύ δείκτου και αντίχειρα  εκλεπτυσμένο ξύλινο πυρείδιο.

Παράλυσα,  καρντάση, ενώ η κοιλιακή φαιά μου ουσία αποφάσισεν εξάφνως και μονομερώς να εκφραστώ ντόμπρα, μπρούσκα και αυθεντικά.

-«Χρυσέ μου Αδαμάκο», αναφώνησε το θέρετρο της ψυχούλας μου μεταμορφώνοντας με σε τάπητα κάτω απ τις πατούσες της, «κάτι βρήκα για σας και ελπίζω να εξυπηρετηθείτε!»

-«Σας είμαι υπερευγνώμων, σωτήρα της οδοντικής μου υγιεινής» ευχαρίστησα, ηθοποιώντας επιμελή απομάκρυνση ενοχλητικών δειπνικών καταλοίπων από τις συμπτύξεις των οδόντων μου, καλύπτοντας φυσικά την στοματική μου κοιλότητα με την αριστερή μου παλάμη, δίνοντας της έτσι  την ευκαιρία να συγκεκριμενοποιήσει την ερώτηση της.

Και τη συγκεκριμενοποίησε τα μάλα φίλτατε, κοιτώντας μάλιστα αναιδώς το παιχνίδισμα μιας ξέμπαρκης φεγγαραχτίδας, που είχε σταθεί επίμονα πάνω στο τσιτωμένο από την επιμήκυνση τζινγουέαρ μου.
«Τελικά τσιμπάει η δεν τσιμπάει; Πείτε μου μίστερ Άνταμ» με προκάλεσε το σκροφίδιο με δόσιν ειρωνείας στο βλέμμα και το δαχτυλάκι στραμμένο προς μάχιμη θέση.
Έλα πες μου ρε σύ μεγάλε τι σκόπευε να κάνει το πονήριον  με το εν λόγω δαχτυλάκι, να πατήσει το  record  στο δημοσιογραφικόν, η να play  με την επιμήκυνση μου που έτεινε να εκτοξεύσει το μεταλλικό κομβίον εκτός στρατόσφαιρας, με κίνδυνο να βρει σε κάνα μάτι το ντάντυ, που χει φάει  τη φρίκη του τελευταία κι είναι στην τσίτα για μανούρα..

Μ’ όλα αυτά τα δύσκολα να σπινάρουν στο μυαλό μου και ολίγον τι κοκκινισμένος από την άμεση πρόκληση, ανασκέλωσα τον αριστερό μου πόδα επί του δεξιού, σε μια εκ πάππου άγονη προσπάθεια να καλύψω την διατάραξη της ορμονικής μου ηρεμίας και απάντησα της τοις τύποις ήρεμα:

-«Κατανοώ πλήρως, Μαγδαληνή μου της κοινής μας  διαθήκης, ότι δεν πάτε να γράψετε διδακτορική διατριβή, ποσώς σας ενδιαφέρει το ευγενές ποδοσφαιρικό άθλημα και ότι πρέπει να κονομήσεις τα προς διαβίωση και τα οδοιπορικά σου.
Και λόγω προλεγδαρικής αλληλεγγύης θα σου λιανοποιήσω τα μυστικά και την φιλοσοφία μου της ερασιτεχνικής αλιείας.
Θα ήθελα όμως πρώτα να εκφράσω την επιθυμία μου μιας άμεσα μελλοντικής εμβάθυνσης μας στο ιστορικό της γέννησης  του σύμπαντος, αν φυσικά γουστάρεις κι συ».

Το έπιασες ρε, ότι τ’ άρχισα σλόου ενικά;

-«Μα και φυσικά να το θεωρήσουμε σε βάθος το αντικείμενο, όσο μπορείς κι αντέχεις μωράκι», ρεστάρισε το μπεμπάκι, με το βλέμμα της καθηλωμένο στο υποκοίλιο μου και απολαμβάνοντας μάλλον το παίγνιο της αναφερθήσας φεγγαραχτίδας.

Ωραία το παίζει το μπαλάκι σ’ αυτό τον φιλικό, σκέφτηκα καυλιάρη μου,  και να δούμε αν παίζει καλή μπάλα και στο ντέρμπι.

-«Ολοσύμφωνοι κουκλάρα μου», συνέχισα, «και μπαίνω τώρα ολοταχώς στο συνεντευξιακό μας θέμα:
 Δεν θέλω πάλι να αρχίσω από μένα και την πρώην μου, αλλά θα αναφέρω, ότι ιχθείς και αλιείς έχουν από αρχαιοτάτων χρόνων μια άψογη επικοινωνιακή σχέση μεταξύ τους.
Και οι δυο συμμέτοχοι της αλιείας, που εγώ την εννοώ σαν φυσική φροντίδα της θαλάσσιας πανίδας, έχουν τα συφέρα τους και το αντιστοιχούν μερίδιο τους στην εταιρία ΣΥΜΒΙΩΣΗ ΕΠΕ.
Τα ανθρωπάκια τρώνε διάφορα και που και που ψαράκι, αν έχουν διχτάκι ή πετονιά κι άν δεν έχουν εκτιναχτεί στα ύψη οι τιμές των τα Ευξείνου, λόγω ευροτελωνιακών περιορισμών.
Κι απ τα ανθρώπινα περιττώματα ζούνε πρώτα τα μικρά ψαράκια (στην Αυστραλία οι καρχαρίες τρώνε  και κανά ποδάρι ή και τίποτε  άλλο), απ αυτά τα μεγαλύτερα και πάει λέγοντας συμπληρούμενου του κύκλου διατροφής  και χωρίς πανάκριβες δίαιτες τύπου slimbody κλπ.
Αυτά τα λίγα θεωρητικά, μπαρμπουνάκι μου, κι ας προχωρήσω τώρα στην επικοινωνιακή σχέση:
Ο καλός αλιεύς δεν θα πάει, γλύκα μου, με εξάρι αγκίστρι, δεκάρα πετονιά με κατοστάρι βαρίδι και δόλωμα καταψυγμένη σουπιά να ψαρέψει σαρδελίτσα. Ούτε με συρτή για χταπόδια
Κι ο ροφός ούτε θα μυρίσει δόλωμα καλαμπόκι, και μηδέ συναγρίδα θα κυαλίσει σκουληκάκι αναπαραγωγής.
Και οι δυο συναλλασσόμενοι ξέρουν τι θέλουν, κι όταν υπάρχει καλός αλιεύς θα πιάσει, κι αν τύχει καλό δόλωμα θα πάει το σωστό ψαράκι να τσιμπήσει.
Το κακό μανάρα μου, το κάνουν κάτι πορσάκηδες και κοττεράκηδες, που πάνε με δυναμίτη και χαλάνε για μερικά χοντρά το γόνο, ή με ψιλό δίχτυ και θερίζουν την αθερίδα .
Ε! Πώς να γίνουν μετά τα πιπίνια εύγευστες μουρμούρες ελληνικής παραγωγής να τις προτιμήσει ο μερακλής. Τρώει κι αυτός μετά αναγκαστικά λυθρίνι εισαγωγής Κιέβου.
Ακόμη και οι καβουρίνες των αιγαίων και ιονίων νήσων εκδρομούνται με σπάρους εν Αθήναι.

-        Με πιάνεις νταλκά μου;
-         Δικά σου τώρα αυτά, Αφροδίτη της γραφίδας, και πάρε μετά το φρούτο χαρτί και καλαμάρι να βγάλεις μεροκάμματο. Μόνο μήλο, όμως να ξέρεις, δεν τρώω!»

-«Όπως προστάζει ο πασάς μου… θα μας φτιάξω φρουτοσαλάτα με κουαντρώ για την πέψη!», το παίζει χανουμάκι η κουνιστή, μπέη μου, στο δρόμο για το kitchen.

Αδιάβαστο σε κυριεύει ο πόθος, ανοιχτομάτη μου, και πέφτεις σαν γκαβός στην  στημένη παγίδα.
Τι σχέση έχει ρε συ γαμώτο το κουαντρώ με την  πέψη; Fernet Branca είναι;

Γευόμενος εν πολλοίς την ελαφρώς πνευματική φρουτοσαλάτα κάποια γνωστή γεύση  αισθάνθηκα, αλλά την πήρα για σκληρού αχλαδιού, μέχρι που μ έπιασε πονόκοιλος.
Βουρ εγώ προς WC, αναμάρτητε, να ξεράσω τα υπόλοιπα νέου προπατορικού, μην και του τη βαρέσει τελείως του μπαμπάκα και με ξαποστείλει σε τίποτα κινέζικα ανθρακωρυχεία για την επιούσιον όρυζα.
Ξερνώντας τον αλιγάτορα σκέφτηκα, ερπετό της δεκάρας, πώς να την φέρω στο πουτανάκι. Μισανοίγω την πόρτα κραυγάζοντας ένα υπόκουφο Ωχ!,  και παριστάνω τον ξερό επί του αποπατικού δαπέδου.
Καταφθάνει το θηλυκό κουτάβιον και με αχ βαχ τι έπαθες χρυσέ μου, με τραβάει επί της δικλίνου, με δροσίζει με υγρά αρωματισμένα χαρτοπετσετάκια Ολυμπιακής, με ξεντύνει, μασάζ σε κροτάφους, στο στήθος, στον περιομφαλόν μου και παρακάτω, αρσενικέ μου.

Για να μην τα πολυλογώ, με βγάλει ακατάλληλον διά ανηλίκους η διαπλανητική λογοκρισία   και χάσω και την κονόμα, ψαλιδίζω εδώ την περιγραφή των ανήθικων σκηνών.

Την επομένην πρωία με ντάνα τον λιάκο στη σκεπή, μου φέρνει καφεδάκι παπαγαλάκι ευωδιαστόν, βαρέως γλυκό και με  φυσαλίδες εις την αναρρώτριαν κλίνην.

-« Καλό ματσάκι παίξαμε ψες βράδυ», της λέω μειδιαστί, «ισοπαλία δύο-δύο μεν, αλλά μα τι
γκολάρες!»

Φορώντας βλέμμα βλοσυρόν, άκου ακατέργαστο σουράμενο, τι μου απαντά το θήλυ:

-«Ηθοποιείτε άριστα μιστερ Οδυσσεύ. Πείτε μου όμως, ποίον θέλατε να εξαπατήστε με το ξερατόν; Εμένα, εσάς η το μπαμπά;» συμπληρώνει πικροχόλως και με στέλνει αδιάβαστο..

-«Μου κάνεις εξπλέιν μωρό μου, γιατί δεν σε αντελήφθειν», απαντώ σε κατάσταση πλήρους νοητικής και πεοντικής αποσυντόνισης.
-«Μα… ελάτε τώρα μεταξύ μας;;;…   Μπαλαδόρος είστε, άριστος θα έλεγα,  μη μου το παίζετε αμυντικός».

 Όπως σακουλεύεσαι μεγάλε, το Ευάκι την είχε κάνει τη λαδιά. Κι εδώ που τα λέμε δεν το   υποτίμησα καθόλου το μαναράκι. Πρες γούμαν το πιτσούνι, και τι γούμαν, αποχυμωτής!
Μόνο που νόμισε, ότι έβγαλε ακαμάτικα  ιστορικόν λαβράκι, κι άντε τώρα εγώ με το όργανο στην  αδηφάγο του πρωινή διάθεση να αιτιολογήσω τα  αναιτιόλόγητα.............   

-«Κάτσε μπρε κουκλί μου», της μπαίνω από δεξιά, «να συνεχίσουμε το φιλικό μας δίτερμα για πρωινή προπόνηση και να μην φωνάζουμε από τώρα διαιτητή της FIFA για πέναλτυ, μην και σφυρίξει κι άκυρο και τον πρώτο μας αγώνα! Είσαι δηλαδή τελείως σίγουρη, ότι ήταν αμόλυβδα τα ζάρια; ΄Η μόνο και μόνο ένεκα φυλετικής συμπαράστασης προς πληροφοριοδότη σου με θάβεις εμένα ακοινώνητο!», το αλλάζω με  επιθετική τακτική.

Την βλέπω, ψευτόμαγκα, να στείνει αυτί άνευ επαγγελματικό και συνεχίζω με συντετριμμένο ύφος:

-«Και ποσώς να πούμε, Οδυσσεύς διά το ξερατόν. Αν σου φέρω την μεσημβρία πραγματογνωμοσύνη εκ Παρισίων καθηγητού αλλεργολόγου, ότι οι καρποί της μηλέας ιδιαιτέρως οι κόκκινοι μου προκαλούν στομαχικές διαταραχές, θα το κόψεις το θωμαίτικο;

Κι εσένα, σουπίτσα μου, γιατί να σε εξαπατήσω. Μήπως έχουμε κανένα  κοινό προηγούμενο πάτημα;
Και ιδιαιτέρως τώρα, πού στις χτεσινές ειδήσεις ανακοινώθηκε απόφαση του υπερσυμπαντικού υφυπουργείου προστασίας περιβάλλοντος τρίμηνης απαγόρευσης της θήρας και αλιείας για λόγους ανάπαυλας και αυτοανανέωσης της πανίδας;
Για να στο κάνω λιανά, τέρμα επί τριμήνου για μένα το καμάκι και μόνο μπάλα να παίζω.
Και να παίζω μόνος μου μονότερμα, το βαρέθηκα.

Όσο για τον μπαμπούλη μου, πως μπορώ να τον ρίξω; Πλαστός του και καθ ομοίωσιν του είμαι! Να κοροιδεύει ο ίδιος τον εαυτό του, πάει;»

Την είδα να κωλώνει λίγο, συμπότη μου.
Σηκώνομαι μισοτσαντισμένος, φοράω βιαστικά τζην και το κροκοδιλέ σερτάκι και οδεύομαι προς εξώθυραν λέγοντας:

-«Σκέψου λιγουλάκι την αντιλογία μου. Πάω για τσίπουρο στης στραβής Θέμις με τον καλό μεζέ. Εκεί θα με βρεις, αν θες! Α!... και σ ευχαριστώ για το κομπλιμάν και στο ανταποδίδω αμερίστως. Παίζεις κι εσύ θαυμάσια μπάλα!».

Δεν είχα προλάβει να χτυπήσω τρίτο τσιπουρίνο, όταν  το μελένιο αμυγδαλωτό μου  βλεφαριάζει τη λεγάμενη να καταφθάνει ως μετανοούσα παρθένος, με σαρδόνιο χαμόγελο και τσοκαράκι τριζάτο.
«Κερασμένο το επόμενο» λέει και γνέφει μόρτικα προς το γκαρσόν.
Εγώ με το βλέμμα του απείρου τη γειώνω μελωδικά: «’Όλες είσαστε ίδιες, στην καρδιά, στην ψυχή, στις συνήθειες….».
Το πιάνει το γύναιο και με αντικρούει πάραυτα: «Ανατολίτισσα για το χατήρι σου αγόρι μου θα γίνω…».
Κι έβαλε ο διαβολάκος  την ουρά του πάλι που λέει και το άσμα, και μεταξύ τέταρτου και πέμπτου ντρίνκ  αρχίζουν παραθάλασσιες περιπτύξεις υπό τα άόματα όματα της Θέμιδος. Και να φιλιά και στεναγμοί δημόσιοι, κολλητέ μου.
 Και ωω ….. της κατάρας ώρα,  πάνω στο μέλι το παχύρευστον σκάει μύτη στην πλατέα η Εβίτα…

Θωρώ το πρόσωπο της θέλγης του αντλιακού μου συστήματος, βλάμη μου, να ζωγραφίζεται στην απόχρωση της επιδερμίς σου, καθώς η καμένη πρώην μου διασχίζει με ύφος αυγουστιάτικης μπόρας την πλατέα, με κατεύθυνση στα επί τραπεζίου μας άδεια καραφάκια.
Ειλικρινώς αθέλητα στοπάρω τις περιπτύξεις μου με το φιδίσιο (έ μην κοκορεύεσαι τώρα…)
δημοσιογραφικόν κορμίον και προετοιμάζομαι κατάλληλα για μετωπική επίθεση προς το τέρμα μου, φορώντας ντεμοντέ χαμόγελο.  

-« Ρε συ το Ευάκι μας!!! Τι κάνεις βρε αθάνατη ψυχή; Γκαρσόν φέρε  γεμάτο και άδειο!», περνάω σε επιθετική άμυνα με την ελπίδα, ότι δεν έπιασε την σπόντα για την ηλικία της και απολαύσουν  οι φακίδες μου τσαντιά εμπριμέ.

-« Ευχαριστώ πολύ, μα δεν μπορώ τώρα, πάω σένα τρισάγιο», μπαίνει η λέρα δήθεν νωθρά στην επίθεση. «Αλλά, κούκλε μου, γιατί δεν συνεχίζεις το λίφτινγκ;.. σου πήγαινε!» κλοτσάει καρφί η άτιμη στα δίχτυα μου.

-«Έλα παρθενομήτωρος μήτηρ, να σου γνωρίσω την μάλλον μέλλουσα!» αποκρούω εγώ ορμητικά, παίζοντας τον άσχετο.

-«Ευχαριστώ πολύ, γνωριζόμαστε ήδη», απαντά η σκρόφα ευκρινώς τσιγκλισμένη συνεχίζοντας με: «Το κατέγραψα αυτό καλή μου, για την περίπτωση εισαγγελικής παρέμβασης ένεκα αθέτησης λόγου» επιχειρώντας να επηρεάσει την εξέλιξη της ματσικής  αυτής φάσης  με εξωποδοσφαιρικούς παράγοντες.

Μου την έδωσε πικρόμαυρα, παρθενόβιε μου, η απροκάλυπτη προσπάθεια της Εβίτας να γκαντεμιάσει στην αρχή της μια σοβαρή σχέση μου, ενώ εγώ δεν σφύριξα τίποτις και το έπαιζα Che, όταν αυτή έβγαζε στον πάγκο με τεχνητό όφφσαιτ σχεδόν όλους τους χοντροπληρωμένους παίκτες του σύμπαντος.
Εγώ φταίω δηλαδή, που δεν έγινα γκόβερνος της Αρτζεντίνας;

-«Εύα.. έλα κάθισε, πιές  ένα ντρίνκ μαζί μας να τα πούμε και να γελάσουμε» ανεφώνησε δήθεν ευγενώς επιχειρώντας ανώφελη  πυρόσβεση η πρέςς , ρίχνοντας μου ταυτόχρονο βλέμμα ερευνητικόν φανερά ενοχλημένη από την παρουσία της πρώην.

-«Μη σας ενοχλώ γκάυς, περιμένει ο ιερεύς» απαντά πικροχόλως η τέως, «και πολύ μάγκας το καπή» μου πετάει με νόημα στα μούτρα, κι απομακρύνεται με πιπεράτο λίκνισμα και βήμα ταχύ.

-«Κι ένα κεράκι εκ μέρους μου για τον Che και μην ξεχνάς τα βερεσέδια σου στη Θέμι» εκτοξεύω σαν καλός σου μίμος ακόντιον δηλητηρίου εις την απερχόμενην πλάτην, πράε μου.

Το επί πλατέας ακόμη σώμα σούμο αναστέλλει μονοστιγμής, με αιωρούμενο ξηλοτάκουνο γοβάκι, την κίνηση του, επιτρέπων να διαφανεί  για περίοδο τριών δευτερολέπτων μία εξ οργής διεύρυνση του, αλλά αναλογιζόμενο μάλλον και την παριστάμενη Θέμι συνεχίζει την πορεία του στα μουγγά.

Είχε δεν είχε μου το χάλασε το μαναράκι, γιατί όπως και να το κάνεις κατσούφη  μου, άτιμο πράγμα το ζηλεύειν. Τρυπώνει ύπουλα στα πόδια σου και χράπ! Ξέρεις εσύ από αυτά..

-«Σήκω, ανθέ της μοναξιάς μου, για επίσκεψη  αγρών με λέλουδα προς εύφρανσιν των τεθλιμμένων μας ψυχών», προσφωνώ τρυφερά το όραμα του θέρους μου, «πάμε στον ελαιώνα του Άρι, που προσφέρει και εκ βράχου ρέοντα αρτεσιανό ύδωρ να ξεπλύνουμε τα τσίπουρα διά μεσημβρινή ανάπαυση» και απευθυνόμενος στην παραδίπλα ίστασα στραβή Θέμι:

-«Γράψτα στα άγραφα τα χρωστούμενα, δεν κατέφθασε ακόμη το ουράνιο τσέκι, αγάπη μου».

-«Η μαγκιά σου αξίζει πλείστα κι αν πλερώσει η τέως σου τα χρωστούμενα, έχεις και δεκαεκατοστιαία προμήθεια», αντιθέτει η γκαβή της ζυγαριάς στέλνοντας μας διά χειρός ασπασμούς.

 
Νεαρότατο το ύδωρ στο λιόφυτο του Άρι, σπιουνάκι της ζούγκλας, και την αράξαμε ποτισμένοι επί χλόης σκιερής.

-«Δεν το βγάζεις το κροκοδιλάκι και το τζηνάκι σου μωράκι;», μου χαμογελάει η αμαρτία της εξοχής , «μην τρέχουμε σε μπουγάδικο για clean που έχουν και θερινές διακοπές. Έχω και το σίδερο χαλασμένο!».

Μη παρελθόντος μισολέπτου με μποξεράκι εγώ και με ημιδιαφανές τάνγκα  η γκάβλα μου, αιωνί μου ανένδυτε, περιπτυσσόμενθα σεξουαλικώς στη σκιά λιοδέντρων (και πάλι η λογοκρισία κάνει το θαύμα της στη φάση τούτη ;-) ).

 Μετά τρίωρη τοιαύτη ανάπαυση νοητά οσφριζόμενος βαρύγλυκο με φούσκες λέγω στην εναγγαλιούσα με:

-«Πάμε καφετέρια;»

-«Άς μείνουμε στιγμούλα, λατρεία μου, στο παραδείσιο τούτο περιβάλλον, που έρωτα τιτιβίζουν τα πουλάκια», με περικαλεί η αφαίμαξη των γεννητηρίων μου ζωμών, «και πες μου, αν θέλεις, την δική σου θέση για την εκ Παραδείσου εκδίωξη!»

Ψυλλιαζώμενος επαγγελματικό εν δράση, εχέμυθε, ρίπτω εις ομογυρίαν λεπτομερή οφθαλμό, αλλά ψύλλος μηδέν. Φώναζε και η κοιλίτσα μου «άντε πέστο της μωρέ μπας και ξεφουσκώσω» και σου ζητώ συγνώμη  που αρχίζω τώρα την μονόπλευρη παρλάτα μου.

-«Πολύ πριν την εκ πλευρών μου πλάση της Ευούλας από τον Μεγαλειότατο, το οφίδιον και μουά τυγχάναμε φιλαράκια πρώτης.
Και να τάβλια σε λεμονανθές σκιές, απογευματινή μπάλα στον κάμπο της Αιδώς, φιλοσοφημένοι περίπατοι στη λίμνη της Λήθης (πριν την στερέψουν), κρασοκατανύξεις στις όχθες του Δούναβη με έντεχνη μουσική άνευ καλαματιανών κλπ.
Που και που λέγαμε και ορισμένα ευτράπελα για γέλωτες – νάχαμε και κανά πιπίνι για 69 αμοιβαία γλειψίματα- ή –πρόσεξε τον κώλο σου μην μπει κανένα φίδι- και την περνούσαμε ζωή και όρνιθα.
Όταν λοιπόν ενεφανείσθει το Ευάκι στο μποστάνι, αρχίσαν τα ενοχλητικά: -Θέλω και γω να παίξω μπάλα (παρθένα δη)-, -άστε επιτέλους τα τάβλια και πάμε να συλλέξουμε ανθούς για στεφανάκια- και πολλά τοιαύτα.

Πήγαινε εβδομαδιαίως και στα Meeting  του Φάδερ και του έκανε παράπονα, ότι δεν την παίζαμε.

Μας καλεί μιαν ωραίαν πρωίαν ο Μεγάλος σε οικογενειακό συμβούλιο και μας κοπανάει:

-« Είστε παιδιά μου και πολυαγαπητά μου! Σας εποίησα κατά δείγμα και καθομοίωση μου και όλα αυτά εδώ δικά σας είναι. Εγώ θέλω μόνο να ζήσετε, να μεγαλώσετε και να     προκόψετε. Αυξάνεστε λοιπόν και πληθύνεστε και κυριέψετε την εν Παραδείσω Γη. Φάτε, πίετε και γαμίετε, ότι και όπως θέλετε!
¨Ενα μόνο θέλω από σας! Να μην τσακώνεστε μεταξύ σας και για τα κληρονομικά!»

Τάδε έφη ο Κύριος και απήλθε δίνοντας εντολή στον Όφι να ζωγραφίσει με την ουρίτσα του απαγορευτικές πινακίδες με καλογραμμένο το ¨ΜΗΔΕ ΖΗΛΕΥΕΙΝ¨ και να τις αναρτήσει και στας επτά Θύρας του Παράδεισου.

Υπάκουο και επιμελές το θείο ερπετό εκτέλεσε κατά γραμμή την εντολή του Παντοκράτωρ.
Μόνο το τσογλάνι, που με τα βίας είχε αποφοιτήσει με πεντέμισυ την Πέμπτη Δημοτικού, ποίησεν ορθογραφικό λάθος στο τελευταίο πλακάτ, το οποίο εκάρφωσεν επί μηλέας δίπλα στην Θύρα της Γνώσεως.
Σ αυτό καλλιέγραψεν ¨ΖΗΔΕ ΜΗΛΕΥΕΙΝ¨, κάτι παλιομηλοφυλλαράκια κρύβανε το Ζήτα και τα υπόλοιπα αυτονοούνται!»

Σόρρυ, ανορθόγραφε, που σε μαρτύρησα, αλλά την Αλήθεια σαλωμηκώς επί πινακίω γύρευες!

-« Ορκίζομαι, ότι είπα την αλήθεια και μόνο την αλήθεια», κατάληξα στρέφοντας την κεφαλή μου προς την πλευρά της ομορφούλας.

Μ αυτήν την είχε απαγάγει στις αγκάλες του ο Μορφεύς!