12 Ιουλ 2010

Φούγκα με άρπα

«γλυκά σαν άρπα αιολική τραγούδησεν ο κάμπος»
(Ν. Λαπαθιώτης)


Μούσκεμα απ την απρόσμενη βροχούλα έφτασα στο μικρό από σκίνα περιστοιχισμένο ακρογιάλι της δειλινής μου περισυλλογής και στεγνώνοντας την δροσιά από τα βλέφαρα μου, με ξένισε αμέσως η σύληση του -έστω κι αν αυτό ακούγεται εγωιστικά.
Φυσικά δεν ήταν ιδιοκτησία μου η μικρούλα σχεδόν απρόσβατη αμμόξανθη ακτή, αλλά μετά την  αναχώρηση των αποδημητικών της τουριστικής σαιζόν είχα την -τώρα μάλλον λάθος- εντύπωση, ότι ήμουν ο μόνος επισκέπτης της.

Στην μέση του δοξαριού της, στην ράχη του λιγνίτινου λίθου που τις ρίζες του γλύφει κυματάκι, εκεί στον συνήθη τόπο της περισυλλογής μου τα κοντόβραδα, ακριβώς εκεί ήταν παρατημένη μια καστανή  λουστραρισμένη κέλτικη  άρπα, ορθή, και το χινοπωριάτικο αεράκι την βοηθούσε να ηχήσει χαλαρή λυπηρή ωδή, για τον εαυτό της στην αρχή, και μετά σε άλλο, πιο έντονο τόνο για τους ακροατές, τα βράχια, τα σκίνα, την άμμο, σε μια αδιάκοπη πλοκή αχών, που αντηχούσαν με την σύμπραξη οργάνου, παίχτη και φύσης για κορύφωση κοινής ιδέας, σε αρμονία ή καταβαράθρωση της:

«Σκούνα θεριά αρμένιζε
πλιάτσικο θε να κάνει…»

Το αγέρι απαντούσε:
«Εγώ την καταπόντισα
και κλαιν αρραβώνιαρες»

Ο ύφαλος στα ανοιχτά:
«Στις ξέρες μου τσακίστηκε
δικιά μου άγρα είναι..»

Ένα φεγγάρι ξέχλωμο σιγά μονολογούσε:
«Μαζί μου ταξιδεύουνε
μαζί με μένα δύουν…»

Και ένας γλάρος ξέμπαρκος συμπλήρωνε βρεγμένος:
«Πολλά τα θαλασσόπουλα,
πολλά είναι και τα ψάρια..»
  
Μια φούγκα είναι και οι σχέσεις στην ζωή μας  ήταν ο πρωταρχικός συλλογισμός μου με το ερέθισμα της εικόνας της μοναχικής άρπας. Ένα θέμα, μουσικό ή μη, που το καλλιεργεί το εγώ μας και προσπαθεί να το συμφωνήσει σε σύμπραξη με το περιβάλλον του με διαφορετικές φωνές, πάσχοντας να  συμβάλλει αρμόνικα και οργανικά μαζί του.  Στο θέμα να είναι -αρκεί για τους περισσότερους- μέχρι το ΕΓΩ ν ανακαλύψει το επόμενο θέμα του και να ξεκινήσει πάλι το ψάξιμο για αρμονικότερες μελωδίες, φωνές και όργανα… σ ένα ίσως εντέχνως εναίσιμα διαμορφωμένο περιβάλλον…

Σ εμένα αρκεί; Διερωτήθηκα…. 
Δείλιασα αρκετά να πλησιάσω στον βράχο, εκεί που είχε αφεθεί η άρπα μοναχή στην μελωδία της. Μάλλον δεν ήταν μικροψυχία παρά ευγενική ατολμία

 Κι έτσι μάλλον συντέθηκε η φούγκα…

Κάτι φαινόταν να κουνιέται  πίσω  από τα βραχάκια στην άκρη... στην αρχή δεν διακρινόταν τι ήτανε.. όσο πλησίαζε φάνηκε ότι ήταν ένας άνθρωπος που κάτι βαρύ κουβαλούσε στις πλάτες του..  μια γυναίκα.. πλησίασε το γρανιτένιο βραχάκι, κατέβασε το βαρύ φορτίο από τους αδύνατους ώμους της, άνοιξε μια μεγάλη θήκη και έβγαλε από μέσα μια κέλτικη άρπα. Την πήρε προσεκτικά, με ευλάβεια θα έλεγε κανείς, την αγκάλιασε απαλά και τρυφερά σαν να ήταν ο αγαπημένος της.. άρχισε να την χαϊδεύει.. οι κινήσεις της φανέρωναν ένα ερωτισμό ανάμεσα τους, ένα κρυφό πόθο και μια λαχτάρα που μόνο με την άρπα της μπορούσε να εκφράσει..

Χαϊδεύοντας τις χορδές της, μια απαλή και γλυκιά μελωδία απλώθηκε γύρω.. τα γκρίζα σύννεφα σιγά-σιγά διαλύθηκαν και χρυσές αχτίδες από  μισοκρυμμένο ήλιο ζέσταναν τον χώρο.. τα αφρισμένα κύματα ηρέμησαν και ένα απαλό κυματάκι αγκάλιαζε και φιλούσε την ακτή..

Ένα μικρό δελφινάκι βγήκε μέχρι τα ρηχά και σήκωσε το κεφάλι του ν ακούσει. Ίσως να ήταν το μόνο που αφουγκραζόταν τι ήθελε να πει η γυναίκα με την μουσική της..

Στα υγρά μάτια της διέκρινε το παράπονο της.. ένα γογγυσμό ψυχής… καθώς αγροικούσε την γύρω της χέρσα γη, που λίγη νοτιά την ζωήρευε, τη θάλασσα που μέσα στην υγρή αγκαλιά της ζούσαν κόσμοι, τα πουλιά στις εφήμερες φωλίτσες τους καθώς χαιρόντουσαν την ευθυμία της προσκαιρότητας των, και άκουσε ένα στεναγμό.. ένα κλάμα που έβγαινε με πόνο, πόθο και λαχτάρα, συνδράμοντας την μουσική των ατσάλινων χορδών της άρπας της. Ζήλεψε μαζί τους που δεν είχαν καταφέρει ακόμα να πραγματοποιήσουν μερικά όνειρα τους... –ίσως κι ένα απ τα πολλά-.

Το δελφίνι στην άβαθη ακτή, που πρόστρεξε απέριττο ν ακούσει, κούνησε το κεφάλι του, έβγαλε μερικές θαλάσσιες ζωικές κραυγές, σαν να είχε θυμώσει μαζί της, της γύρισε την πλάτη και έφυγε.. γύρισε πίσω στα βάθη του, στους φίλους του ή στις ερωμένες του..

Η γυναίκα μάλλον κατάλαβε το μήνυμα που της έστειλε το ζώο, άφησε την άρπα πάνω στο βραχάκι αποχαιρετώντας την απλά με μια συμπονετική  ματιά.. μια ματιά φιλική και ερωτιάρα... και με την θήκη της άρπας στον ώμο της, άρχισε να περπατά… τάχυνε το βήμα της, σχεδόν τρέχοντας, βιαζόταν.. ήθελε να προλάβει... Τα ίχνη της ζωγράφιζαν στην άμμο μια αμφιβολία.

Απ την κάτω μεριά της ακτής, εκεί που σιγοφαίνονταν ήδη τα φώτα του χωριού, ακουγόταν φωνές και τραγούδια μιας ταβέρνας.
Ήταν σχεδόν σίγουρο, ότι μια κελτική μελώδια θα συνενώνονταν αισθησιακά με τις στροφές ενός ρεμπέτικου…

Το επόμενο καλοκαιρινό ταξίδι της το είχε προγραμματίσει για Πουέρτο Ρίκο.

Ήμουν βραχνιασμένος, δεν είχα απόκριση σε φούγκα, ούτε ευάκουστο ρυθμό για να χορέψω…

Δεν υπάρχουν σχόλια: