23 Ιαν 2011

Οι σοκολάτες




δεν μπορώ να πω, ότι δεν μ΄ αρέσουν.

Τα τελευταία χρόνια πήγαινα συνεχώς 1-2 φορές την βδομάδα στο περίπτερο της γειτονιάς και αγόραζα πάντα την αγαπητή μου ποικιλία.

Μα ο περιπτεράς είχε μάλλον καταλάβει την αδυναμία μου και μου έκανε «δουλειά», αγοράζοντας υπερχονδρικώς μεγάλη ποσότητα για να πετύχει καλύτερη τιμή, αυξάνοντας ούτως το λιανοπωλικό του κέρδος.

Κάπου μου βρωμούσε τελικά, κάτι μπαγιάτικο ένιωθα στην γεύση της, μα όταν ρωτούσα, ο περιπτεράς απαντούσε, ότι ήταν σίγουρα της τελευταίας σοδειάς. Όταν διαμαρτυρόμουν για την συνεχή αύξηση της τιμής της σοκολάτας μου, αυτός έφερνε το επιχείρημα της προσφοράς και ζήτησης(ποια ζήτηση δλδ. αφού εγώ μόνο την αγόραζα, απ΄ ότι νομίζω τουλάχιστον).

Πριν λίγο καιρό άνοιξε ένα απ΄ αυτά τα καινούργια μαγαζιά στην περιοχή μου (Discounter τα λένε μάλλον, γιατί τα αγγλικά μου είναι της πιάτσας) και πήγα να αγοράσω καινούργια οδοντόβουρτσα, που τις είχε προσφορά και της παλιάς μου είχαν πέσει όλες σχεδόν οι τρίχες.

Μετά την επιλογή του εργαλείου της δις ημερησίως στοματικής μου φροντίδας, πέρασα τελείως συμπτωματικά από το ράφι με τα γλυκίσματα.

Και σκέφτηκα, ότι αφού αγόρασα καινούργια οδοντόβουρτσα με πολλές τρίχες και σε χρώμα λουλακί γιατί δεν αγοράζω και μια σοκολάτα; Η αγαπητή μου ευτυχώς δεν βρισκόταν στο ράφι. Αλλά τι ποικιλίες εξαίσιες Θεέ μου! Γάλακτος, Αμυγδάλου(αγάπη μου ΙΟΝ), λευκές, σκούρες, γεμιστές, μ εξωτικές γεύσεις και μια με άρωμα μέντας. Αυτή διάλεξα. Ήταν μεν εισαγωγής αλλά στην μισή τιμή της δικής μου απ΄ το περίπτερο της γειτονιάς.

Εντάξει τώρα θα μου πείτε, σοκολάτα του εμπορίου πας και αγοράζεις;;;;  Αυτές είναι βιομηχανοποιημένες και μη αυθεντικές! Κι αυτή του περιπτερά τι ήταν δηλαδή;;;;

Έχω μεν από την γιαγιά μου μια θαυμάσια συνταγή χειροποίητης σοκολάτας, αλλά που να τρέχω τώρα στην Λατινική Αμερική να αγοράσω κακάο από τον παραγωγό, να παζαρέψω την τιμή του, να το καβουρδίσω, να το τρίψω για να βγει το βούτυρο του για τα 10-20 κιλά σοκολάτας που θα φάω ακόμη.

Και μετά βουρ στην Πίνδο να βρω φρέσκο αβουτύρευτο γάλα και να ανακατώνω μετά με τις ώρες! Άσε δε που θα μου κοστίσει κι  ο κούκος αηδόνι!

Άντε φεύγω τώρα για το μαγαζί που σας έλεγα!

Είδα τις προάλλες μια μαυρούλα με Chili, σε σχήμα λαγουδίνας και την λιμπίστηκα. Καλή μου όρεξη!


Υ.Γ. Τελικά το περίπτερο φαλίρισε λόγω ελλιπούς ζήτησης και καλά να πάθει το αγιογδύτικο!

22 Ιαν 2011

Λουστρίνια… και κρεπ σόλες…




Έχει βάλει τα παλιά του παπούτσια με τις κρεπ σόλες.
Είναι τα πρώτα του της εφηβείας και βγήκε στο σκοτάδι των αναλογισμών του των φωτισμένων μονάχα από τις αναλαμπές των φαναριών των ξύλινων στύλων της ΔΕΗ, που αναβοσβήνανε όποτε θέλανε.
Προσπαθούσε να αναπολήσει ίσως και από το υπόκρουσμα του βήματος του κάποιες ξεχασμένες, παραμελημένες, υποχθόνιες… μα  ματαίως.
Δοκίμαζε νυχτιάτικα να συνηθίσει τον θόρυβο του ξεκολλήματος της κρεπ σόλας από την θερμή ακόμη άσφαλτο. Τσιάφ… τσιάφ.. τσιάφ..  στην αρχή υποσυνείδητα και μετά συνειδητά ξεχώρισε στο λυκοθάλαμο της βραδιάς ένα θόρυβο γνωστό, μα ξεχασμένο από την συμβατικότητα της ύπαρξης του και απ’ την συνήθεια της καθημερινότητας του.
Δεν κατάλαβε αμέσως τι ήταν αλλά κάτι παλιές θύμησες του, κάποια του ξεχασμένα όνειρα, του έδιναν την ακοή και άρχισε στην αρχή αμυδρά και κατόπιν πιο έντονα να ακούει το βάδισμα, γνωστό από παλιά, ψηλοτάκουνων μαύρων λουστρινιών…
Θυμήθηκε τα πρώτα δικά του. Που τα φόρεσε έφηβος με μπλε κοστούμι, θαλασσί πουκάμισο και κίτρινη γραβάτα. Στην αριστερή τσέπη του σακακιού του είχε ένα παλιό μαντήλι και κάθε τόσο έσκυβε και τα ξεσκόνιζε από τον κονιορτό του επαρχιακού δρόμου.
Κι’ εκείνη, ο πρώτος του έρωτας, μια μελαχρινή κοντούλα, είχε φορέσει κι’ αυτή λουστρίνια ψηλοτάκουνα, ίσως και για να είναι εφάμιλλη του, λικνίζοντας τους γοφούς της.
Τον είχε ξεχάσει μετά από τόσα χρόνια τον κοινό αυτό θόρυβο των πεταλωμένων λουστρινιών του με τον ήχο της ψηλοτάκουνης   ομορφιάς της. Αλλά αυτό το συναίσθημα ήτανε ξεκάθαρο στο πνεύμα του. Αυτό το συναίσθημα της αμοιβαίας προσμονής, αναποφασιστικότητας, αυτού του πρώτου βηματισμού που δεν συμπορεύτηκε.
Και τώρα σ’ αυτή την νύχτα που πορευότανε μοναχικός και ούτε που άκουγε τα δικά του βήματα, άκουσε κοντά του αυτό τον γνωστό ήχο της προπόρευσης μιας αγαπημένης ύπαρξης. Ένα τακ.. τακ.. τακ.. σαν τον χρόνο που προπορεύεται της ύπαρξης μας και μας τον κάνει αόρατο αλλά ποθητό… Πολλές φορές τον είχε ζήσει τον ήχο αυτό.
 Ήτανε κάτι σταθερό στο αυτί του, κάτι σαν τις τρίχες που ευδοκιμούσαν εκεί και μάταια πάσχιζε να τις ξεριζώσει. Ήταν αυτός ο πρωτόηχος του παιδικού του έρωτα που ερέθιζε τις αισθήσεις του. Εκείνο το βλέμμα, εκείνη η πρώτη φωνή, εκείνο το πρώτο άλαλο ψιθύρισμα του «σε θέλω», εκείνο το κρυφό ακούμπημα τους σ’ ένα βραδινό χορό, το αμοιβαίο σφίξιμο των χεριών τους σε θερινό σινεμά, τότε που είχε αρωματισθεί με το  πρώτο του after shave και είχε λερώσει το βράδυ το σεντόνι του με υγρά του πόθου του.
Ο ήχος των τακουνιών της ήταν ακόμη κοντά του. Κι’ όσο προσπαθούσε να τον πλησιάσει τόσο περισσότερο οι κρεπ σόλες του κολλούσαν στην νυχτερινή άσφαλτο. Θα προτιμούσε να βάδιζε όπως παλιά σε χωματόδρομο ή σε καλντερίμι, όπου μεν πρέπει να λουστράρεις καθημερινά τα παπούτσια σου αλλά το βήμα σου σε δερμάτινη σόλα και με τα υποχρεωτικά πεταλάκια, προδίδουν αλλά και επιδεικνύουν  την ύπαρξη σου πίσω από εκείνο το πρόδηλο βήμα που θέλεις να ακολουθείς μέχρι να φτάσεις στην είσοδο ή την έξοδο σου.
Κόλλησε εκεί στην άσφαλτο της παρόδου του. Ο ήχος που προσπαθούσε να αφουγκραστεί χάθηκε κάπου μακριά κι’ αυτός εκεί σχεδόν αγαλματωμένος είδε στο αμυδρό φως της Σελήνης  κάτω από ένα θάμνο μια στείρα δεκάποντη λουστρινιένα γόβα…