16 Ιουλ 2010

Λισσαβόνα


Αποκοιμήθηκε μπαϊλντισμένη.

Κόλλησα πίσω της, μισοχάιδευα τον γυμνό ιδρωμένο της γλουτό και ανάπνεα στον ρυθμό της. Ένας άγνωρος μέχρι τότε αισθησιασμός και κάποια απόλυτη ηδονή δεν μ άφηνε να ηρεμήσω. Ξαναορέχτηκα να θωπεύσω το δασύλλιο της, αλλά δεν θέλησα να την ξυπνήσω. Ανατρίχιαζε το στήθος μου από την καΐλα της ωμοπλάτης της! Στα αυτιά μου ηχούσαν ακόμη οι απελπισμένες κραυγές της δόσης μας, κάτι σαν καταχωνιασμένη προσευχή, παθιασμένη αδημονία, εκρήξεις θαμμένων «Θέλω», που δραπετεύοντας απ τα λαρύγγια έσπασαν και νότισαν τους τέσσερες τοίχους, το ταβάνι και το πάτωμα του φτηνού επαρχιακού ξενοδοχείου με τα θεία υγρά μιας εκπλήρωσης.

Το δέρμα μου ακόμη στιλπνό από το αρωματικό έλαιο(έλεος;) της αμφίδρομης τρυφερότητας μας. Τα χείλη μου ακόμη ιδρωμένα από τον ιδρώτα της , το δέρμα μου κόχλαζε από την τριβή της κολασμένης επιδερμίδας της, τα χέρια μου πλημμυρισμένα απ το άρωμα της και τα μαλλιά μου ανακατωμένα από το δάρσιμο των δικών της. Τα δάχτυλα μου είχαν ανακαλύψει όλα τα λαγούμια της φύσης της και τα δικά της απόρθητες εσοχές μου. Η παλάμη μου αγκυλωμένη ακόμη από τις κοιλότητες του σώματος της.

Την ήθελα κι άλλο!  Ποθούσα να ξαναπαραδώσω το Είναι μου σε ανταμοιβή του δικού της. Επιθυμούσα να ξαναδώ το λάγνο μισόκλειστο βλέμμα της, να ξανακούσω το παθιάρικο Αααααααααααχ της σε μια νέα στιγμή  αμοιβαίας υπόταξης μας. Καίγονται στην φλόγα της τ όνομα και τα σύνορα μου.

«Κάψε την καρδιά μου, κάψε τα όνειρά μου 
κάψε ό,τι μου κρατάς 
όμως να θυμάσαι όποτε λυπάσαι 
θα με συναντάς 

Πίσω απ' τα χείλη που φιλάς θα με θυμάσαι 
στα όνειρά σου ενοχές και θα φοβάσαι 
ό,τι κι αν κάψεις η αγάπη δεν πεθαίνει 
εγώ σ' αγάπησα και αυτό θα σε τρελαίνει 

Κάψε τη ζωή μου, κάψε το κορμί μου 
κάψε ό,τι μου κρατάς 
μα να ξέρεις πάντα πίσω απ' το κλάμα 
θα με συναντάς»
Είναι μερικοί που μυθοποιούν την πραγματικότητα τους, κι άλλοι που προσπαθούν να κάνουν το παραμύθι τους πραγματικότητα, είχε πει κάποτε!
Βρεθήκαμε μια βροχερή φθινοπωρινή μέρα στην Λισσαβόνα. Κι από την άψη της προσμονής περάσαμε όλο το απόγευμα και το μισό βράδυ στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Αργά το βράδυ κατεβήκαμε στην Μπάισα να φάμε μπακαλιάρο με κρεμμύδια σ ένα ταβερνάκι στις όχθες του Τέγιο με πριονίδια στο πάτωμα. Ένας γέρος με βραχνή φωνή και με την συνοδεία της προϊστορικής κιθάρας ενός  φίλου του τραγούδησε ένα fados της Αμαλίας:

«A laranja e a tangerina
São iguaisinhas na cor
A segunda é pequenina
E é diferente no sabor

A pêra quando é do ramo
Tem um valor diferente
O rapaz a quem eu amo
Tem amor a toda a gente»

Εσύ αποκοιμήθηκες μάλλον κατά τις τέσσερις κι εμένα μετά τις πέντε το πρωί με απήγαγε ο Μορφέας, αν και είχα όρεξη για γλυκό νεραντζάκι.

Το μεσημέρι περιηγηθήκαμε με το 28αρη  Electrico την άνω και ποδαράτοι την κάτω πόλη.

(Μα τι αισθητική αναστύλωση μετά τον σεισμό του 1755. Οι δικοί μας κυρίαρχοι όλοι τους αρπακόλληδες ήταν γμτ!)

Το απόγευμα  στο Museu do Chiadο χαζέψαμε μοντέρνες εικόνες εξωτικών πουλιών της ζούγκλας σε φανταχτερά χρώματα και ξύλινα αφρικάνικα γλυπτά.

Σε πολυσύχναστη πλατεία ήπιαμε καφέ με γάλα, καθισμένοι κάτω από ομπρέλα ήλιου.

Εκεί εξαφανίσθηκες και μπήκα στο οδοντωτό τραινάκι ψάχνοντας να δω τα σγουρά σου καστανά μαλλιά. Πηδούσα από το ένα τραινάκι στο άλλο, πάνω κάτω, ψάχνοντας σε.

Τελικά βρέθηκα στο λιμάνι, όπου έφευγε ένα μεγάλο υπερωκεάνιο(ή μήπως ήταν κάποιο μυθικό θαλάσσιο κήτος;).

Εκεί σε είδα: στη γέφυρα του πλοίου που μου κούναγες αποχαιρετιστήρια ένα πράσινο φανταιζί μαντήλι αναχωρώντας για το Αλλού σου. Και ένα φιλί στην άκρη του χεριού σου.

Ξέδεσα το κόκκινο μου κασκόλ και το ανέμισα αποχαιρετίζοντας σε. Παίρνοντας τον δρόμο για το  ξενοδοχείο μας «κάπως» σε ξαναπόθησα:

«Όπως έρχεσαι απ την πόρτα
Άρχισε να γδύνεσαι
Να ΄σαι σκέτη αμαρτία
Έτσι να μου δίνεσαι

Απ τα στόματα οι λέξεις
Σαν φωτιές να πέφτουνε
Δεν θ αντέξουν οι καθρέφτες
Πυρκαγιές να βλέπουνε

ΚΑΨΕ με!

Με το στόμα με το σώμα
ένα πόλεμο ακόμα
Το κορμί μου σου φωνάζει
Και το αίμα μου καλπάζει

ΚΑΨΕ με!

Όπως έρχεσαι απ την πόρτα
Άρχισε να γδύνεσαι
Να σε βλέπω να φωτίζεις
Ύστερα να σβήνεσαι

Λόγια ρούχα στον αέρα
Φλόγες που σκορπίζουνε
Τα μαλλιά σου κι η καρδιά σου
Θέλω να μ αγγίζουνε

ΚΑΨΕ με!»

Σκυθρώπιασε το βλέμμα μου, κατέβασα το κεφάλι και έχωσα τα χέρια βαθιά στις τσέπες της καμπαρντίνας μου για τον δρόμο της επιστροφής.

Άγγιξα κάτι παράξενο στην αριστερή. Το ψηλάφισα, το αισθάνθηκα χάρτινο και έβγαλα έναν καφετί φάκελο στο φως. ¨Έγραφε απ έξω: «Σε ικετεύω με στίχους ψεύτικους»! Τον άνοιξα και βρήκα μέσα του ένα αεροπορικό εισιτήριο.

ΝΑΙ!!!!!!!    Θα σε περιμένω στο Αλλού μας Καλή μου!

Δεν υπάρχουν σχόλια: