14 Ιουλ 2010

Αλλού


Κατά τύχη μπήκα σ εκείνη την γκαλερί, που ούτε καν την είχα προσέξει στον καθημερινό δρόμο της επιστροφής μου.
Ήταν μια από κείνες τις φθινοπωριάτικες μέρες, που ξαφνικά ερημώνει ο ουρανός από πετούμενα και η γη από ζώα, μουνταίνει το περιβάλλον , η ξαφνική θεριεμένη μπόρα γεμίζει δρόμους αλάνες ,αυλές σκουπίδια και αναγκάζει τους πεζούς να πάρουν τον δρόμο των ερπετών.

Έτσι τρύπωσα κι εγώ μαζί με άλλους ομοιοπαθούντες στην άσημη αυτή γκαλερί. Ίσως να ήταν η βροχή ή ίσως κάποια σωματική ανάγκη που με ώθησε στον διάδρομο της τουαλέτας και τότε τον είδα σε μια γωνιά ξεχασμένο και κατιτί σκονισμένο.
Μικρός και σχεδόν σκοτεινός ήταν αυτός ο πίνακας και μάλλον του ταίριαζε η ανάρτηση του εκεί, γιατί κανένας ευυπόληπτος αγοραστής δεν θα τον κρεμούσε στο καθιστικό του.
Σκοτεινοί θάμνοι ή σκιές θάμνων και στη μέση λουόμενο από ένα θολό φεγγαρόφως ένα λεπτό γυναικείο κορμί με τζιν και ροζ μπλουζάκι, σαν κοιμώμενο ανάσκελα στο πλακόστρωτο. Με ανοιχτά τα σκέλη, απλωμένους βραχίονες και μόνο η κεφαλή ονειροπόλα ακουμπισμένη στον δεξί ώμο με το πρόσωπο γερμένο προς την μεριά της παλάμης. Και στην παλάμη κρατούσε σφιχτά κάτι σαν ξεραμένα φύλλα ή μια κομμένη μπούκλα της. Στα μαλλιά της λαμπύριζε μια θαλασσιά ή μενεξεδί κορδέλα.

Δεν διερωτήθηκα πως βρέθηκε εκεί στη μέση της νυχτιάς το σώμα αυτό. Ίσως να είχε πέσει από το φεγγάρι, από κάποιο αδύναμο σύννεφο η από τις αρπάγες κάποιου μεγάλου ξωτικού.
Κάτι μου θύμιζε ο πίνακας αυτός. Μια ξεχασμένη φούγκα, τον στίχο ενός τραγουδιού, μια στροφή κάποιου ποιήματος;; Και δεν ξέρω αν ήταν μια τελευταία αστραπή ή ο απόηχος της βροντής της και θυμήθηκα:

«Κι όλο να πνέει, να μάς ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους και καιρούς, έως ότου - φως μου -
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' την τρικυμία αυτού τού κόσμου»

Έφυγα αμέσως και βγήκα στους δρόμους, όταν αποχαυνωμένο με ρώτησε η ιδιοκτήτρια της γκαλερί, αν μου αρέσει ο πίνακας.Κι εκεί ανάμεσα στις τελευταίες στάλες της καταιγίδας είδα να τρελλοκουνιέται αγέρωχα μια κορδέλα φανταιζί.
Προσπέρασα βιαστικός την κοπελιά, σταμάτησα απότομα και γύρισα να δω το πρόσωπο της.
Ξαφνιάστηκε, ανταποκρίθηκε στο χαμόγελο μου και συνέχισε ο καθένας μας τον δρόμο του για το Αλλού του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: