14 Ιουλ 2010

Λυγμός ανάμεσα στο πρέπει και στο θέλω

Προσπαθούσε να την πλησιάσει εδώ και ενάμισι χρόνο ανεπιτυχώς.
Έκανε την φιγούρα του για να προσελκύσει την προσοχή της, μέχρι που της έγραψε και ραβασάκι, που αυτή το παράτησε αδιάβαστο. Δεν ενέδωσε και συνέχισε να την παρατηρεί στους χώρους του καθημερινού της χαχανίσματος.

Αν και χαζογελούσε, όπως και όλοι οι παρευρισκόμενοι, εν τούτοις διέκρινε, έτσι νόμιζε τουλάχιστον, μια δροσιά ιδιαίτερου πνεύματος στις παρεμβολές της. Ήταν κάτι σαν απόκρυφα μηνύματα χωματένια, που στέλνουν μαγικά πλάσματα από μια εγκρατή ζωή, φαίνονται γήινα αλλά ίσως και να εμπεριέχουν κάτι άλλο εξωπραγματικό.

«Τα παλικάρια πάνε από μεράκι» της είπε και τότε μόνο αντέδρασε.
Μάλλον ήθελε να δοκιμάσει την ανδρεία του.Ήξερε, ότι ήταν κοινωνικά δεσμευμένη, με παπά, κουμπάρο κι ένα δωδεκάχρονο αγοράκι.
Μα την ήθελε!Κι αυτή ίσως γέννησε τους θεούς του ονείρου της από ατολμία και τεμπελιά.Σαν νησιώτισσα έχει την βλέψη των θαλασσινών, που είναι πάντα αφηρημένη στην ρέμβη των.Της εξωτερικεύτηκε όλα τα άγια και τα ενδόμυχα του, γιατί δεν θέλησε να παραμένουν οι κραυγές του «φωνή... εν τη ερήμω».

Μα φυσικά προσδοκούσε και κάτι περισσότερο από ένα φιλικά διατεθειμένο συνομιλητή. Ο ερωτισμός του ανδρικού με το θηλυκό δεν τελειώνει πριν την νεκροφόρα.
Ανταποκρίνονταν μεν αλλά πάντα με τον ενδοιασμό του «πρέπει».

Αυτουνού απ΄ την μεριά του τον ερέθιζε η δοκιμασία να τσεκάρει τα όρια των «πρέπει» και των «θέλω» της.

Είχε μαζέψει με τα χεράκια του φρέσκα φασολάκια, για να της τα μαγειρέψει γιαχνί με αγοραστό μαϊντανό και μάραθο. Αυτή προτιμούσε μπριζόλες χοιρινές ή συναγρίδα και τελικά συμβιβάστηκαν σε πίτσα Μαργαρίτα από ντελίβερι.
Ευτυχώς που υπήρχαν αρκετές μπύρες στο ψυγείο και μερικοί μακρομάλληδες τροβαδούροι για να φαντασιοκοπεί ιππότης στην αναζήτηση ψηλών πύργων με μπαλκόνια και αλογοουρούσες να τον βοηθήσουν στην αναρρίχηση.

Έψαχνε αρτεσιανό με αναβρύων ύδωρ και όχι χαβούζα για να ξεδιψάσει περιστασιακά.
«Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι, ο ένας αρσενικός, ο άλλος θηλυκός, συναντηθήκαν και συγκρούονται σ΄ ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή, πύκνωσαν, γένηκαν ορατοί…»
(Αχ, βρε Νικολάκη, καλά τα έγραφες αλλά μάλλον δεν έζησες τσουνάμι! Και πόσοι αφορισμοί χρειάζονται για να ασκητέψεις χωρίς συμβιβασμούς;;;;)

Στην επικοινωνία τους είχε δημιουργήσει την εντύπωση, ότι αυτή είχε απορροφηθεί ματαίως στην αναζήτηση της ουσίας του Είναι της, που το είχε από καιρό καταχωνιασμένο σε κάποια άβυσσο.
Της έριξε αρκετές τριχιές μα όλες τις παράτησε στα μέσα της αναρρίχησης της ευπροσδοκώντας τον βυθό της.

Μα κι αυτός τι είχε να της προσφέρει εκτός απ΄ την θαλπωρή σπηλιά του δάσους του;;;
Αυτό ίσως ήταν η επιθυμία του. Να αποσπαστούνε από την ερημικότητα του πλήθους για ένα δυαδικό ταξίδι σε αναζήτηση νέων φανταχτερών κορφών και σκοτεινών χαραδρών.
Πιθανόν και να την εξιδανίκευε στο κενό της απομόνωσης του για να γεμίζει την ελπίδα του με ξωτικά, νεράιδες, μούσες, νύμφες.

Αυτή το έπαιζε άνετα στην απροσδιόριστη κατάσταση της. Αλλά η ανία της πρέπουσας συμπεριφοράς την ωθούσε σε υπέρμετρες εκφράσεις. Εξ άλλου λογάκια και γραμματάκια όλα αυτά ήταν.
«Τσε τι με μέλει;» νοούσε ανάμεσα στις φράσεις της.
«Μην κρίνεις τον άνθρωπο από τα λόγια του, αλλά από τις ενέργειες του» έλεγε η συγχωρεμένη μάνα του.

Κι εκείνη η φανταιζί κορδέλα ξεθωριάζει με την βροχή και τον άνεμο.
Μα πίσω από το τριανταφυλλί πέπλο της εικονικότητας υπάρχει και η γκρι πραγματικότητα, που ήθελε να εξερευνήσει έστω και χωρίς μίτο.

Να τον λοιπόν στις μαδάρες του Ψηλορείτη να ψάχνει για άρμεγμα την παιχνιδιάρα αίγα του, μα βρήκε μοναχά χοχλιούς (λένε ότι τους μαζεύουνε πρωί, τους βάζουνε μερικές μέρες σε κουβά για να ξεσκατώσουν και μετά τους μαγειρεύουν. Αλλά που καιρός για παραδοσιακές τέρψεις;)
Ντόμπρος και τσελιγγάτος, όπως είναι, της είχε πει ότι θα έρθει να την απαγάγει από τα σκοτεινά του Κάπου της για πάμφωτα ακρώρεια ενός άγνωστου Αλλού (είχε κατεβεί με το τζιπάκι του, όχι κάποιο φιγουρένιο νεοπλούσιο αλλά ένα παλιό πρώην στρατιωτικό, που ανάβουνε τα λαμπάκια του όποτε θέλουν, έτσι για να δείχνει ετοιμοπόλεμος).
Αυτή αντέδρασε, όπως σχεδόν περίμενε, έτσι να θωπεύσει παροδικά έναν έρωτα επίγειο.
Το κατανοούσε μα το αψήφησε.

Τα «πρέπει» της θνητής καθημερινότητας βαραίνουν περισσότερο από τα "θέλω" της πεταλουδίσιας ψυχής.

Συνεχίζει αυτός την περιπλάνηση του με την ωδή:
«Πάρε μυρωδιά το λάδι, εδώ όπως καίγεται και ζήσε το ταξίδι».
Κι ένα φανταχτερό φακιόλι φαντάζει πλέον σαν σκυθρωπή γκρι μαντίλα χήρας, που δεν χοροπηδάει ούτε στον σιρόκο.

«Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα κύκλο δικό του από πράματα, από δένδρα, ζώα, ανθρώπους, ιδέες και τον κύκλο τούτον έχει χρέος αυτός να τον σώσει. Αυτός, κανένας άλλος. Αν δεν τον σώσει, δεν μπορεί να σωθεί!»

Κάθισε πάνω σ΄ έναν από τους κυβισμένους γρανιτένιους ογκόλιθους του μνήματος του, επανέλαβε νοερά την επιγραφή του τάφου του, αγνάντεψε την θάλασσα και τον παραξένεψε ο ξύλινος σταυρός.

«Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι»:….

«ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: