14 Ιουλ 2010

Γλάστρες της Άνοιξης



Ναι! Το είχε αποφασίσει. Σήμερα θα έφευγε, μα αν και δεν ήξερε για πού, ποθούσε κάποιο Aλλού.

Είχε βαρεθεί την πολυκοσμία, τους άοκνους θορύβους, τα κορναρίσματα, τα στριγκλίσματα φρένων και τα σφυρίγματα των τροχονόμων. Είχε αηδιάσει με την ευσπλαχνία της μοναξιάς κάποιων ηλικιωμένων και τα απορρίμματα της τροφής των. Τον έπλητταν οι πολυσύχναστες πλατείες και οι αγύρευτες μα αναγκαίες συναναστροφές  της αδίσταχτης στην ζωή παρέας του.

Τα έχεζε όλα εδώ και καιρό, πλατείες, παγκάκια, αυτοκίνητα, μνημεία, τάφους, πανωφόρια, καπέλα, μπαλκόνια, ταράτσες, με τα δηκτικά του περιττώματα. ( Πάλι έπεσε μια βαριά σιωπή… νοτισμένη σιωπή. Πάλι ζάρωσε η άνοιξη στο λαιμό ενός αγριοπερίστερου, γιατί κρύωνε πολύ).

Ήταν ακόμη πρωί. Πετάχτηκε στο κοντινό συντριβανάκι, ξεβρόμισε από τον φούμο του «πολιτισμού», περιποιήθηκε το  γκριζόλευκο φτέρωμα του και φτερούγισε ψηλά.

Πέταξε πάνω απ τις κορυφές της τσιμεντούπολης με τα άφυλλα σιδερένια δενδράκια τους, απάνω από τα χαμόσπιτα των προαστίων, δίπλα από τσιμινιέρες. Φτεροκοπούσε άκοπα με την λαχτάρα της φυγής, μέχρι να δει κάτω του αυτό το παχύ, εντατικό πράσινο των ιστοριών που άκουγε από γέρικα περιστέρια.

Επί τέλους το είδε χάμω του. Ήταν πραγματικότητα! Θάμπωσαν τα μάτια του με πλούσιες αποχρώσεις πράσινου και με ευφροσύνη προσμονής μια κραυγή ξέφυγε από το λαρύγγι του, όπως στο κάλεσμα της πιτσούνας.

Ώρες περιστρεφόταν πάνω απ αυτό το όμορφο μυθικό άγνωστο, μέχρι που κουράστηκε και θέλησε να ξαποστάσει. Ένα πολύχρωμο τετραγωνάκι χαμηλά του κίνησε την περιέργεια του και προσεδαφίστηκε πάνω σ ένα φρεσκοασβεστωμένο τοιχάκι.

Ήταν ένας περιποιημένος κήπος. Στην άκρη του μια λωρίδα σπαρμένη με κρεμμυδάκια, σκόρδα και λάπατα. Μετά μια κρεβατίνα που φούντωνε. Πολλά και ποικίλα στο χώμα φυτεμένα λουλούδια και πρασινάδες. Και όλη η πρόσοψη του σπιτιού με τα πράσινα παράθυρα (ξύλινα, με μικρά γλαστράκια σγουρόφυλλου βασιλικού, που σε καλημερίζει κάθε πρωί και σ΄ αφήνει το βράδυ να απλώσεις ακροδάχτυλα πάνω του. Που τον χαϊδεύεις και γεμίζει, χαίρεται, και  χαμογελάει κι ο αέρας από το δώρο σου), εκτός από τα δυο σκαλοπατάκια της εισόδου, πλουμισμένη με γλάστρες.

Μα τι γλάστρες! Όχι σαν αυτές των μπαλκονιών της τσιμεντούπολης, αλλά γήινες από κεραμιδόχωμα σε πάμπολλα σχήματα και σχέδια. Άλλες καινούργιες, μερικές ερυθρωπά βαμμένες, μικρές μεσαίες, μεγαλύτερες, στρογγυλές και τετραγωνικές, λείες και με ανάγλυφα μοτίβα.
Και τα φυτά που τις κατοικούσαν τις ομόρφαιναν ακόμη περισσότερο. Τι γεράνια, τι σκουλαρίκια, μολόχες, 2 γαρδένιες, γαρυφαλλιές, 3 νήπια κουμκουάτ, αγιόκλημα και γιασεμί…και μωβ τουλίπες που γέρνουν να αγγίξουν , να ρουφήξουν, να γευτούν δροσιά το ένα από τα φύλλα του άλλου …….. Μια πλημμύρα χρωμάτων και ευωδιών!

Η ποιήτρια λέει: «Όμορφος που είναι ο κόσμος!!! Κι αυτή η άμυαλη πυγολαμπίδα που παλεύει να φωτίσει τα φύλλα του χαμομηλιού, το ξέρει καλύτερα, από όλα τα πλάσματα της γης»

Πάντα ήθελε να του χαρίσουν ένα ουράνιο τόξο! Να το ρίχνει πάνω του, κάθε φορά που κρυώνει και τρέμει.

Είχε περίπου μεσημεριάσει και πεινούσε. Δίπλα στα σκαλοπάτια είδε δυο πήλινα γιαουρτίσια κεσεδάκια. Το ένα με νερό και το άλλο με αποφάγια και μπουκιές σταρένιου ψωμιού. Θα προορίζονταν μάλλον για γάτες και έπρεπε να προσέχει. Φτερούγισε γρήγορα μέχρις εκεί, τσίμπησε αρκετά ψίχουλα, ήπιε νεράκι και ξαναγύρισε στην αρχική του θέση.

Ένα ανθρώπινο χέρι άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Οσφρίστηκε κάτι μαγειρευτό, είδε μια γυναικεία σιλουέτα να περιφέρεται και ένα μισοτράγουδο αηδόνιζε στην ακοή του.

«Κοιμήσου περιστέρι μου να γίνεις σαν ατσάλι
Να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη
Για να μην πεις μεσ' τη ζωή σου δεν μπορώ
κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις και σταυρό»

(Δεν είναι τόσο πεζή η καθημερινότητα, όσο την παριστάνουν μερικοί άνθρωποι. Φτάνει μια λεπτομέρεια, για να μετατραπεί σε γιορτή. Ένα λουλούδι στο κομοδίνο. Ένα κερί στο τραπέζι. Ένα χαμόγελο πλατύ. Δεν φταίει η καθημερινότητα. Η φαντασία φταίει που δεν την κάνει παρέα!).

Σε λίγο άνοιξε η εξώπορτα και εμφανίστηκε μια συμπαθητική γυναίκα μ ένα μαξιλαράκι κι ένα πλεκτό στα χέρια. Κάθισε προσεκτικά στο μαξιλάρι στο επάνω σκαλοπάτι και άρχισε το πλέξιμο σιγοτραγουδώντας. Έπλεκε κάτι μικρό με 3 θαμπερά ταιριαστά νήματα. Είχε γκριζωπά μαλλιά και ριγούλες ρυτίδων χάραζαν διακριτικά το μέτωπο και τα μάγουλα της.

Μια παρδαλή γάτα ξεφύτρωσε ανάμεσα από τον φράχτη, πήγε έξυσε την πλάτη της στα πόδια της κυρίας και μετά την άραξε με κλειστά μάτια στον ίσκιο μιας αγριοτριανταφυλλιάς.

Η γυναίκα διέκοψε την ασχολία της, ακούμπησε το πλεχτό στο σκαλοπάτι, και με το δεξί της χέρι χάιδεψε νοσταλγικά την στρογγυλή κοιλιά της. Η ματιά της διέσχισε την φυλλωσιά μιας κερασιάς, φίλησε στο πέρασμα της δυο άγουρα κερασάκια και πλανήθηκε κάπου μακριά.
Είχε μεστώσει ο ήλιος, όταν βαριά κουρασμένα βήματα ακουστήκανε στην αυλή.

Ένας ψαρομάλλης, ρυτιδωμένος μα καλοστεκούμενος άνδρας έκοψε μια γαρδένια και πήγε αργοπερπατώντας χαμογελαστός στην εξώπορτα. Βοήθησε την γυναίκα να σηκωθεί, της χάιδεψε την κοιλιά, της πρόσφερε την γαρδένια και φίλησε απαλά τα χείλη της.

Την συνόδεψε στο εσωτερικό του σπιτιού, με το μαξιλαράκι και το πλεχτό της στο χέρι, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Απ το ασβεστωμένο τοιχάκι τον είδε πίσω από το ανοιχτό παράθυρο να κάθεται σε μια ξύλινη καρέκλα με ψάθινο κάθισμα στο στρωμένο τραπέζι βάζοντας κόκκινο κρασί σε δυο ποτηράκια.

Η γυναίκα έβαλε την κομμένη γαρδένια σ ένα ρακοπότηρο με νερό και το απίθωσε στην μέση του τραπεζιού. Έβαλε δυο πιάτα πάνω στο τραπέζι, κάθισε προσεκτικά κι αυτή και ύψωσαν τα ποτηράκια τους.

Στριφοφτερούγησε μερικές φορές πάνω από την στέγη του μικρού σπιτιού ψάχνοντας κατάλληλο μέρος για καινούργια φωλιά!

«Πέτα, καλό μου, πέτα ψηλά!
Αν σκοτωθείς στον αέρα, να ξέρεις, πως αυτό συμβαίνει στα πουλιά.
Ένα κόκκινο γαρύφαλλο είναι η ζωή μας.
Ένα κόκκινο γαρύφαλλο που βάζει ο Θεός στ’ αυτί του και σεργιανάει στα σύμπαντα!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: