14 Ιουλ 2010

Φωλιές αποδημητικών



Σ ένα εαρινό μεσημβρινό εργασιακό διάλλειμα, σε μια περίοδο όπου βρισκόμουν σε μια διχάλα της ζωής και ξένη μα σύμμαχη βία με πίεζε να αποφασίσω, απέφυγα την καθημερινή ομήγυρη των συναδέλφων και αποσύρθηκα βυθισμένος σε σκέψεις για το γιατί, πως και αν, στο διπλανό πάρκο.

Κάθισα σ ένα παγκάκι, ακούμπησα τους αγκώνες μου ράθυμα στην ράχη του, έκλεισα τα μάτια μου και έστρεψα το πρόσωπο μου προς την κατεύθυνση του ήλιου ελπίζοντας, ότι η δύναμη της νιότης του θα φώτιζε λιγουλάκι την αντάρα του μυαλού μου και μια σταλιά της ζωτικής του δύναμης θα με αναπτέρωνε να αποφανθώ.

Δεν ξέρω πόσο διήρκεσε η νοητική μου ραστώνη,  αλλά κάποτε ένιωσα πάνθερμο το πρόσωπο μου και μια ανθρώπινη παρουσία πλησίον μου. Έστρεψα την όψη μου προς τα δεξιά και είδα πλάι μου καθισμένο έναν κοτσονάτο ηλικιωμένο κύριο, γύρω στα 75, ντυμένο μ ένα τσαλακωμένο αλλά καθαρό κοστούμι της εποχής του 50, καροτί πουκάμισο και λαιμοδέτη σε μια κιτρινοπράσινη (λαχανί;) απόχρωση.

Το βλέμμα του ήταν στραμμένο διερευνητικά στην κορφή του διπλανού πλατάνου και στην πτυχή του στόματος του διακρινόταν ένα σχεδόν ηδυπαθές χαμόγελο, κάτι που θα μπορούσε να εκφράζει ηδονή μεταξύ ευσπλαχνίας προς όλο το σύμπαν και ευδαιμονίας της κάθε εισπνοής, σαν αυτό το ανθυπομειδίαμα που διακατέχει μερικούς Γκουρού σε στιγμές υπέρβασης επιπέδων ύπαρξης, κάποιους ομφαλοσκόπους μοναχούς στις ώρες της πανγνωσίας τους και λιγοστούς ερωτευμένους, όταν ανταλλάσουν το πρώτο τους φιλί!

Μια ουσιώδης περιέργεια, πιθανόν και αποτέλεσμα ενός απολλώνιου βαλλισμού, έσπρωξε και το δικό μου βλέμμα προς την κατεύθυνση της ενατένισης του, μα αρχικά δεν διέκρινα τίποτε ανάμεσα στην νεαρή φυλλωσιά του μεγαλοπρεπούς πλατάνου. Συγκέντρωσα την προσοχή μου, σμίκρυνα συνειδητά τις κόρες των ματιών μου και τότε ξέκρινα 2 μικρά πολύχρωμα αποδημητικά πτηνά να χοροπηδούν τιτιβίζοντας  από κλαρί σε κλαρί και φτερουγίζοντας αργά και που στο έδαφος να μεταφέρουν ένα σπασμένο κλαδάκι, μια ξεραμένη ριζούλα ενός χορταριού, ένα χαμένο φτερό ενός άλλου πουλιού στην διχάλα ενός παρακλαδιού κτίζοντας την εποχική τους φωλιά.

Ήταν άραγε γενετική ή συνειδητή όλη αυτή η ορμή που ωθούσε τα δυο πουλάκια να επιλέξουν το συντροφάκι αυτού του χρόνου, να μοχθήσουν να φτιάξουν δική τους φωλιά, να ζευγαρωθούν, να επωάσουν κοινά και αργότερα να νεοσσέψουν τα νεογνά τους, να τα μάθουν να πετάνε, να βρίσκουν μόνα τους τροφή, να αποφεύγουν κινδύνους, να αποδημήσουν όλοι μαζί το φθινόπωρο για πιο ζεστές χώρες και χώρους  και ίσως να επανέλθουν την επόμενη άνοιξη με τον παλιό ή κάποιο νέο σύντροφο τους ξαναεπαναλαμβάνοντας με την ίδια έντονη δραστηριότητα το σημερινό τους λαλείν και πράττειν;;;
Μάλλον δεν τα ενδιέφεραν καθόλου βιωμένες οδύνες, παροδικά πονέματα και ζούσαν το παρόν των ηδονών τους προσδοκώντας μέλλουσες, έχοντας επικεντρώσει όλη τους την ζωηρότητα στο εδώ και το τώρα τους.

Δεν νοιάζονταν, αν αυτή η φωλίτσα τους που ύφαιναν με την αρωγή της άνοιξης, με τις προσδοκίες του κοινού καλοκαιριού, με την δύναμη της αναπαραγωγής του γένους των, να μην υπάρχει το επόμενο έαρ κατεστραμμένη ενδεχόμενα από παγωμένη χειμωνιά, απρόβλεπτες καταιγίδες, καμένη από την εκρηκτική ενέργεια κάποιου κεραυνού ή κατειλημμένη από οκνηρία άλλων πτηνών.
Τραγουδούσαν απλά την ομορφιά του είναι τους με ζωντανή ψυχή!

Μόλις πρόλαβα και είδα τον μέχρι πριν λίγο διπλανό μου ατενίζοντα να απομακρύνεται με βήμα γοργό και δυναμικό για ποιος ξέρει ποια φωλιά, αποκούμπι, νέο έρωτα  η συντρόφισσα του.

Ζήλεψα την θεληματικότητα του βηματισμού του, που εξέπεμπε μια χάρη αυτογνωσίας, ξύπνησε το μεδούλι του σκελετού μου και αποφάσισα να τραγουδήσω κι εγώ πάλι!

Θα έστηνα το σκηνάκι μου στο δίχαλο του δρόμου μου μη υποκύπτοντας σε πιέσεις ξένων θέλω, χαιρόμενος και άδοντας το εδώ και το τώρα μου, κι αν και όταν έρθει το φθινόπωρο μου ίσως αιθριάσουν τα φτερά μου από τον νόστο του νοτιά!

Δεν υπάρχουν σχόλια: