21 Σεπ 2010

Πηλιορείτικες νύξεις




(στο βάθος λιοστάσι)









Αγριά




Μούργος βράδυ εγαύγιζε

τον ήχο των κυμάτων

κι ένα ζευγάρι Αλβανών

έφτυσε απάν΄ στο χώμα

γιατί ήτανε πολύ φτηνό

το μεροκάματο τους


Κόπιασαν οι αέρηδες
η φύση γαληνεύει
ένα φεγγάρι μισόγιομο
πάει να ξεμυτίσει
πίσω απ΄ του Πήλιου πλαγιές
Αιγαίου ληστών λημέρια

Εμάλωσε στην ξενιτιά
ερωτικό ζευγάρι
μα η νύχτα τους ημέρωσε
μ ένα τραγούδι γρύλλων
μοιρολογώντας στα νερά
των Διγενών κατάντια
γλάρου μπεκρή τρικλίζοντα
ν αναζητά φωλιά

Πριν ξημερώσει φούντωσε
η γκρίνια της γυναίκας
που κουρασμένη θήλαζε
μωρό μ αποκομμένο γάλα

Άνδρα ακαλημέριστο
σε ζήσης του αγώγι
αλύχτησε ένα σκυλί
δεμένο με λουρί



΄Αφυσσος



Μια σημαδούρα κίτρινη

χόρευε στο μουράγιο


Ήρεμα ήταν τα νερά

τρανή η προσμονή της


για καραβάκι που ήθελε

απάνω της να δέσει


Μα ούτε γλαράκι του γιαλού
μήτε καλαμαράκια
μαντάτα δεν της φέρανε
πως ήταν βυθισμένο


Πορταριά


Τσιμέντα επιβλητικά

σε ξέκληρα λιοστάσια

αμπέλια που μπαζώθηκαν

για να γενούν γιαπιά

ένας δραπέτης κόκορας

να λάλει απελπισμένα
σε δρόμο που κατέθαψε
κοτέτσια φανταχτά

Πουλήθηκαν προίκιοι αγροί
για τις σπουδές της κόρης
κόποι γενιών ατίμητοι
γι αξίες μιας στιγμής
και η καλύβα του παππού
που έκτιζε χειμώνες
ταξίδι γαμησιάτικο
ενός μοναχογιού

Ένα τζιπάκι ζήλεψε
γαιδάρου μονοπάτι
μα σκάλωσε στη διάβα του
σε ρίζα καστανιάς
ψαρόβαρκα εχλέβασε
ισχύ τρακόσιων ίππων
μα φουσκωτό της έκοψε
στη μέση την συρτή

Θεριεύουνε μπετά σκαριά
με τούβλα αμπαρωμένα
μ αλουμινέ παράθυρα
πλακόστρωτες αυλές
τρεις πλαστικές γαρδένιες
να παίζουνε τσιλίκι
τα θερινά απογεύματα
με γύψινες θέες

Λήσταρχοι κοκορεύονται
για πέτρες λαξεμένες
και πληρωμένους έρωτες
διάρκειας δυο λεπτών
για τα γοργά τους τα πλωτά
και εμπριμέ πισίνες
γεμάτες από ίδρωτα
λαθραίων μεταναστών


Αργαλαστή


Δέκα κουρούνες κούρνιασαν

σε γέρικο πλατάνι

στην φαλακρή του την κορφή

σε ξεραμένα κλώνια



Γεμάτες οι κοιλίτσες τους

από σκουπίδια πλούτου

Ένας αλήτης ξάπλωσε
στις ρίζες του πλατάνου
Γουργούραε το στομάχι του
κι αυτές τον περιπαίζαν


Χορευτό


Ερωτικά χαϊδολογούν

τα κύματα τους σκίνους

Ερωτικά μοσχοβολούν

οι ανθοί του περγαμόντου

Ερωτικά είναι στο δειλινό

τα σκέρτσα της γυναίκας



Μυλοπόταμος


Δυο δελφινάκια σμίξανε
σ ανάβαθα πελάγη
κι ένα ελάφι βάτεψε
πέντε έξι θηλυκά
σ ένα φθινόπωρο ψυχρό
μ ολόγιομο φεγγάρι
Κι εσύ ρωτάς πως πάντρεψα
τα τρία μου παιδιά

Ζεστός ήταν ο αφρός
και τα δελφίνια παίζαν
Χορτάσανε με λούλουδα
του θέρους οι ελαφίνες
Κι εγώ σε μπόρες εαρινές
ή λίβες φθινόπωρου
το ταίρι μου έψαχνα να βρω
για μια απανεμιά


Μηλίνα


Ένας αφρός στο πέλαγο

εφάνταζε σαν άτι

σαν μια ανέμελη κραυγή

που κάλπαζε

για ερωτικές βουτιές



Μα στο μικρό μπαλκόνι μου

μυροβολούσε αγάπη
από τις καταπράσινες
ανθούσες λεμονιές





Πλατανιά


Μια καβουρίνα κιότεψε
να πάει ταξιδάκι
Κι ένα γλαράκι θάρρεψε
να την ερωτευτεί
Μα εκείνη αμέσως πονηρά
του έκλεισε το μάτι
και πήγε να ανταμωθεί
με σπάρο στα βαθιά


Γκατζέα


Η λεμονιά κουράστηκε
να ζει στο ίδιο μέρος
και φώναξε ένα κόρακα
να παραπονεθεί
Μ αυτός αμέ της έκλεψε
ένα μεστό λεμόνι
και έχεσε τους σπόρους του
σε διπλανή ακτή


΄Αη Γιάννης


Πανήσυχος ήταν ο γιαλός
μειλίχιο το χαλίκι
λιτός ήταν κι ο έρωτας
που νιώθαν για τον άλλο

Μισό φεγγάρι κίτρινο
κρατούσε φαναράκι
χάιδευε ράχες των χεριών
μ αυτοί σε παραζάλη
δεν βλέπαν, δεν ακούανε
μόνο στιγμές γευόταν

Μα όταν τα χείλη σιγανά
το σ αγαπώ φωνάξαν
αχοί των καταδιωκτικών
κάλυψαν την λαλιά τους


Μακρυνίτσα


Οργίστηκε ο Ερίγδουπος
από γαζέλας νάζια
που σε πλαγιές του Πήλιου
καιρό την λιμπιζόταν

Σκυθρώπιασε ο Μύτικας
μ αντάρα εκουκουλώθει
κ αρχίνισε ο παλιός θεός
να βρίζει να βροντάει
Τότε η κεφαλογέννητη θεά
ορθή εστάθει αντίκρυ
αγρίως τον κατσάδιασε
να μην παραλογάει
από τα σκέρτσα καλλονών
που θεν να τον τσιτώσουν

Αραίωσε το νέκταρ του
με δροσερό νεράκι
χαλίνωσε τους κεραυνούς
και βγήκε πάλι ήλιος

Μικρή γαζέλα μειδίασε
με το κατόρθωμα της
κι από το ντέρτι του ο θεός
έκλαψε μια βροχούλα


Μύλος


Γλάρος λευκός φτερούγιζε
σε κόλπου κυματάκια
Μακρύ ταξίδι έκανε
να βρει κάνα ψαράκι
μη λιγοστέψει η πείνα του
να τρέψει γλαροπούλια

Τον γόνο των αφρόψαρων
τον ψάρεψαν με δίχτυ
και τον προσφέρουν σε ουζερί
σε πλουσίους τουρίστες


Ζαγορά


Ξαλάφρωσαν τρεις καστανιές
απ τον καρπό του θέρους
κιτρινωπά ακανθόμηλα
γέμισαν τις ποδιές τους
την διπλανή την ρεματιά
κρύφτηκαν μες στις φτέρες

Μα που ΄ναι τα αγριογούρουνα
να πάνε να τα φάνε
που ΄ναι τα χέρια τα φτηνά
να παν΄ να τα μαζέψουν…

Και καστανόχωμα σε λαϊκές
εισαγωγής πουλάνε


Λεφόκαστρο


Σε λόφο του Λεφόκαστρου

που σκάει πρωί ο ήλιος

μικρός βωμός τ΄ Απόλλωνα

εγίνηκε ξωκλήσι

κάποιου Εβραίου ζηλευτή

που βάφτισαν προφήτη


Κέδρινο τέμπλο φτιάξανε
και δρύινα στασίδια
Λιθάρια ολύμπια στην αυλή
οι πάγκοι που αγναντεύεις


Καλά Νερά


Σε αμμουδιά Καλών Νερών

μάζεψε δυο κογχύλια


Ένα μικρό κατάλευκο

αγνό σαν κοπελούδα

στο μαξιλάρι το ΄βαλε

να τον αποσπερίζει


Ένα μεγάλο φανταχτό
με φιλντισένια όψη
ψηλάφιζε τα δειλινά
σε φεγγαρίσιες σκιάδες


Χόρτο


Είναι σκληρός κι ευέσχιστος

σαν πηλιορείτης λίθος

μα όταν τα βέλη του έρωτα

βογκίζουν στην ψυχή του

με θραύσματα πλακαδερά

κτίζει θεώρεια στέγη

να προστατεύσει το κορμί
από βροχές και χιόνια



Νεοχώρι



Ξεσπάθωσαν οι κεραυνοί

μέρεψαν οι βροντές τους

κι ένα φεγγάρι κόκκινο

λόφο κοντό φωτίζει

γιόματο από λιοστάσια

μ ελιές ν αγκομαχούνε

από τον πλούτο της σοδειάς
του ερχόμενου χειμώνα

Κι εμένα το κορίτσι μου
πολλά με καρτεράει
Την ξενιτιά ν απαρνηθώ
το τζάκι της ν ανάψω



Μούρεσι



Ένα καράβι σύννεφο

έπλεε προς το Πήλιο

Στ αμπάρι είχε αστραπές

και βρόντους του Ολύμπου



Φθινόπωρο ερωτεύτηκε

την θάλασσα την πλάνα
Εφίλησε τον κόρφο της
και έσμιξε μαζί της

Στον γάμο τους χορέψανε
περβόλια κ ελαιώνες
μεθύσανε οι ρίζες τους
με τον ιδρό του πόθου


Κάτω Λεχώνια


Δυο σκυλάκια τρέχανε

μπροστά από μια κυρία


Γαυγίζανε, δαγκωνόντουσαν

κατούραγαν στα δένδρα

χαιρότανε την λευτεριά

τριών τεσσάρων μέτρων
Αυτή που τους επέτρεπε
το μήκος του λουριού τους


Πλατανίδια


Δεν ξέρω, αν ήτανε Σκορπιός

Δίδυμος ή Παρθένος

Εγώ ένα χέρι εθώπευσα

που βρέθηκε κοντά μου





Φύκια το μαξιλάρι μας

με άμμο σεντονάκι
Στο τζάκι, πέτρες της ακτής,
κουπιά σπασμένα καίγαν

Δεν άκουα τι μου έλεγε
δεν νόησε τι είπα
Κορμιά ιδρωμένα σιωπηλά
ψυχόστρατες ανιχνεύαν


Τρίκερι


Πολλά αστέρια στα υψηλά

κι εμείς ξάπλα στην άμμο

Μα ένα άστρο οκνηρό

βαρέθηκε να λάμπει

κείνο το Σαββατόβραδο

που γλυφα τα βυζιά σου

Δευτέρα βράδυ σελάγισε
μα εσύ είχες πετάξει…


Πινακάτες


Δροσοσταλίδα μάγεψε

ανατολίτης ήλιος

πάνω σε ελαιόφυλλο

που έσειε αεράκι



Λαμπύριζε χρυσόξανθα

στα κόκκινα ντυνόταν

μετάλλαζε πρασινωπά
χορεύοντας, γελώντας

Εκείνος εκορδώθηκε
θερμό φιλί της στέλνει
την ζάλισε, την αντράλισε
την έριξε στο χώμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: