Ο ήλιος είχε
αρχίσει να παίρνει το δρόµο για το ουράνιο κρεßßάτι του ßάφοντας µ΄ ένα θαμπό
µαßί χρώµα τη θάλασσα. Στην άκρη του µώλου ο κυρ Θωµάς ο ψαράς ετοίµαζε τα δίχτυα για την νυχτερινή του
παγανιά, και χειρωνοµούσε ρυθµικά τραγουδώντας:
"Αννούλα Αννούλα του ήλιου παιδούλα, χρυσά τα µαλλιά σου µ’ αχτίδες τα
πλέκειs…"
«Αννούλα,
Αννούλα του ήλιου παιδούλα, χρυσά τα μαλλιά σου μ’ αχτίδες τα πλέκεις..»
-«Αννούλα να σε
βοηθήσω;» ακούστηκε ξαφνικά πλάι της η φωνή του Χρηστάκη.
Συμμαθητής της
Αννούλας ο Χρηστάκης. Πηγαίνουν στην ίδια τάξη. Κανένα παιδί δεν τον παίζει
γιατί είναι ατίθασος και σκανταλιάρης. Η Άννα δεν τον συμπαθεί καθόλου γιατί χαλάει
τις φωλιές των πουλιών, πατάει τις κάμπιες που σχηματίζουν σειρές κάτω από τα
πεύκα, και δένει με τρίχες από μαλλιά κοριτσιών τις χρυσόμυγες βασανίζοντας
τες.
Ο Χρηστάκης νοιώθει
μια απέραντη τρυφερότητα για την Αννούλα, ο σκληρός του χαρακτήρας όμως τον
κάνει πολλές φορές να φέρεται άγαρμπα.
-«Όχι. Να μη με
βοηθήσεις» του απάντησε θυμωμένη. «Πήγαινε να τραβήξεις καμιά ουρά από τις
γάτες και άσε με ήσυχη»
-«Εγώ θα σε βοηθήσω»
επέμεινε ο πεισματάρης Χρηστάκης και τράβηξε απότομα το κολλιέ. Η κλωστή που το
έδενε έσπασε, έπεσε στο πλακόστρωτο και τα κοχύλια έγιναν κομματάκια.
Η Αννούλα άρχισε να
κλαίει. Ο Θωμάς που παρακολουθούσε την
σκηνή έτρεξε και έδωσε μια ξυλιά στα πισινά του Χρηστάκη.
-«Να παλιόπαιδο για
να μάθεις» του είπε και τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του. Το αγόρι έφυγε
τρέχοντας, και η Αννούλα γύρισε στο σπίτι απαρηγόρητη.
-«Σώπα καλό μου» της
είπε η μαμά της και της χάιδεψε τα μαλλιά.
-«Θα πάω εγώ και θα σου φέρω χίλια κοχύλια. Θα φτιάξεις το πιο όμορφο κολλιέ του νησιού. Θα βρω τον Χρηστάκη και αλίμονο του που πείραξε το κοριτσάκι μου.»
-«Σώπα, σώπα καλό μου» την παρηγόρησε τρυφερά.
-«Θα πάω εγώ και θα σου φέρω χίλια κοχύλια. Θα φτιάξεις το πιο όμορφο κολλιέ του νησιού. Θα βρω τον Χρηστάκη και αλίμονο του που πείραξε το κοριτσάκι μου.»
-«Σώπα, σώπα καλό μου» την παρηγόρησε τρυφερά.
-«Θέλω να μου φέρεις
τώρα τα κοχύλια» φώναξε η Αννούλα και δάκρυα έτρεχαν στα ροδαλά μαγουλά της.
-«Τώρα, τώρα τα θέλω».. Στεναχωρέθηκε η μαμά της, έβγαλε την ποδιά, έσβησε τη φωτιά αφήνοντας μισοτηγανισμένους τους λαχανοκεφτέδες, και πήγε προς την πόρτα.
-«Τώρα, τώρα τα θέλω».. Στεναχωρέθηκε η μαμά της, έβγαλε την ποδιά, έσβησε τη φωτιά αφήνοντας μισοτηγανισμένους τους λαχανοκεφτέδες, και πήγε προς την πόρτα.
-«Πάψε να κλαις
μικρό μου. Πάω τώρα να σου φέρω τα κοχύλια» είπε κι έφυγε φιλώντας την στο
μάγουλο.
Ο ήλιος άρχισε σιγά
σιγά να σβύνει. Τα πρώτα φώτα του χωριού άναψαν κι οι καμινάδες άχνισαν
σκορπίζοντας τις μυρωδιές του βραδινού φαγητού.
Η Αννούλα φοβόταν
το σκοτάδι κι άρχισε να σιγοτραγουδά για να δώσει κουράγιο στον εαυτό της
«Αννούλα, Αννούλα του ήλιου παιδούλα».
«Αννούλα, Αννούλα του ήλιου παιδούλα».
Βγήκε το φεγγάρι, ο
ουρανός γέμισε χαμογελαστά αστέρια, η μαμά της Αννούλας όμως δεν φάνηκε. Το
κοριτσάκι άρχισε να ανησυχεί. «που είναι
η μαμά μου» σκέφτηκε, και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
"Γιατί άργησε τόσο να έρθει; Κάτι κακό θα της
συνέβη.."
και χωρίς να το σκεφτεί
περισσότερο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στο σκοτάδι που τόσο
φοβόταν.
Άρχισε να τρέχει
προς την παραλία. Πατ πατ πατ ακούγονταν
τα βήματα της στις βρεγμένες πλάκες. Πατ πατ πατ, πατ πατ πατ… Σταματάει
ξαφνικά..αλλά.. πατ πατ πατ συνέχισε να ακούει.
Αυτά δεν ήταν τα
δικά της βήματα, κάποιος την ακολουθούσε. Έκοψε την ανάσα της προσπαθώντας να
αφουγκραστεί. Άκουσε μόνο τον γέρο γρύλο να τραγουδά το μονότονο τραγούδι του,
και πιο μακριά τον θλιμμένο γκιώνη.. «γκιον γκιον γκιον γκιον».. Τρία βήματα
ακόμα πατ πατ πατ, σταματάει. Πατ πατ πατ ακούστηκε ξανά. Ήταν σίγουρη πια πως
κάποιος ερχόταν πίσω της.. Με την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή από τρόμο έκανε
να γυρίσει πίσω. Η μαμά της όμως; Που ήταν;
Ίσως να την χρειαζόταν. Όχι, η Αννούλα ήταν γενναίο κορίτσι, θα συνέχιζε
κι ότι γινόταν.
Περπάτησε αργά αργά
στο δρόμο, και στο πρώτο σοκκάκι έστριψε απότομα δεξιά. Μια μαύρη σκιά την
ακολούθησε.
-«Γειά σου Αννούλα»
ακούστηκε μια ψιλή παραπονεμένη φωνή.
-«Μη φοβάσαι ο Χρηστάκης είμαι. Ήρθα στο
σπίτι σου να ζητήσω συγνώμη και σε είδα
που έβγαινες. Που πας τέτοια ώρα; Μπορώ να σε βοηθήσω;»
Η Άννα πήρε μια
βαθιά ανάσα ανακούφισης κι ο φόβος απομακρύνθηκε από την καρδιά της. Το
τελευταίο πρόσωπο που ήθελε να δει τη στιγμή εκείνη ήταν ο Χρηστάκης, αυτός που
έφταιξε για ότι είχε συμβεί. Όμως ήταν μόνη και φοβόταν το σκοτάδι, σκέφτηκε
πως μπορούσε να του επιτρέψει να πάει μαζί της, να βρούνε τη μαμά της, και θα
τον κατσάδιαζε μετά.
Του έγνεψε ναι με
το βλέμμα της και σιωπηλή άρχισε να περπατάει. Ο Χρηστάκης την ακολούθησε χωρίς
κουβέντα. Έφτασαν μέχρι το μικρό λιμανάκι, πήγαν και στο ξέφωτο όπου η θάλασσα
ξέβραζε τα όμορφα κοχύλια, περπάτησαν και στη μεγάλη παραλία, όμως η μαμά της
Αννούλας δεν φαινόταν πουθενά. Το όμορφο κοριτσάκι κάθισε πάνω στα υγρά βότσαλα
κι άρχισε πάλι να κλαίει.
-«Εσύ φταις για όλα. Να μη σε ξαναδώ μπροστά μου
παλιόπαιδο φύγε» του φώναξε και του πέταξε μια πέτρα.
Ο Χρηστάκης
αισθάνθηκε πολύ άσχημα. Η Αννούλα είχε δίκιο. Ένα παλιόπαιδο ήταν.
Έφυγε με το κεφάλι
κατεβασμένο και κρύφτηκε μέσα στη βάρκα του Θωμά. Δάκρυα πλημμύρισαν για πρώτη
φορά τα μάτια του και στρέφοντας το πρόσωπό του στο φεγγάρι παρακάλεσε με όλη
του τη δύναμη τα ξωτικά της θάλασσας να
τον βοηθήσουν.
-«Μετάνιωσες για ότι
έκανες;» ακούστηκε ξάφνου μια τραγουδιστή φωνούλα, κι ένα χαριτωμένο προσωπάκι, με γαμψή μυτερή μυτούλα
και τρίγωνα αφτιά, εμφανίστηκε μπρός του.
Ο Χρηστάκης
ξαφνιάστηκε πολύ αλλά χάρηκε συγχρόνως που ακούστηκε η προσευχή του.
-«Ναι..»
του είπε διστακτικά. «Μετάνιωσα καλό μου ξωτικό» συμπλήρωσε, και καινούργια
δάκρυα έβρεξαν τα μάγουλά του.
«Είμαι ο Ζαρατίας»
αποκρίθηκε το ξωτικό κάνοντας μια υπόκλιση.
-«Δεν είσαι κακό παιδί και δείχνεις
να λυπάσαι πραγματικά για ότι έκανες, γι’ αυτό θα σε βοηθήσω να βρεις τη μαμά
της Αννούλας» του είπε κλείνοντας πονηρά το ματάκι του.
«Ευχαριστώ καλέ μου
Ζαρατία. Ξέρεις που είναι;»
«Τα ξωτικά όλα τα
ξέρουν παιδάκι. Κλείσε τα μάτια σου» του είπε κι άπλωσε το μικροσκοπικό του
χεράκι. Ο Χρηστάκης υπάκουσε σιωπηλός.
Ένας ανεμοστρόβιλος
τους τύλιξε στη ροή του.. Φρρρ, φρρρ, φρρρ γλίστρησαν μέσα σε μια υδάτινη δίνη.
Ο Χρηστάκης γαντζωμένος από το χέρι του Ζαρατία απολάμβανε τα χρώματα και τις
μυρωδιές του νερού.
Ξαφνικά άρχισαν να
κατρακυλούν, να κατρακυλούν, να κατρακυλούν, ώσπου κατέληξαν στην κοιλιά μιας
μια τεράστιας γαλάζιας γυάλας. Στον πάτο της γυάλας εκατοντάδες ψάρια παραταγμένα
δεξιά και αριστερά μιλούσαν στη γλώσσα των ψαριών και χειρονομούσαν. Πάνω σε
ένα τεράστιο ροζ κοχύλι ένας ροφός με χοντρα γυαλιά συντόνιζε τη συζήτηση. Λίγο
πιο πέρα ο Χρηστάκης είδε τυλιγμένη σε ένα χταπόδι τη μαμά της μικρής Αννούλας..
-«Τι.. τι γίνεται
εδώ;» ρώτησε με τρόμο τον Ζαρατία.
-«Δικαστήριο των
ψαριών γίνεται» του απάντησε με απλότητα το ξωτικό.
-«Και ποιόν
δικάζουν; Γιατί η μαμά της Αννούλας είναι δεμένη;»
-«Τα ψάρια μικρέ μου είναι πολύ θυμωμένα με τους
ανθρώπους. Αρπάζετε με ανέντιμους τρόπους τα μικρά τους ψαράκια, τους ρίχνετε
σκουπίδια στο χώρο που ζουν και μολύνετε τα νερά με τις ακαθαρσίες σας. Το
φαγητό τους λιγοστεύει μέρα με τη μέρα γιατί οι μικροοργανισμοί που τα τρέφουν
πεθαίνουν από τη μόλυνση. Τις νύχτες φοβούνται να κολυμπήσουν γιατί
μπερδεύονται στα δίχτυα σας και καταλήγουν στο τηγάνι ζωντανά. Αποφάσισαν
λοιπόν να αμυνθούν. Και απόψε δικάζουν τη μαμά της Αννούλας που την έπιασαν να
μαζεύει κοχύλια στην παραλία»
-«Μα δεν έκανε κάτι
κακό» διαμαρτυρήθηκε ο Χρηστάκης σοκαρισμένος με όσα άκουσε.
-«Μερικές φορές ο
θυμός σε κάνει να μη σκέφτεσαι μικρέ μου. Θυμήσου τι έκανες το απόγευμα.
Στεναχώρησες αυτή που αγαπάς μόνο και μόνο γιατί θύμωσες που δεν ήθελε τη
βοήθεια σου»
-«Και τι θα της
κάνουν;» ρώτησε με αγωνία.
-«Βλέπεις εκείνο το
μεγάλο τηγάνι;» είπε το ξωτικό κι έδειξε με το μικρό του δαχτυλάκι ένα τεράστιο
τηγάνι με τσιτσιριστό λάδι.
Ο Χρηστάκης ένοιωσε
το στομάχι του να σφίγκεται και την
ανάσα του να κόβεται.
-«Δεν μπορείς να τη
σώσεις;» τον ικέτευσε. «Τα ξωτικά μπορούνε να τα κάνουν όλα. Σε παρακαλώ, σε
παρακαλώ πολύ»
Ο Ζαρατίας τον
κοίταξε στα μάτια.
-«Φυσικά μπορώ» είπε ξερά, «αν δεχτείς εσύ να πάρεις τη θέση
της».
Ο Χρηστάκης
ξεροκατάπιε.
-«Μα εγώ.. εγώ είμαι παιδί» απάντησε με σιγανή φωνή.
-«Εσύ αποφασίζεις»
του είπε κοφτά το ξωτικό.
Το αγόρι κοκκίνισε
και ένας φόβος τον κυρίεψε . Σκέφτηκε την Αννούλα. Θα ράγιζε η καρδιά της αν
μάθαινε ότι η μαμά της έγινε μεζές των ψαριών. Αλλά πάλι αυτό που του ζητούσε
το ξωτικό ήταν πολύ μεγάλο. Κοίταξε το τηγάνι που συνέχιζε να τσιτσιρίζει.
Οχι σκέφτηκε, δεν μπορώ να το κάνω, αποκλείεται.
Η εικόνα όμως της
δακρυσμένης Αννούλας ήρθε στη σκέψη του και τον έκανε να ντραπεί. Αν έκανε αυτή
τη θυσία το κορίτσι του θα τον θυμόταν με αγάπη και ευγνωμοσύνη για πάντα. Δεν
άξιζε άραγε τον κόπο;
-«Θα το κάνω» μίλησε
με τη δύναμη της αγάπης κι έκανε ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά.
-«Είσαι γενναίο
παιδί Χρηστάκη. Η Αννούλα θα είναι
περήφανη για σένα» του είπε με χαμόγελο το ξωτικό και κατευθύνθηκε προς τον
ροφό για τις διαπραγματεύσεις.
Μια μεγάλη πομπή
από τσιπούρες, καλαμάρια, σουπιές και κοκκινόψαρα τον πλησίασαν. «Ωραίο φαΐ θα
έχουμε απόψε» είπε μια σουπιά κι αμόλησε μπόλικο μελάνι από τη χαρά της. Ένα
παχουλό κοκκινόψαρο ανέλαβε να τον οδηγήσει στο τηγάνι. Εκεί περίμενε με τη
μεγάλη πηρούνα ένας κοκκοβιός, Όλα ήταν
έτοιμα και το τραπέζι στρωμένο. Ο Χρηστάκης έκλεισε τα μάτια του. Είμαι
γενναίος είπε στον εαυτό του κι ακολούθησε το κοκκινόψαρο..
Ένα μεγάλο χταπόδι
τον έπιασε με το πλοκάμι του και τον μετέφερε αργά αργά πάνω από το τσιτσιριστό
τηγάνι. Η μυρωδιά του καυτού λαδιού μαζί με το φόβο έκαναν το αγόρι να λιποθυμίσει…
Μια ζεστή αγκαλιά
περίμενε τον Χρηστάκη μόλις άνοιξε τα μάτια του. Η γλυκιά Αννούλα του χάιδευε
τα μαλλιά.
-«Σ’ ευχαριστώ, σ’
ευχαριστώ που έσωσες τη μαμά μου. Σ’ ευχαριστώ που είσαι τόσο καλός, τόσο
γενναίος. Συγνώμη Χρηστάκη για την πέτρα που σου πέταξα. Θα με συγχωρήσεις;»
του είπε και του έδωσε ένα γλυκό φιλί.
Καθισμένο
σταυροπόδι πάνω κουπαστή της βάρκας, ένα μικρούλι ξωτικό του έκλεισε το μάτι.
-«Τα ξωτικά όλα τα μπορούν» του ψιθύρισε και χάθηκε γελώντας μέσα σ’ ένα σύννεφο
πορτοκαλί καπνού..
Ο Χρηστάκης έγινε ο
καλλίτερος φίλος της Αννούλας. Δεν ξαναχάλασε ποτέ τις φωλιές των πουλιών, ούτε
πατούσε τις κάμπιες, ούτε τυραννούσε τις χρυσόμυγες. Είχε μάθει πια πως οι
άνθρωποι πρέπει να σέβονται τη φύση και όλα τα όντα που κατοικούν πάνω στη γη,
γιατί οι έμβιες κοινωνίες θυμώνουν πολύ όταν τις αδικούν…