Έχει βάλει τα παλιά του παπούτσια με τις κρεπ σόλες.
Είναι τα πρώτα του της εφηβείας και βγήκε στο σκοτάδι των αναλογισμών του των φωτισμένων μονάχα από τις αναλαμπές των φαναριών των ξύλινων στύλων της ΔΕΗ, που αναβοσβήνανε όποτε θέλανε.
Προσπαθούσε να αναπολήσει ίσως και από το υπόκρουσμα του βήματος του κάποιες ξεχασμένες, παραμελημένες, υποχθόνιες… μα ματαίως.
Είναι τα πρώτα του της εφηβείας και βγήκε στο σκοτάδι των αναλογισμών του των φωτισμένων μονάχα από τις αναλαμπές των φαναριών των ξύλινων στύλων της ΔΕΗ, που αναβοσβήνανε όποτε θέλανε.
Προσπαθούσε να αναπολήσει ίσως και από το υπόκρουσμα του βήματος του κάποιες ξεχασμένες, παραμελημένες, υποχθόνιες… μα ματαίως.
Δοκίμαζε νυχτιάτικα να συνηθίσει τον θόρυβο του ξεκολλήματος της κρεπ σόλας
από την θερμή ακόμη άσφαλτο. Τσιάφ… τσιάφ.. τσιάφ.. στην αρχή υποσυνείδητα και μετά συνειδητά
ξεχώρισε στο λυκοθάλαμο της βραδιάς ένα θόρυβο γνωστό, μα ξεχασμένο από την
συμβατικότητα της ύπαρξης του και απ’ την συνήθεια της καθημερινότητας του.
Δεν κατάλαβε αμέσως τι ήταν αλλά κάτι παλιές θύμησες του, κάποια του
ξεχασμένα όνειρα, του έδιναν την ακοή και άρχισε στην αρχή αμυδρά και κατόπιν
πιο έντονα να ακούει το βάδισμα, γνωστό από παλιά, ψηλοτάκουνων μαύρων λουστρινιών…
Θυμήθηκε τα πρώτα δικά του. Που τα φόρεσε έφηβος με μπλε κοστούμι, θαλασσί
πουκάμισο και κίτρινη γραβάτα. Στην αριστερή τσέπη του σακακιού του είχε ένα
παλιό μαντήλι και κάθε τόσο έσκυβε και τα ξεσκόνιζε από τον κονιορτό του επαρχιακού
δρόμου.
Κι’ εκείνη, ο πρώτος του έρωτας, μια μελαχρινή κοντούλα, είχε φορέσει κι’
αυτή λουστρίνια ψηλοτάκουνα, ίσως και για να είναι εφάμιλλη του, λικνίζοντας τους
γοφούς της.
Τον είχε ξεχάσει μετά από τόσα χρόνια τον κοινό αυτό θόρυβο των πεταλωμένων
λουστρινιών του με τον ήχο της ψηλοτάκουνης ομορφιάς
της. Αλλά αυτό το συναίσθημα ήτανε ξεκάθαρο στο πνεύμα του. Αυτό το
συναίσθημα της αμοιβαίας προσμονής, αναποφασιστικότητας, αυτού του πρώτου βηματισμού
που δεν συμπορεύτηκε.
Και τώρα σ’ αυτή την νύχτα που πορευότανε μοναχικός και ούτε που άκουγε τα
δικά του βήματα, άκουσε κοντά του αυτό τον γνωστό ήχο της προπόρευσης μιας
αγαπημένης ύπαρξης. Ένα τακ.. τακ.. τακ.. σαν τον χρόνο που προπορεύεται της ύπαρξης
μας και μας τον κάνει αόρατο αλλά ποθητό… Πολλές φορές τον είχε ζήσει τον ήχο
αυτό.
Ήτανε κάτι σταθερό στο αυτί του,
κάτι σαν τις τρίχες που ευδοκιμούσαν εκεί και μάταια πάσχιζε να τις ξεριζώσει. Ήταν
αυτός ο πρωτόηχος του παιδικού του έρωτα που ερέθιζε τις αισθήσεις του. Εκείνο το
βλέμμα, εκείνη η πρώτη φωνή, εκείνο το πρώτο άλαλο ψιθύρισμα του «σε θέλω»,
εκείνο το κρυφό ακούμπημα τους σ’ ένα βραδινό χορό, το αμοιβαίο σφίξιμο των
χεριών τους σε θερινό σινεμά, τότε που είχε αρωματισθεί με το πρώτο του after shave και είχε λερώσει το βράδυ το σεντόνι του
με υγρά του πόθου του.
Ο ήχος των τακουνιών της ήταν ακόμη κοντά του. Κι’ όσο προσπαθούσε να τον
πλησιάσει τόσο περισσότερο οι κρεπ σόλες του κολλούσαν στην νυχτερινή άσφαλτο. Θα
προτιμούσε να βάδιζε όπως παλιά σε χωματόδρομο ή σε καλντερίμι, όπου μεν πρέπει
να λουστράρεις καθημερινά τα παπούτσια σου αλλά το βήμα σου σε δερμάτινη σόλα
και με τα υποχρεωτικά πεταλάκια, προδίδουν αλλά και επιδεικνύουν την ύπαρξη σου πίσω από εκείνο το πρόδηλο βήμα
που θέλεις να ακολουθείς μέχρι να φτάσεις στην είσοδο ή την έξοδο σου.
Κόλλησε εκεί στην άσφαλτο της παρόδου του. Ο ήχος που προσπαθούσε να
αφουγκραστεί χάθηκε κάπου μακριά κι’ αυτός εκεί σχεδόν αγαλματωμένος είδε στο
αμυδρό φως της Σελήνης κάτω από ένα
θάμνο μια στείρα δεκάποντη λουστρινιένα γόβα…