Ανατροπή
Ήρθες σαν ρέμβης ξαφνική ανατροπή
για να γεμίσεις του έρωτα την αδειανή φαρέτρα,
σαν νάσουν μοίρας ξεχασμένη οφειλή
να καταργήσεις όρια, άλλων ανθρώπων μέτρα..
Και κλίνω πλάι σου
σαν μια ψυχή
άτολμη που ήταν μέχρι χτες
να αφεθεί στον πόθο,
γίνομ΄ ιδρώτας και ηδονής γλυκιά οσμή
και πυρετός στον κόλπο σου πως είμαι νοιώθω...
Ακροβατώ πέρα απ΄ το τέρμα τ' ουρανού
και με αστέρια τη μορφή σου ντύνω,
νυχτοβατώ σε λαβυρίνθους του μυαλού,
σβήνω τη σκέψη μου μα την ψυχή σου δίνω...
Σιωπηρά
Μυρίζει ακόμα ο
βασιλικός στο πρεβάζι !
Τοπίο θαλασσινό για χάρη του έγινα.
Άγριο μπλε κι αποστομωτικό.
ΝΑ ΔΕΙΣ !
Γιατί δεντροστοίχισα την ζωή μου
με καραβίσιες μοναξιές !
Μοσχοβολά βασιλικός στο βορεινό
περβάζι
το παραθύρι σου ψηλά
τα χεριά μου δεν φτάνουν
να δρέψω κλωναράκι του
στο πέτο να στεριώσω
ζερβά να γέρνω την ματιά
να τον κρυφομυρίζω
μες την οσμή του να γροικώ
του ονείρου σου τον πόθο
καθώς τα απογέματα αδρά τον
σουλαντίζεις
με τον ιδρό της πεθυμιάς
κι ένα φτωχό σου δάκρυ
Το πέλαγο δεν το θωρείς από το
παραθύρι
αν είν΄ αμαυρό κι απρόσιτο σε
αστραπές λουσμένο
ή κυανό της παντοχής με άσπρα
προβατάκια
βουτιές να κάνεις μέσα του στην
άφρη της δροσιάς του
σαν δελφινάκι άθυρμα σκέρτσα
φτηνά να κάνεις
σε ζεύγος κύκλος να γινείς στου
λιμανιού την άκρη
Βαρκούλα καλαφάτισε και πλεύσε
σε φουρτούνες
νερόβουνα να αψηφάς, δίνες
καυτών τυφώνων
μ ατσαλωμένη θέληση στην πρώρα
της καρδιάς σου
Και ΜΗΝ ΚΟΙΤΑΣ στ αρμένισμα
μονάχα τα κουφάρια
κάποιων ψυχών μοναχικών άπαθων
μες στον χρόνο
που δεν κατάφεραν ποτές να
ορθώσουνε ιστία
κόντρα σ αντάρες του γαρμπή
μακριά σε οθνείους πόντους
Τον μπουσούλα να νοιάζεσαι σαν
το μικρό παιδί σου
γιατί αυτός στο πέλαγο την ρότα
θα σου δείχνει
Μην σ αλαφιάζει η μοναξιά ζήσης
επιλεγμένης
σε νύχτες που το δοιάκι σου
λάγνα σφιχταγκαλιάζεις
Κυπαρισσένιο άλμπουρο θα σας
κρυφοκοιτάζει
και ίσως φοβάται και αυτό αράδα
να μην κάνει
μ αλλά κατάρτια ορθωτά μες στου
βυθού την άμμο
Πυρετός
Πάρτε με σύννεφα μακριά,
μαγεμένε αγέρα σύρε με
εκεί όπου η καρδιά μου
την πολύχρονη ξενιτιά της
απαγκιάζει ..
Εκεί όπου σκεπάστηκε η γύμνια
των καιρών
με τον πολύχρωμο της φύσης τον
μανδύα.
Εκεί όπου ο έρωτας
με χρώμα άλικο βαθύ
μεστά ζωγραφίζει μια ζωή
αλλάζοντας του χρόνου τη ροή..
Εκεί που άστρα φλογιστά
ηδονικές απλώσανε αυτόφωτες
σκηνές
για να χορέψουν αλυχτώντας οι ψυχές
στης νύχτας την ερμιά.
Πάρτε με σύννεφα μακριά,
σε πάθους ηδονές στροβίλισε με
μαγεμένε αγέρα
στου έρωτα ανταριασμένη αγκαλιά,
στον πυρετό και στις καυτές του
φλόγες.
Στα
σκοτεινά
Σβήσε τα φώτα γύρνα τα νώτα
σ' ό,τι μας πίκρανε ως τα χθες
πράγματα σκέψεις, λέξεις καυτές
Στο αφιερώνω μην το αρνηθείς
είμαι μικρούλης διαφανής
είμαι σχεδόν κανείς
απλά διαπιστώνω κι έτσι μεγαλώνω
στ' αφιερώνω
Αυτό το βράδυ φτιάχνω πετράδι
πολύτιμο αστραφτερό
κι απ' της νύχτας το υφάδι
τ' άστρα αφαιρώ
Για να στα δώσω να ξέρεις πόσο
όλα οι καρδιές μας συγχωρούν
σ' ένα ναι μικρό τόσο πόσα χωρούν
Ξηρασία
Σε άγγιξα σε φίλησα με πάθος και με δέος
μα έγινα αυτοστιγμής τ ονείρου
σου ο τέως
Με φίλησες παράφορα στο
πικραμένο στόμα
μ ανάστησες σαν μια βροχή το
ξηραμένο χώμα
Βαρειών σύννεφων συνοχή γενήκαμε
αντάμα
αντάρα, μπόρα θεριά,
βρονταστραπή συνάμα
Με ένα βλέμμα αχανές όλεθρο
προσδοκώντας
Μετάλλαξες το είναι μου έρωτα
προσφωνώντας
Τα βαμμένα
μάτια της μάγισσας
Ανθισμένο χαλίκι
Μα μήπως θυμάμαι πως αγάπησα στα
17 μου;
Ίσως ήταν αυτό που λένε σήμερα
Κάτι με πρόωρο ή έτσι
Κι όμως το περίβλημα των ματιών
της
Κάτι μαύρο είχε
Αφύσικο, απερίγραπτο ανελέητο
μυθικό
Σαν αυτό που φοβάσαι και
ονειρεύεσαι ταυτόχρονα
Όπως όταν φαντάζεσαι την Κίρκη
αγκαλιά με την Μήδεια
Τόνιζε κείνο το πένθος των
φρυδιών
μελαγχολίας βαμμένων μπλε βλεφάρων
πράσινα μάτια μπόλι με τις
μελανές τους κόρες
Έφυγα μακριά
Γιατί υποχθόνια λάμψη
Μια μαύρη νομίζω
Δοκίμαζε να σπιθίσει στην ψυχή
μου
Ωοιεεεέ δεν θέλω να φωτίσει κάτι
εκεί...
Αλλά, εάν και όταν βρέξει
Τα δυο βραχάκια που έσπρωξε ο
σεισμός
Ίσως να φράξουν την οπή
Είθε να γίνει η λακκούβα λίμνη
Χείλη
Χείλη απρόσιτα μα
γευστικά,
της γης ζωμός και
αγριάδα,
με παίρνουν με
τραβάνε μακριά
κοντά σε πρωινού
μικρή λιακάδα
Περιπλανιέμαι σε
αψίδα της βροχής
και χρώματα ανεμίζω
της μορφής σου,
που είναι όνειρο
καρδούλας μοναχής,
λιμάνι προσμονής το
απαλό κορμί σου
Είθε το τόξο αυτό το
λαμπερό
να περπατήσω ως τον
λόφο του νησιού σου,
κρυμμένο θησαυρό
στην άκρη του να βρω,
για να στολίσω μιαν
ευκή της προσευχής σου
Ταξίδι του σώματος
Σε αγκαλιάζω μες του πόθου μου
τη ζάλη
πάλι μπαρκάρω για ταξιδάκια
εξερευνητικά
κι απ΄ τις πατούσες σου μέχρι το
κεφάλι
όλα τα θέλγητρα σου να ψηλαφήσω ερωτικά
Και κολυμπώντας στων μαστών σου
τον ιδρό
σαν εκουσίως ναυαγός στου έρωτα
το κύμα
ν΄ αναδυθείς ελπίζω με της ροής μου τον αφρό
κι απόπλου απαγορευτικό να
υψώσεις σήμα
΄Αχυρα
Στη σκιά μιας αχυρόμπαλας
Κοιτάχτηκαν στα μάτια
Που έφεγγε μέρες, νύχτιες
Γιομάτες από αγάπη
Μεστές από χαϊδέματα κι όρκους των όνειρών τους
Αυτά που βρίθαν πρωινά πριν βγει
ακόμη ο ήλιος
Θέριευαν το μεσήμερο με ιδρό στο
κούτελο τους
Και όταν το απόβραδο λόγιασαν οι
ψυχές τους
Τα χέρια τους εσμίξανε
Με του άχερου την ζέση
Της κόψανε τα σύρματα, την
κλώτσησαν ν απλώσει
Να γίνει λίπασμα και γη
Στου άνεμου τον δρόμο