29 Ιουλ 2010

Περιμένοντας



Κάπου στην προκυμαία στέκεις
με ανοιχτή τη μαύρη σου ομπρέλα
προσμένοντας τυχόν δροσιστική
βροχή νοτιά που έτι προσδοκάς

Κι όταν μελτέμια το πρόσωπο σου
αγριεύουν κι αμυδρά διαφαίνουν
Να! κάτι σαν άπιστου διπλή ευχή
σε σφαλισμένα χείλη ξελασκάρει

Τάματα


Τις δακρυσμένες μέρες του Σεπτέμβρη
Σε γκριζογάλαζες πολιτείες τριγυρνάς
Εφήμερους έρωτες νόθα αγκαλιάζεις
Δραπέτης μίας σου ζωής κι όμως γερνάς

Κι όποιος επίστεψε αστόχαστη υπόσχεση σου
Σε εκκλησάκι ενός νησιού να τόνε μνηστευτείς
Βάρκα μικρή δανείζεται και σ΄ ακρογιάλια λάμνει
Ψηλές λαμπάδες τάζοντας σ αγίους, για να ρθείς.

Αυγούστου νύχτες


Με τη χάρη της σ ευδόκησε η Κασσιόπη
μια δροσερή αυγουστιάτικη νυχτιά.
Κάτω απ ένα θαμποστιλπνό ουρανό
τα βόρεια, ουράνια και περιοδικά κύματα,
που τρεις φορές σε έψαχναν
ώσπου να σ ανταμώσουν,
το νυχτικό σου άγγιξαν
και μέρος του είναι σου αλλοιώσαν…

Δεν ξέρω αν μιά απ τις ευχές σου
μου είπε καλησπέρα
Εγώ όμως την ασπάστηκα
και πίσω προσμένοντας την στέλνω

Και στου Διός κείνο το κήτος,
που μ υπεροπτική οργή σας έστειλε
για να σας τσουναμίσει
καλή ευχή απ τα σπλάχνα μου
εκεί που οδυσσεύει….


Αντιδράσεις




Την επί καθέδρας αδράνεια


αδρά ν΄ αδράξω αντιδρώ

Μα η δράση εδραπέτευσε
σ΄ αδρύ κενό συνέδραμε

Δράγδην αλέστα έδρασα
επιδράσεις να πρoδράμω
Μα δρώντας η απόδραση
τον δράστη ευθύς δραλεί.


Προσποιήσεις


Προσποιόμουν κοιμώμενος
προσδοκώντας ένα δήθεν αναπάντεχο
ξύπνημα της φθινοπωρινής πλήξης
από μια συγγενική ψυχή
με χάδι η με θαλλό χαμόγελο...

Και η βροχή μόνο πικρό δάκρυ ξέπλυνε
του κόσμου η παγωνιά ζεστά μας έσμιξε
κι ο κόσμος έγινε εσύ κι εγώ
όλος ο κόσμος δυο μόνες ψυχές...

Δυο αμυδρά χαμόγελα κάτω από σύννεφα
λαμπύρισαν, στερνά φύλλα φωτίζαν
μιας ξέγυμνης ακακίας
φορτωμένης από τα τιτιβίσματα
αποδημητικών πουλιών
που με πρόσφατο νόστο μελώδιζαν
καλή αντάμωση ξανά

Καθώς το χέρι σήκωνα
το ξεχειμώνιασμα τους να προβοδίσω
μια φούντα των μαλλιών σου άγγιξα
και μου ΄σφιξες το χέρι

Δεν σου είπα τίποτα
και δεν απάντησες
μα δυο προβλήματα λυθήκαν

Στη σκιά


Στη σκιά μιας αχυρόμπαλας
Κοιτάχτηκαν στα μάτια
Που έφεγγε μέρες νυχτιές
Γιομάτες από αγάπη
Μεστές από χαϊδέματα κι όρκους όνειρών τους
Αυτά που βρίθαν πρωινά πριν βγει ακόμη ο ήλιος
Θέριευαν το μεσήμερο με ιδρό στο κούτελο τους
Και όταν το απόβραδο λόγιαζαν οι ψυχές τους
Τα χέρια τους εσμίγανε
Μες του άχερου την ζέση

Της κόψανε τα σύρματα, την κλώτσησαν ν απλώσει
Να γίνει λίπασμα και γη
Στου άνεμου τον δρόμο