Στη διαδρομή μιας επείγουσας
εξωτερικής εργασίας της υπηρεσίας μου την είχα αράξει σε μια σκιάδα στην Αδριανού,
απέναντι από το Θησείο, πίνοντας το φραπεδάκι μου με μπόλικα παγάκια, αναλογιζόμενος
τι ασήμαντες ήταν οι τότε θυσίες των αρχαίων ημών προγόνων, σε σχέση με των σημερινών
εργαζομένων…
Κρυφάκουγα τις κουβέντες
της διπλανής νεαρής παρέας προφασιζόμενος,
ότι διάβαζα την τζαμπέ εφημερίδα που βούτηξα στο μετρό στο Μοναστηράκι.
Μιλούσαν για τον Έρωτα
και μ ενδιέφεραν σφόδρα οι απόψεις περί αυτού της νέας άφθαρτης ακόμη γενιάς…
-«Είναι στιγμές που χάνομαι στο όραμα
του αγοριού μου, νιώθω ότι βυθίζομαι μέσα του κι αυτός μέσα μου, λιώνω και τον
μορφοποιώ ίδιο μου στίγμα, ανεξίτηλο στο μυαλό και την ψυχή μου, που ακόμα κι
αν αυτός ο δεσμός σπάσει, νιώθω ότι ακόμα θα τον κουβαλάω μέσα μου και θα καθορίζει
μελλοντικά τις πράξεις και τη μοίρα μου... Το μόνο που φοβάμαι είναι η απώλεια αυτού του αισθήματος,
το ξεψύχισμα της έξαρσης του…», ομολόγησε μια μελαχρινούλα με μελανούς κύκλους
γύρω απ τα αμυγδαλωτά της μάτια.
-«Ο έρωτας είναι προσωπικό
βίωμα, δεν σβήνει, είναι έμφυτος της ζωής.
Μονάχα σαν διαπροσωπική επαφή εκπνέει, δύει και τελεύει. Ο έρωτας σαλτάρει από πόθο σε ντέρτι, δεν συναρτάται με πρόσωπα, εμψυχώνει και ψυχώνεται μονάχα από το αθάνατο πάθος της ζωής…», το φιλοσόφησε ένα ξανθούλι μπιμπικιασμένο αγόρι.
-«Ο αληθινός, πεθαίνει βραδέως. Κι ακόμη κι αν "εξασθενίσει" μεστώνει σε Αγάπη.
Και η αγάπη δεν ξεψυχά ποτέ...!», επεσήμανε η άσχημη της παρέας.
Μονάχα σαν διαπροσωπική επαφή εκπνέει, δύει και τελεύει. Ο έρωτας σαλτάρει από πόθο σε ντέρτι, δεν συναρτάται με πρόσωπα, εμψυχώνει και ψυχώνεται μονάχα από το αθάνατο πάθος της ζωής…», το φιλοσόφησε ένα ξανθούλι μπιμπικιασμένο αγόρι.
-«Ο αληθινός, πεθαίνει βραδέως. Κι ακόμη κι αν "εξασθενίσει" μεστώνει σε Αγάπη.
Και η αγάπη δεν ξεψυχά ποτέ...!», επεσήμανε η άσχημη της παρέας.
-«Αυτές οι μυστικοπαθείς
μέθες...
αυτές οι πηγές αγαλλίασης...
αυτές οι αρχές του "παντός"…
Είναι απλώς τα "παιχνιδάκια" μας..
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΗΓΑΙΝΕΛΑ ΜΑΣ...
...μεταξύ του γνωρίζω ...και του ορίζω... τον εαυτό ΜΟΥ!!!!
Η "α γ ά π η" ..όπως την εννοούν συνήθως
αυτές οι πηγές αγαλλίασης...
αυτές οι αρχές του "παντός"…
Είναι απλώς τα "παιχνιδάκια" μας..
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΗΓΑΙΝΕΛΑ ΜΑΣ...
...μεταξύ του γνωρίζω ...και του ορίζω... τον εαυτό ΜΟΥ!!!!
Η "α γ ά π η" ..όπως την εννοούν συνήθως
(η ιδεατή)
αν υπάρχει... (που για μένα δεν...)
είναι ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ!!!!
Ενώ... το...
"εγώ όταν γαμάω δεν καταλαβαίνω Χριστό, καρφάκι δε μου καίγεται¨
πιστεύω μας είναι περισσότερο κατανοητό... και διαχειρίσιμο...», αποφάνθηκε χαμογελαστά το φρικιό της σύναξης.
αν υπάρχει... (που για μένα δεν...)
είναι ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ!!!!
Ενώ... το...
"εγώ όταν γαμάω δεν καταλαβαίνω Χριστό, καρφάκι δε μου καίγεται¨
πιστεύω μας είναι περισσότερο κατανοητό... και διαχειρίσιμο...», αποφάνθηκε χαμογελαστά το φρικιό της σύναξης.
Αποσύρθηκα
σε κοντινό παραδοσιακό καφενεδάκι γνωστού μου Κοζανίτη καφετζή –σιμά Αδριανού
και Θησείου με θέα τα ακροπόλια κοτρώνια-, για να ποτίσω με πνεύμα τον φτωχό
μου νου, και μετά το πρώτο τσίπουρο με μεζέ τουρσί είπα να κάνω μια μικρή περίληψη του Συμποσίου του Πλάτωνα στον Αριστόδουλο
(το ορθόδοξο βαφτιστικό του καφετζή)…
-«Ποιός
έρωτας;;;», διερωτήθηκα φωναχτά.
-«Αυτά
τα έχουν διεξοδικά συζητήσει σε τσιμπούσια και οι αρχαίοι ημών…
Ο Φαίδρος έλεγε, ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες
θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία.
Ο Παυσανίας, ότι αφού η Αφροδίτη έχει 2 φύσεις, έτσι και ο Έρωτας
την ανθρώπινη και την θεϊκή του.
Ο γιατρός Ερυξίμαχος, τον θεωρούσε σαν μια συγκυρία τεσσάρων
ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: την ζέστη, το κρύο, την
πίκρα και την γλύκα.
Ο Αριστοφάνης, ότι είναι το ερμαφρόδιτο των σφαιρικών ανθρώπων,
που αναζητούν το άλλο τους ήμισυ (κάτι σαν Γινγκ-Γιάνγκ, ας πούμε… ).
Ο Αγάθων διθυραμβεί τον Έρωτα σαν θεό που είναι αιώνια νεαρός,
τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός .
Ο Σωκράτης λέει, ότι δεν ξέρει τίποτα! Η ιέρεια Διοτίμα
όμως, του ανέθεσε να μεταφέρει ότι ο έρωτας είναι ένας δαίμονας, που μεσολαβεί
μεταξύ των θνητών και των αθανάτων.
Στο τέλος έρχεται
μεθυσμένος ο Αλκιβιάδης, που κλαίγεται, γιατί δεν του κάθισε σαρκικά ο
Σωκράτης, αν και τον διέγειρε πνευματικά....»
-«Διάλεξε και πάρε....», λέω στον συμπίνοντα μου με σπονδή στις πέτρες
του Θησείου.
-«Ρε τσιμπούσια τότε!!!! Με
ουσία!!! Και όχι σαν τα σημερινά, μόνο
με τουρσί....», συμφώνησε ο Αριστόδουλος κερνώντας ακόμη ένα καραφάκι.