(εμπνευσμένα
από την πτώση ενός άπειρου ποδηλάτη επί
τούτων)
Πτώση επί κνιδών
Ο βούρκος σ άκρη
ξέφωτης οργής
μελαχρινού
μα πολυκόσμιου δάσους
μυγών
έβριθε πρασινωπών καλοθρεμμένων όμως
Μια συστάδα
τσουκνίδων φρέσκων και εξημμένων
δειλό
ποδηλάτη απάντεχε απάνω της να πέσει..
Συνταγή
τσουκνιδόπιτας
Με
άνηθο μοσχοβολούν οι τσουκνιδοπιτούλες
μα
ο μάραθος τις σκιάζει
όπως
η μέρα της νυκτός ονείρατα τρομάζει
Χάραμα
πάει στις παρυφές
του
δάσους της καρδιάς του
φρεσκολουσμένες
κορυφές
της
κνίδης να μαζέψει
τα
χέρια του να κνίζονται
απ
τις λεπτές τριχούλες
να
νιώθει ως να τον θωρεί
η
λεύκα του στον κήπο
σαν
σκέπει με την φυλλωσιά
το
μύρο του ανήθου
που
θέλει χέρια τρυφερά για να τον ψιλοκόψουν
Χέρια
γδαρμένα κι απαλά
από
κοινού θα πλάσουν
πιτάκια
τετραγωνικά
και
μαλακά σαν χάδι
με
τη σοδειά του εωθινού
αδρά
θα τα γεμίσουν
με
μπόλικο ελαιόλαδο
θε
να τα πασπαλίσουν
σε μόρφωμα ηδύπλαστο
τον
πόθο να διπλώσουν
Μέσα
στη σιγανή φωτιά
του
φούρνου του έρωτα τους
τ
αφήκανε να ψήνονται...
Κορμιά
που καίγονται αργά
σε
νάζια συνουσίας
Στης
λεύκας μου τα πόδια
Τσουκνίδες
οχυρώσανε της λεύκας μου τα πόδια
φοβούμενες
μη λιμπιστώ το λυγερό κορμί της
την
κόμη της, τα μάτια της και το γλυκό φιλί
της
Είναι
ψηλή, περήφανη,
λευκό
΄ναι το κορμί της
και
τ΄ ασημιά μαλλάκια της
στον
έρωτα χορεύουν
Τι
θέλουν ΄δώ τα πράσινα
τα
ακιδωτά φυντάνια
που
φύονται, όπου μπορούν
και
όποτε τους ταιριάσει;
Να
μ εμποδίσουν να βρεθώ
στον
κόρφο της καλής μου
με
κόλπα της φρεσκάδας τους
με
πόνο της αφής τους ;
Μα
μένα δεν με κιότεψε μεγάλο μετερίζι
ούτε
ασκέρι πάνοπλο με αρχηγό γενναίο
νταλκάς
μόνο της ομορφιάς ορίζει το μοιραίο
Κι
ότι μ απαγορεύουνε
τόσο
λαχτάρα μου είναι
Θα
γυμνωθώ για χάρη της
χατίρι
να της κάνω
κι
ας τσουκνιστεί το σώμα μου
ως
να εγκολπωθούμε
Εγώ
λεύκα ξεδιάλεξα
και
θα την εκπορθήσω
σε
ύψη θ αναρριχηθώ
τα
αγκάθια να μου βγάλει
΄Αλγη
Σκόνταψε
η αγάπη μου
έπεσε
μες στον λάκκο
που
έβριθε αγριόβατα
και
αλγεινές τσουκνίδες
Την
σήκωσα, την θώπευσα
ήπια
τα δάκρυα της
έρωτα
της προσέφερα
τον
πόνο της να γιάνω
Μ
αυτή ποθάει να ξύνεται
να
οδύρεται, να κλαίει
Μάλλον
του δέρματος κνησμός
του
πάθους ειν΄ ερεθισμός
Στο
ερημόσπιτο
Πάνω
στο ερημόσπιτο φυτρώσανε τσουκνίδες
τρανεύοντας
απ την ηχώ κραυγών του ερώτα μας
ρίζωσαν
στο κρεβάτι μας αδρό από ιδρώτα
φιλιά,
σερμπέτια ηδονής, χαδάκια των κορμιών
μας
Ακούν
αναστενάγματα μόλις σπιθίσει ο ήλιος
που
γίνονται αγκομαχητά με την μεγάλη κάψα
του
πόθου ξεφυσήματα, κρυφές λαλιές του
πάθους,
της
πανδαισίας ιαχές στο κάλεσμα της νύχτας
Τσουκνίδες
που λικνίζονται σε πέτρινα συντρίμμια
φίσκα
με δρόσο της νυχτιάς στην αύρα της αυγής
διαβάτη
χαμογέλα τες μην τύχει κι ιστορήσουν
αγάπες
που δεν γρίκισαν ανθρώπινα αυτιά
Του
Φοίνικα
Θεριεύει
ένας φοίνικας
σ
υπώρειες Βερμίου
Θεσπέσια
η φυλλωσιά
γλυκύτατοι
οι χουρμάδες
Μ
αυτός θωράει στον νοτιά
τις
δυο κορφές τ Ολύμπου
Το
ύψος των ζηλοφθονεί
που
ακόμη δεν το φτάνει
Δέεται
στον Απόλλωνα
στην
όμορφη αδελφή του
σθένος
να βρουν οι ρίζες του
για
το γιγάντωμα του
Σπονδή
του μελιστάλαχτα
φοινίκια
της κορφής του
της
αμβροσίας υπέρτερα
και
νέκταρ των ριζών του
Μα
κάπου μες στα σκέλια του
μια
τσουκνιδούλα παίζει
με
Φοίβου ακτινίδια,
της
Πάφιας τα σκέρτσα
την
δύναμη του απομυζεί
σ
ερωτικό κρεβάτι
Στα
σκουπίδια
Σκουπίδια των ερώτων σου
στις
παρυφές του δάσους
κει
μέσα σε ξερά κλαδιά
βάτων
απομεινάρια
Όταν
θα ΄ρθεί η Άνοιξη
τσουκνίδες
να τα πνίξουν
Προσέτι
μαγειρεύοντας
νέα
σκουπίδια μνέσκουν