Αναποδιές
Ανάποδα κρεμάστηκε
Έρωτας στην ψυχή μου
Σαν νυχτερίδα που κάνε
φώλια της την καμπάνα
που κρέμεται υψιτενής
στον γνόφο της ζωής μου
Τριχιά που την κουδούνιζε
κομμένη σάπια κάτω
Ράγισε και πρασίνισε
χρόνια έχει βουβάνει
χαρμόσυνα και λυπηρά
δεν αναγγέλλει πλέον
Είθε ζουλάπια νύχτια
αγάπη ν αλυχτήσουν
Ακακίες
Δυο ακακίες άνθισαν
στου δάσους μου τον φράχτη
Σταφυλωτά τα άνθη τους
κι η ευωδιά μεθάει
Πρωί εσούρωσα κι εγώ
απ άρωμα της νιότης
μεσημεράκι έπινα ακόμη την
θωριά τους
βραδάκι μεθοκουτρουλίζα
να πάω στο ρημαδιό μου
Πρωί παράθυρο άνοιξα
ακόμη μεθυσμένος
κι αμέσως ξαναμπέκρισα
νιώθοντας τ άκανθα τους
Καυτερά
Δυο καραφάκια τσίπουρο
με καυτερό μεζέ
στο τραπεζάκι αυτό θα πιώ
κι ας είμαι μοναχούλης
Έτσι αναπολώ κρυφά
τα πονηρά απογεύματα
που σ έπαιρνα αγκαζέ
Ήταν μονάχα αποβραδίς
Μέχρι την άλλη βάρδια
Σε σκοτεινή σκοπιά εγώ
κι εσύ ν’ ανασκελώνεις
σε ξένους πόθους ανδρικούς
να θρέψεις τα μπαστάρδια
Σε ήθελα, με ήθελες
μα το φτωχό πουγκί μου
δεν μ’ άφηνε να σε χαρώ
όπως το προσδοκούσες
Δυο καραφάκια τσίπουρο
ήταν
η απόλαυσή μου