Στην άκρη εκεί του λιμανιού
στου Κάρντιφ το μουράγιο
ταβέρνα είχε από παππού
ίσως κι από προπάππου
Στου Μελαμψούλη έγραφε
μα οι μέθυσοι που ξέραν
φτιανότανε
μ αδήλωτα
στο Άντρο του Προδότη
Σε τι έφταιγε τώρα αυτός
που κάποιον προπαππού του
τσιράκι είχαν πειρατές
στα τραπεζώματα τους
κι όταν μέσα στη σούρα τους
κρυφά μονολογούσαν
τα έλεγε στον γαλονά
μονάχα για μια λίρα
Έτσι ιδρύθηκε λεν΄ οι παλιοί
Βασίλειο Ενωμένο
με τα δουκάτα και φλουριά
που ήτανε κλεμμένα
κι όταν τα ξανακλέψανε
εγγλέζοι
λαθροθήρες
βαφτίστηκαν ανήμερα
σαν θησαυρός του γένους
Μα του προγόνου του αμοιβή
κληρονομιά στον γόνο
του τόπου ιθαγένεια
κι ας ήτανε μαυρούλης
Το μαγαζί νάναι καλά
να τρέφουν τα παιδιά τους
και όταν στο προαύλιο
δωσίλογους τα βρίζουν
χλομιάζουν λίγο και μετά…