Σε
άνοιξη στο Κατμαντού
μου
άναψε μια πίπα
φυρή
ήταν η κόμη του
και
άσπρη η γενειάδα
Το
Σιβαράτρι γιόρταζε
του
ενός Θεού του Σίβα
του
ποιητή κι εκδικητή
καθώς
και σ άλλους μύθους
Όταν
μαράθηκε ο καπνός
μου
ερύθρωσε το στέρνο
το
πλούμισε με νάρκισσους
με
βιάση να χορεύω
την
σκηπτουχία να υμνώ
δυο
νύχτες και μια μέρα
Κι
εκεί στις οπτασίες μου
σ
ένα νησί ονείρων
τούτος
ο άνεμος του χτες
οκνό
φτερό αγγέλου
στον
χρόνο εστροβίλίζε
κι
έτρεχα να το πιάσω
.