Γι αλλού πήγαινα κι αλλού προσάραξα.
Κατέβηκα Θησείο αντί για Μοναστηράκι.
Πότε είμαι θύμα και πότε θύτης, αναλογίστηκα σαν μοντέρνος Μάκβεθ, όταν συνειδητοποίησα το λάθος μου. Και ποια θυσία σε εξιλεώνει στον δύσβατο δρόμο για την Ιθάκη σου στην αέναη περιπλάνηση μεταξύ ποθητού και εφικτού;
Αν ήταν κάποια συνέργεια των Τυχών η απλά συντυχιά σε αβύσσεια αλληλοπορεία δεν θα μαθευτεί.
Πότε είμαι θύμα και πότε θύτης, αναλογίστηκα σαν μοντέρνος Μάκβεθ, όταν συνειδητοποίησα το λάθος μου. Και ποια θυσία σε εξιλεώνει στον δύσβατο δρόμο για την Ιθάκη σου στην αέναη περιπλάνηση μεταξύ ποθητού και εφικτού;
Αν ήταν κάποια συνέργεια των Τυχών η απλά συντυχιά σε αβύσσεια αλληλοπορεία δεν θα μαθευτεί.
Πήρα τον δρόμο ποδαράτα και στο παλαιοβιβλιοπωλείο "ΕΡΑΤΩ" περιεργαζόμουν τα αραδιασμένα στα ράφια βιβλία με μόνο αισθητικό και ίσως ουσιαστικό κριτήριο την τεχνοτροπία της βιβλιοδεσίας τους.
Σε μια σειρά βιβλίων με κοκκινωπό σκληρό δέσιμο σταμάτησα ασυναίσθητα. Κάτι έλειπε εκεί, μα τι;
Έβγαλα τα γυαλιά μου για να διαβάσω το όνομα του συγγραφέα και τους τίτλους των: Ν. Καζαντζάκη, όλα του τα έργα, στην εκδοσή Ελί. Καζαντζάκη. Όλα; Όχι κάποιο έλειπε εκεί, μα ποιο;
Μα ναι! Έλειπε το ογκωδέστερο και ψηλότερο, το αγαπημένο της εφηβείας μου βιβλίο του παρά τι αφορισμένου.
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ…
Σαστισμένος ρώτησα τον παλαιοπώλη:
-Την Οδύσσεια του Καζαντζάκη δεν την έχετε;;;-Δυστυχώς όχι και είναι συλλεκτικής άξιας Κύριε, άλλα για 150-200 Ευρώ ίσως μπορέσω να σας το βρω, απάντησε με εμπορικότατο ύφος εκείνος.
Με τα φρύδια μου σε σχήμα ενός μεγάλου ερωτηματικού απομακρύνθηκα και σταμάτησα για λίγο στο διπλανό δισκάδικο, για ν ακούσω το “ποτέ, ποτέ καρδιά μου μην ξαναγαπήσεις..” αρχοντορεμπέτικο που τραγουδούσε ο Τζώνης.
Πριν ακόμη τελειώσει το καρδιοσπαρακτικό άσμα με σκουντάει ο διπλανός βιβλιοπαλαιοπώλης σχεδόν κραυγάζοντας με αγαλλίαση της απεραντοσύνης:
-Πέτυχες το Τζόκερ φίλε μου, μου λέει, και σχεδόν σέρνοντας με τραβάει στο μαγαζί του όπου εναποθέτει στα απροετοίμαστα χέρια μου την ογκώδη ΟΔΥΣΣΕΙΑ του Κρητικού.
Έμεινα τουλάχιστον 2 λεπτά ασάλευτος, μέχρις που το βάρος της αδάμαστης ηρακλιώτικης ευγλωττίας με προσγείωσε και ψιθύρισα:
-Μα δεν ήθελα να το
αγοράσω! Μια απορία εξέφρασα μόνο!
-Δικό σας Κύριε! Δώρο
του καταστήματος, μου απάντησε εκείνος με ευρύ χαμόγελο Αγιοβασίλη.
-Μα γιατί; κατόρθωσα
πάλι να ψελλίσω.
-Μόλις μου το άφησε
στον πάγκο μου μια νεαρή κυρία με κρητική προφορά και με την εντολή να το
δωρίσω στον πρώτο ενδιαφερόμενο για βιβλία του Καζαντζάκη. Αυτή το είχε
αποστηθίσει, είπε.
-Μα ποιος
αναρωτήθηκα φωναχτά μπόρεσε να αποστηθίσει τις 892 πυκνογραμμένες σελίδες του
μεταφρασμένου ομηρικού έπους; Κάποιος από τον Άρη;
-Το ίδιο την ρώτησα
κι εγώ Κύριε, είπε ο παλαιοπώλης, κι αυτή μου απάντησε:
-Όχι από Αλλού.
-Να την φίλε μου! Η
κυρία με τον φιόγκο στα μαλλιά, που τώρα στρίβει στην γωνία!
Γύρισα να δω και
είδα να τρεμοδιαβαίνει και να χάνεται στο πλήθος μια κορδέλα φανταιζί, που ο
φιόγκος της θύμιζε ειρωνικό χαμόγελο παλιάτσου.
Και υπόκωφα ακουγόταν ένα σφύριγμα στην μελωδία:
Και υπόκωφα ακουγόταν ένα σφύριγμα στην μελωδία:
“Πάρε, ότι θέλεις
παλιατζή...”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου