Βρεθήκαμε και οι δυο την
συμφωνημένη ώρα, αργά το πρωί ή ας το πούμε πριν το μεσημέρι, στην ανατολική
είσοδο του κεντρικού άλσους της πόλης, για να κάνουμε μαζί μια ωρίτσα Jogging.
Χειμωνιάτικη μέρα με έναν θαμπό
αρρωστιάρη ήλιο, μα χωρίς τσουχτερό κρύο, ντυμένος με την αθλητική μου φόρμα,
εσώρουχα σκι, κασκόλ και σκούφο στο επαναστατημένο κόκκινο της αρεσκείας μου.
Κι εσύ με μια πρασινωπή φόρμα μα κασκόλ και σκούφο ασορτί σ ένα φανταχτερό
πορτοκαλί. Το πορτοκαλί ταίριαζε μεν με το χέννα των ατίθασων σγουρών μαλλιών
σου, αλλά ο σκούφος τα καταπίεζε στην ελευθερία τους να παίξουν με το αεράκι
και τις ηλιαχτίδες. Μας έπιασαν ασταμάτητα γέλια, όταν αλληλοειδωθήκαμε.
-Πάμε τώρα, θα κάνουμε τρεις
λαβυρινθικούς γύρους, είπες γελώντας ακόμη και βάζοντας τα ακουστικά του mp3-player στα αυτιά κάτω από τον
σκούφο σου.
-Ναι αλλά σιγά-σιγά, μην ξεχνάς
τα μαύρα μου πνευμόνια, αποκρίθηκα μειδιώντας κι εγώ, μα χωρίς να έχω καταλάβει
την σημασία του «λαβυρινθικού».
Αρχίσαμε με αλαφρά επί τόπου πηδηματάκια
αλληλοχαμογελώντας μας και σε λίγο προχώρησες.
Ακολούθησα στην αρχή πίσω σου, μ
άρεσε να βλέπω την σγουρή κόμη σου να κυματίζει και το φανταιζί σου κασκόλ να
χαϊδεύει την πλάτη σου. Το ζήλευα;;;;
Γρήγορα γύρισες το κεφάλι σου
πίσω, με παρακλητικό βλέμμα και μ ένα χτύπημα των δασειών σου βλεφάρων μου
έδωσες σήμα να έλθω δίπλα σου.
Είχε χιονίσει λιγάκι πριν δυο
μέρες, μα τα περιπατητικά δρομάκια με το σκούρο τους χαλικάκι ήταν καθαρά και
με λιγοστούς άλλους κυριακάτικους φυσιολάτρες. Κάτω από τα δένδρα ήταν ακόμη
στρωμένο ένα πέπλο άσπρης δροσιάς.
Είχαμε κάνει αμίλητοι ο ένας
δίπλα στον άλλο το πρώτο μάλλον γύρο, γιατί ξανάβλεπα γνωστά τοπία. Εσύ είχες
χαθεί ή χωθεί στο Αλλού σου ακούγοντας μουσική. Πολύ αμυδρά διέφευγαν κάτι ήχοι
από την ηχομόνωση του σκούφου σου. Ήταν κλασσική μουσική ή νοτιοασιάτικες
μελωδίες;
Είχα αρχίσει να κουράζομαι και
δεν κατάφερνα να ακολουθώ τον ρυθμό σου. Ξέπεσα λιγάκι πίσω, προσπαθώντας όμως
να μην διευρύνω πολύ την απόσταση μας.
Μ άρεσε εξ άλλου να σε κοιτάζω
από πίσω. Το κορμί σου είχε διατηρήσει ένα μεγάλο μέρος από τα θέλγητρα της
νεότητας σου και οι αρμονικές του κινήσεις διατύπωναν, ότι συνέχιζες να
χορεύεις παθιασμένα. Μου το είχες πει άλλωστε.
Είχαμε ξαναβρεθεί τυχαία
μετά εικοσαετίας και πλέον. Μια απλή φιλική γνωριμία από τα φοιτητικά μας
χρόνια.
Στην σχέση μου τότε εγώ
κι εσύ στην δική σου.
Δέχτηκα αμέσως την
πρόσκληση σου για καφέ και να αναπολήσουμε την νεότητα μας. Σου ήρθα με
παστούλες στο «ρετιρέ» σου, όπως το λες, και σε βρήκα με την άσπρη ιατρική σου
ρόμπα καταπιτσιλισμένη σ έναν διάδρομο γεμάτο δοχεία χρωμάτων, πινέλα,
γυαλόχαρτα, βούρτσες, ρολλούς και δυο
σκάλες.
-Βάφω τους τοίχους και
σε ξέχασα, είπες μέσα από το χαρούμενο σου χαμόγελο, ωθώντας με το χέρι σου
στην αριστερή μου ωμοπλάτη στην ευρύχωρη κουζίνα σου.
-Βάλε, ότι βρεις στο
τραπέζι στο πλυντήριο πιάτων κάτω από το νεροχύτη και σου επιστρέφω αμέσως
καλλωπισμένη αφέντη, είπες μ ένα γελάκι,
- Η εσωτερική ομορφιά
δεν χρειάζεται καλλωπισμό, απάντησα φιλοφρονώντας.
- Καρυοθραύστης στα
νιάτα σου, καρδιοθραύστης τώρα;;; ξαναγέλασες κι εξαφανίστηκες.
Τόσο σβέλτο γυναικείο
καλλωπισμό δεν είχα ξαναζήσει. Μ ανέβασες!!!!
Επέστρεψες κομψότατη και
μ ένα επιμελημένο αλλά διακριτικό μακιγιάζ.
Σε βοήθησα να στρώσεις
το τραπέζι, εγώ έβαλα σε μια πιατέλα τις πάστες κι άναψα ένα χοντρό κερί που
βρήκα σ ένα ράφι, για ρομαντική ατμόσφαιρα.
Εσύ έφτιαξες εσπρέσο για
μένα και καπουτσίνο για σένα.
Είχα προγραμματίσει
σύντομη ωριαία επίσκεψη και παρέμεινα πολύ ευχάριστα τρισήμισυ ώρες.
Και τι δεν είπαμε! Για
σχέσεις παλιών φιλών, που μπουμπούκιασαν, άνθισαν, κάρπισαν και τελματώθηκαν.
Ιστορίες από κοινά βιωμένες γιορτές και αντιπαραθέσεις. Τους μικροπολιτικούς
φοιτητικούς συνωμοτισμούς και τα γελοία επακόλουθα τους…..
Είπαμε λίγο και τα
προσωπικά μας:
-Χώρισα με το τελειωτικό
κι αναζητώ το τέλειο, είπες.
-Μακάρι να μπορούσα να
καταφέρω κι εγώ το ίδιο, αλλά δύσκολο με τρία παιδιά γαμώτο, απάντησα.
Σηκώθηκες βιαστικά,
πήγες στην βιβλιοθήκη του καθιστικού σου και γυρίζοντας εναπόθεσες στα χέρια
μου σε κομψή έκδοση το «Siddharta» του Hermann Hesse.
-Διάβασε το αλλά να μου
το επιστρέψεις, μου χαμογέλασες με ένα από τα δεκαεφτά χαμογέλα των
νοτιοασιατισσών, που δεν τα είδα ποτέ μου.
-Θα το ξαναδιαβάσω
ενήλικας για χάρη σου και θα χαρώ να στο ξαναφέρω, απάντησα, με μια αράπικη έκπληξη στην ματιά μου.
Δεν ήξερα τότε, ότι είχαμε κοινά
φιλολογικά και φιλοσοφικά γούστα.
Σταμάτησες ξαφνικά, έβγαλες τα
ακουστικά από τα αυτιά και κάθισες σ ένα παγκάκι περιμένοντας με λαχανιασμένο.
-Προσπάθησε να κόψεις το
παλιοτσίγαρο, μου είπες σχεδόν αυστηρά!
Δεν απάντησα, όντως γνώστης της
καθημερινής μου ενοχής.
-Ξεκουράσου λίγο, άκουσε με και
ακολούθα με χωρίς να μιλήσεις καθόλου, είπες ικετευτικά, κοιτώντας με βαθιά
μέσα στα μάτια, σαν να ήθελες να διαπεράσεις με τον οίστρο της ψυχής σου τις
κόρες των ματιών μου, για να φτάσεις στις συνάψεις των εγκεφαλικών μου
κυττάρων, εκεί που συνδέονται τα ερεθίσματα των αισθήσεων με την γνώση.
-Βρίσκεσαι στην στέψη του αέναου
αγώνα του Εγώ με τον Εαυτό σου. Προσπάθησε να καλμάρεις και να χαλινώσεις το
Εγώ σου για να δεις και να κατανοήσεις τον πραγματικό σου Εαυτό. Με το Εσένα
σου, με την ευκρινή ισορροπία του Εγώ με τον Εαυτό σου αρχίζει και τελειώνει η
συνειδητή σου ζωή. Αλλιώς παραμένεις έρμαιο των καθημερινών αναγκαιοτήτων. Εγώ
το ένοιωσα αυτό την πρώτη φορά που εγκατέλειψα τον δεσμώτη μου σ ένα τρίμηνο
μοναχικό ταξίδι στην Ινδία. Μετά την τρίτη φυγή μου, το κατάλαβα εντελώς και το
κάνω τώρα πράξη μου. Να χαλαρώνω το σώμα, τις αισθήσεις και το πνεύμα μου και
να μεταφέρομαι στο Αλλού της αρμονίας των δυο συστατικών μου.
Δύσκολος και κουραστικός αγώνας,
δύσβατα και γεμάτα αγκάθια τα μονοπάτια της αναζήτησης, γεμάτα ελκυστικές
πλάνες και ηδονές τα σταυροδρόμια, Χάρυβδες και Σκύλες τα εφήμερα χάνια. Και
μόνον στο αδιέξοδο της τελικής σου απόγνωσης έρχεται σαν θεϊκό δώρο ή προσωπική
αναλαμπή η αίσθηση της λιτότητας. Να δίνεις ανέμελα, ότι έχεις και να δέχεσαι
εξ ίσου ανέμελα, ότι μπορείς να πάρεις ή σου δίνουν. Να δέχεσαι κάθε στιγμή,
τον εαυτό σου και τους άλλους, όπως είναι ή δείχνονται!
Θέλησα να σου αποκριθώ σε έντονο
τόνο, για τις ανάγκες της επιβίωσης, τις καθημερινές μας ευθύνες, την
απαιτούμενη πρόβλεψη για τις επόμενες γενιές…, μα το κοτσύφι που φτερούγισε
μπροστά μας αρπάζοντας με το ράμφος του ένα ψίχουλο δίπλα στο παγκάκι, αναίρεσε
τα επιχειρήματα μου.
-Κοιτά όλα αυτά τα δένδρα γύρω
μας, συνέχισες: Μικρά, μεγάλα, αειθαλή ή μη, περήφανα όρθια ή πλαγιασμένα
καχεκτικά και ξεραμένα έχουν το καθένα τους την μοναδική τους οντότητα.
Φαντάσου, ότι το καθένα απ αυτά είναι μια άλλη ενσάρκωση της Σακούγια, μιας
ασιάτισσας Θεάς όλων των δένδρων. Η
βαλανιδιά, η Σακούγια-κε είναι μελαχρινή με στητά στήθη και χοντροκώλα. Η
λεύκα, η Σακούγια-ρα είναι λεπτή, ξανθιά, μα κρύα. Για κάθε δένδρο φαντάσου μια
άλλη Θεά! Κι όλες σε θέλουν, όλες θέλουν να σε χαϊδέψουν, να σε ζεστάνουν, να
φουντώσουν τον πόθο σου για την κάθε μια τους. Για να τους χαρίσεις το σπέρμα
σου, την συνέχεια της ζωής. Κλείσε τα μάτια σου, πιάσε το χέρι μου και ακολούθα
με! Να μου έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη! Θα σου λέω τις κακοτοπιές και πως πρέπει
να πηγαίνεις. Δεν θα τρέχουμε πολύ. Στο πρώτο σου βήμα θά’ ρθει να χαϊδέψει, να
φιλήσει και να ζεστάνει την αριστερή σου φτέρνα, εκεί όπου εφάπτεται πρώτα στην
ορθή μας περπατησιά το σώμα μας την Γη, η ίδια η Σακούγια. Σε κάθε σου βήμα θα
έρχεται μια άλλη θεά να χαϊδεύει, να φιλάει και να ζεσταίνει ένα άλλο
αντίστοιχο μέρος του σώματος σου, από κάτω προς τα πάνω, ανεβάζοντας την
θερμότητα της προσφοράς τους συνεχώς στα ύψη σου, μέχρι το κεφάλι σου, στο
ψηλότερο του σημείο.
Η Σακούγια-κε π.χ. θα φιλήσει
τον δεξί σου αστράγαλο, η Σακουγια-ρα τον αριστερό σου μηρό, η μουσμουλιά τον αφαλό σου, η
ξεραμένη φραγκοσυκιά το καρύδι του Αδάμ στον λαιμό σου κλπ. Μέχρι και η
τελευταία τρίχα της κεφαλής σου γεμίσει γήινη και θεϊκή ενέργεια!
Έκλεισα τα μάτια μου, έσφιξα με
το δεξί μου το αριστερό σου χέρι και σηκωθήκαμε για την κοινή μας διαδρομή.
Θέλω να σου ομολογήσω, ότι στην αρχή του δρόμου μας ήμουν επιφυλακτικός και
μισάνοιγα που και που τα μάτια μου. Μετά άρχισες πολύ σιγά να μουρμουρίζεις.
Όχι δεν ήταν ψίθυρος αλλά ένα μελωδικό αναστέναγμα που έβγαινε από την μύτη,
ανάμεσα απ τα κλειστά σου χείλη κι ίσως απ την ψυχή σου, αρκετά αισθησιακό στα
αυτιά μου, που κατέληγε σε κάτι σαν ωωωωωωμμμμ!
Που και που έλεγες «λίγο
αριστερότερα» και με έσπρωχνες με τον ώμο σου. Ή «δεξιότερα» και τραβούσες το
χέρι μου προς τα δεξιά. Ονομάτιζες δένδρα: Να μια οξιά, να μια καστανιά, μια
μικρούλα αχλαδιά, ένα πεύκο αριστερά μας, και μια θέρμη γαλήνης ανάμικτη με ηδονή και απόλαυση γέμιζε το σώμα
μου από τα πόδια μου και σιγά-σιγά προς τα
πάνω.
Σ ακολουθούσα, σου είχα αφεθεί
και δεν το μετάνιωσα. Είχα φύγει, βρισκόμουν σε καινούργιο για μένα χώρο και
χρόνο, πλήρης με ουσία του σύμπαντος και των θεών του άλσους.
Κάποτε σταμάτησες και έσφιξες ανεπαίσθητα περισσότερο το χέρι μου.
-Φτάσαμε, είπες.
-Άνοιξε προσεκτικά τα μάτια σου
και κοίτα προς τον ουρανό!
Το χέρι σου χαλάρωσε το σφίξιμο
του δικού μου, κοίταξα προς τα πάνω και είδα ένα ατέλειωτο πανήρεμο λευκό,
περιπτυχισμένο από χιονισμένες κορφές δένδρων.! Τι γαλήνιος ουρανός ήταν
αυτός;;;; Κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμασταν σ ένα ξέφωτο, περιτριγυρισμένο από
σταχτιές βατομουριές στην χειμερινή τους νάρκη. Μόνο μερικά μαύρα ξεραμένα
μούρα ανάμεσα σ αγκάθια επέμεναν ακόμη.
Το έδαφος ήταν ίσιο και λίγο
χιονισμένο.
Δεν πρόσμενα την ξαφνική
τρικλοποδιά και βρέθηκα ανάσκελα από κάτω σου.
-Σε θέλω εδώ και τώρα ψιθύρισες,
μ ένα παράφορο πάθος στην φωνή σου.
Δεν κατάλαβα τι έγινε μετά! Ίσως
συμπτυχθήκαν οι τέσσερες γνωστές διαστάσεις σ ένα σημείο, στο απόλυτο του
έρωτα, σε κάποιο Αλλού. Δεν ξέρω!!!
Όταν επανήρθα κρύωνε ο κώλος
μου. Ήμουν γυμνός από την μέση και κάτω. Κι εσύ δίπλα μου με κλειστά ακόμη
μάτια το ίδιο.
Επιστρέψαμε αμίλητα με σφιχτά
πιασμένα τα χέρια μας στην ανατολική είσοδο.
Δυσκολεύτηκα ν ανοίξω την
κλειδαριά του ποδηλάτου μου. Μάλλον είχε παγώσει αυτή ή τα δάχτυλα μου.
Όταν γύρισα να σε ρωτήσω πότε θα
ξανασυναντηθούμε σε είδα να απομακρύνεσαι πάνω στο ποδήλατο σου με ανασηκωμένο
αποχαιρετιστήρια το αριστερό χέρι σου.
Το φανταιζί πορτοκαλί σου κασκόλ
χάιδευε πάλι την πλάτη σου. Το ξαναζήλεψα!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου