(ή οι Ελεάτες και το θεϊκό σύστημα των σχέσεων)
Μπήκα στο καφενείο της γωνιάς με τα μούτρα μου να λουστράρουν το δάπεδο του, κάθισα αμίλητος στην μια και μοναδική θέση στο τραπεζάκι του φίλου μου του Θέμη, που δεν είχε πιει καλά-καλά τον βαρύγλυκο του μα ούτε και το νεράκι του, και παρήγγειλα ρακές με μεζέ ξιδάτο χταπόδι και αντζούγιες.
Το φιλαράκι μου ο Θέμης –χρόνια τώρα γνώστης της φαινομενολογικής μου οντότητας- με συρραμμένα τα χείλη του κιαλάριζε τις σχισμές των βλεφάρων μου, μήπως και γροικήσει είδηση.
Ήρθαν τα τσίπουρα, σηκώνει το ποτηράκι του ο Θέμης και προπίνει τσουγκρίζοντας το δικό μου άδοντας:
«Είχα αράξει όμορφα,
πριν να βρεθείς μπροστά μου,
μα τώρα πάλι απ’την αρχή,
ταλαιπωρίες στη ψυχή
και ντέρτια στην καρδιά μου.»
-«Βίβα ρε και ξέρασε τα, για να βγουν έξω τα φαρμάκια ή ξομολόγα τα, για να πας στον παράδεισο», μου ξηγιέται ντόμπρα ο φίλος μου και παραλίγο να δακρύσει το ματάκι μου, για την κατανόηση που μου έδειχνε…
-«Ερωτεύτηκα μέσα απ τη Βίβλο των φατσών», του εκμυστηρεύομαι κοιτώντας απλανώς τον άδειο πάτο της ρακής μου..
-«Για ξήγησε μου το μαγικό βιβλίο και κάν΄τα μου λιανικά, να τ΄ αγοράσω κι εγώ, αν είναι αποδοτικό», αποκρίνεται γνοιαστικός ο Θέμης με έκδηλη την απορία στην φάτσα του, παραγγέλλοντας άλλες δυο ρακές.
Με το δεύτερο τσιπουράκι ηρέμησα λίγο, πήρα θάρρος, παρήγγειλα ακόμη δυο και άρχισα την εξιστόρηση της ερωτικής μου διαπλοκής.
-«Το σύνηθες σκηνικό φίλε μου», αρχίζω να εξωτερικεύομαι.
-«Έπαιζα προχτές Babysitter στον δεκατριάχρονο ανιψιό μου , -λόγω κομμωτηρίου και γηπέδου των γονέων, ξέρεις εσύ…-, ξεφυλλίζοντας το Κοσμοπόλιταν εγώ και παιχνιαδιαρίζοντας στο ιντερνέτ το παιδάκι, μέχρι που το άκουσα να ξεφωνίζει:»
-«Σου βρήκα γκόμενα Μπάρμπα, για να μην αενάως μαλακίζειν!»
-«Μετά από πολλά πως και γιατί, με ποιο θάρρος κουλουπού, μου ομολογεί το τσόγλανο, πως μπαίνει στο Facebook μ ένα προφίλ σαν το δικό μου – 35αρης, μεταπτυχιακό, στέλεχος πολυεθνικής, άνω 3.000 μηνιαίο εισόδημα, αναζητώντας δια βίου συντροφάκι- και με δική μου φωτό απ το περσινό Πάσχα, που μου είχε σγουρήνει το κωλόπαιδο με τζελ τα μαλλιά μου, και του έπεσε η Σοφία ετών 24, θεογκόμενα, με μπικίνι φόντο Σκιάθο, με φιλοσοφικά ενδιαφέροντα. Τα λέγανε 2 μήνες το ανιψάκι μου κι αυτή, αν και κατά πόσον η ενότητα του κόσμου υπόκειται σε μια φυσική ουσία ή στην ιδία την οντότητα που μας περιβάλλει, είχαν εμβαθύνει το «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα» του Παρμενίδη και είχαν κλείσει ραντεβού για χτες το απόγευμα σε μια καφετέρια στο Γκάζι, αλλά θα έπρεπε να πάω εγώ, με απείλησε με άρση της αγάπης του το καλό μου το ανιψάκι.»
-«Και τι έγινε ρε;;; Πήγες;;; Ήρθε;;;» ρωτάει ξαναμμένος ο φίλος μου ο Θέμης, ξαναγνέφοντας το γκαρσόνι για 2 ρακές.
-«Πήγα ρε Θέμη, περίμενα 2 ώρες μα δεν φάνηκε η γκομενάρα. Μονάχα τρία 14ρια κοπελούδια πέρασαν αγκαζέ μερικές φορές χασκογελώντας μπροστά μου. Το ένα έμοιαζε λιγάκι με την φωτό της θεογκόμενας...»
Κέρασα κι εγώ ρακές, που τις ήπιαμε μουγκώς στην υγεία του Χέγκελ, διαλογιζόμενοι εμφανώς για την φαινομενολογία του πνεύματος …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου