16 Ιουλ 2010

Auto Stop



Βρέθηκα στον Κάμπο του Δεσπότη σε μια φθινοπωρινή προσπάθεια αναπόλησης ξεχασμένων εμπειριών της νεότητας μου.

Με το σακίδιο μου στα πόδια μου με παραμέλησε η βιασύνη του οδηγού του λεωφορείου στο χάνι του Κάμπου, όπου ευχαριστιόμουν την αχνιστή φασολάδα μπλεγμένος σε μια συζήτηση με τον ιδιοκτήτη για τις παλιές καλές εποχές..

Δεν με πείραξε που έμεινα άτροχος. Κάτι θα βρεθεί, όπως πάντα, σκέφτηκα.

Έφαγα με την ησυχία μου την φασολάδα, τον ταβερνιάρη τον φώναξαν κάτι υποχρεώσεις του στην κουζίνα, πλήρωσα και βγήκα με το σακίδιο στον ώμο στην άκρη του δρόμου, για το παλιό καλό ωτοστόπ με υψωμένο τον αντίχειρα του δεξιού χεριού μου σε κάθε περαστικό όχημα, κινώντας τον ανατολικά στην κατεύθυνση του επιθυμητού μου προορισμού.

Ο φθισικός ήλιος είχε αρχίσει να ξαπλώνει στις χαράδρες της Πίνδου, φωτίζοντας, πράσινα έλατα, κοκκινωπά πλατάνια, κάτι ντροπαλές φλαμουριές με τις ροζέ ρώγες τους κι ένα φιδάκι που είχε αποχαυνωθεί νηστικό στην κορφή ενός κουτσόβραχου.

Κοντά ακούγονταν γαυγίσματα σκυλιών, κουδουνίσματα κριαριών και βελάσματα προβάτων που γύριζαν στην στάνη τους.

Στο θόλωμα του δειλινού σταμάτησε κάποιο αγροτικό με ανοιχτή καρότσα και ο οδηγός του, μεσήλικας γενειοφόρος με την κάψα του ήλιου χαραγμένη στο πρόσωπο του και το βλέμμα του ατυχημένου επαναστάτη της δεκαετίας του ΄70, με ρώτησε που πάω.

-Στην πιο κοντινή πόλη, απάντησα.

-Ανέβα στην καρότσα, αποκρίθηκε, και ξεκίνησε με βία μόλις με είδε πάνω της, για να ξεπεράσει όσο το δυνατό γρηγορότερα το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των 40 χλμ. την ώρα προκαλώντας την τύχη μας και την τέχνη οδήγησης του, η ίσως βιασμένος από την προσμονή κάποιων δικών του ζώων ή ανθρώπων.

Η βία της προσδοκίας του με παραπάτησε και με ξάπλωσε απρόσμενα στην λαμαρίνα. Έπεσα ευτυχώς κυρίως πάνω στο σακίδιο μου αλλά με τον βραχίονα μου πόνεσα το κορμί μιας νεαρής  ξαπλωμένης συνταξιδιώτισσας μου .

-Συγνώμη, ψέλλισα, δεν ήταν πρόθεση μου!

-Πονέσατε; απάντησε.

Με υπερυψωμένη φωνή, για να καλύψουμε τον θόρυβο του μοτέρ του αγροτικού και στριγκλίσματα των φρένων του στις στροφές, αλληλοσυστηθήκαμε.

Φοιτήτρια, που μπατίρισε στην επιστροφή της από κουλτουριάρικο ταξίδι στην Ιταλία. εκείνη, σε αναζήτηση της θύμησης νεανικών μου εμπειριών, εγώ.

Με ρώτησε και άρχισα να διηγούμαι μερικές εμπειρίες μου. Της είπα για την πανάσχημη χωρισμένη Μάργκρετ που βίασε τα νεανικά μου κάλλη σε μια πεδιάδα του Ζάγκρεμπ ,νύχτα χειμώνα δίπλα σε υπαίθρια φωτιά, σαν σπονδή στον χωρισμό της. Για την Μαρία, που παρθήκαμε μουγκά κάτω από την σκάλα του δεύτερου καταστρώματος κάποιου φέρρυ μπωτ, για να διασκεδάσει εκείνη  την φυγή της από τον Ελβετό αρραβωνιάρη της…

Ίσως να ήταν η ταχύτητα ή οι στροφές του δρόμου λίγο πριν τα Μετέωρα, όταν το χέρι μου βρέθηκε απαλά θωπευτικά στον λαιμό της και ο μηρός της ερεθιστικά ανάμεσα στα σκέλια μου.

-        Πάρε με εδώ και τώρα, με προσκάλεσε!


Δεν ξέρω τι σκέφτηκε το νεανικό της πνεύμα, τι φαντασιώσεις της διέγειραν οι ιστορίες μου, αλλά τα χέρια της είχαν ήδη κατεβάσει το φερμουάρ του παντελονιού μου και εισέβαλλαν ακάθεκτα προς τα άδυτα μου.

Ενέδωσα γρήγορα, σαν ταγμένη παρθένα.


Τα δάχτυλα μου ξεκούμπωσαν γρήγορα το πουκαμισάκι της. Δεν φορούσε σουτιέν και άρχισα στο πρωτόσκαλο της ηδονής να φιλάω υγρά το στέρνο της κατεβαίνοντας με τα χείλη και την γλώσσα μου παρακάτω με δεξιές και αριστερές ιχνηλασίες, για να γευτώ τις ρώγες των βυζιών της. Τα χέρια μου είχαν ξεκουμπώσει και μισοκατεβάσει το τζην της και τα δάχτυλα μου αισθανόταν κάτω από το στρινγκ της την υγρασία του αιδοίου της.

Μα κι αυτή δεν είχε μείνει ανενεργή. Τα νεανικά της χέρια είχαν ήδη μισοκατεβάσει το παντελόνι και το σλιπ μου μέχρι σχεδόν τα γόνατα, τα δάχτυλα της χάιδευαν ηδονικά την κεφαλή του πέους μου, ώστε να υπερβεί το υπερδιογκωμένο μέγεθος του.

-        Πάρε με από πίσω πλαγιασμένη με βία, ψιθύρισε

Δεν χρειάστηκε βία. Με δέχτηκε, όπως η θηλή λεχώνας χείλη νεογέννητου, και αλληλοαγαπηθήκαμε σε παρόμοιο μέτρο. Ήπια από την δροσιά της σαν καμήλα σε όαση: Σιγά-σιγά αλλά πολύ. Χυθήκαμε μαζί, ο καθένας στην άβυσσο του Αλλού του.

Το αγροτικό σταμάτησε τόσο απότομα, όσο είχε ξεκινήσει, στις παρυφές μιας πόλης και μια τσιγαρισμένη επαναστατημένη φωνή είπε σε έντονο τόνο!
-Εδώ είμαστε φίλε μου. Θα συνεχίσεις μόνος σου.


Σπαλάστηκα το σακίδιο μου και κατέβηκα από την καρότσα του αγροτικού.


-Εγώ θα συνεχίσω το ταξίδι μου, με αποχαιρέτισε φωναχτά η φοιτήτρια, προσπαθώντας να υπερκεράσει το μαρσάρισμα της μηχανής.

Τα οπίσθια φώτα του αγροτικού, έγιναν γρήγορα κόκκινες φωτεινές βούλες στο σκότος του  Αλλού της.


Μα σ αυτό το λιγοστό φως είδα την νεαρή στιγμιαία ερωμένη μου, να ξεδένει τη γαλάζια φανταιζί κορδέλα, που είχε δεμένη στον αστράγαλο της, και να μου την πετάει σαν ενθύμιο μιας σύντομης ηδονικής σύζευξης.

Πρόλαβα και την έπιασα πριν την πάρουν μαζί τους στο πουθενά οι αέρηδες της βίας των περαστικών αυτοκινήτων.

Την  βάζω πάντα σε κάποια τσέπη μου, για να της την ξαναφορέσω αν ποτέ λάχει……

Δεν υπάρχουν σχόλια: