Πρώτος τους είδε ένας
νεαρός τσοπάνης που έβοσκε τα ζώα του σε κοντινό λόφο.
Τρομοκρατημένος παράτησε
το ποίμνιο του στην εποπτεία των σκύλων, έβαλε τα πόδια του στον ώμο και κατηφόρισε
αλαλάζοντας:
-
Έρχονται!!! Έρχονται!!!
Άκουσαν τις κραυγές
του στο πλησίον υποστατικό, μάζεψαν αμελλητί τα πιο πολύτιμα πράγματα τους, ο άνδρας
τις χειμερινές του μπότες, η γυναίκα την κεντημένη μαντήλα για την πλάτη, η κόρη
την πάνινη κούκλα, οι γιοι τα ξύλινα σπαθιά
τους και έτρεξαν στον οχυρωμένο πύργο.
Τρόπος του λέγειν
δλδ. ¨οχυρωμένο¨, αφού μόνο γέροι, γυναίκες και κουτσούβελα είχαν απομείνει στο
καστέλι. Όλοι οι άνδρες είχαν μεταναστέψει ανατολικά, σε δούλεψη της μοναδικής τότε
πολυεθνικής -της καθολικής εκκλησίας-
σαν σταυροφόροι . (Σήμερα υπάρχουν μεν περισσότερες πολυεθνικές αλλά έχουν
κάνει Τραστ μεταξύ τους, οπότε το ίδιο είναι...
)
-
Έρχονται!!! Έρχονται!!! , αναφώνησε το βοσκόπουλο –που ήταν
και ομορφούλικο σαν τον ταυτώνυμο του πρώην γόη του σινεμά-.
-
Έρχονται
τρεις τρομακτικοί ιππότες….
Παρευθύς έδωσε διαταγή
ο μονόφθαλμος αρχηγός της λιγοστής και υπέργηρης φρουράς να μανταλώσουν την βαριά
δρύινη πύλη και ανέβηκε στην πολεμίστρα.
Εκεί τον ακολούθησαν
κι άλλοι, γέροι και γυναικόπαιδα, για να αγναντέψουν τον ερχομό των ιπποτών μπας
και μαντέψουν τις προθέσεις των.
Σε λίγο φάνηκαν ανατολικά
στην κορφή του λόφου τρεις πάνοπλοι καβαλάρηδες.
Ασπροντυμένος πάνω
σε κατάλευκο ίππο ο πρώτος, μαυροφορών καβάλα σε μελανό άλογο ο δεύτερος και γκριζονενδυμένος ιππεύων ψαρό άτι
ο τρίτος.
Με τα σπαθιά να λαμπυρίζουν
στις ζώνες τους, τις πεντάμετρες λόγχες τους επ΄ ώμου και τα κράνη τους να
αντικατοπτρίζουν τον δύοντα ήλιο στάθηκαν στα μέσα της πλαγιάς ατενίζοντας τον
πύργο.
-
Ο
ιππότης Panic d΄ Arc απαιτεί ν ανοιχτεί αμέσως η πύλη, ΑΛΛΙΩΣ… , βροντοφώνησε ο λευκός καβαλάρης και χέστηκαν
όλοι στις πολεμίστρες μέχρι τα μπατζάκια τους.
Τρέχει
αυτοστιγμεί ο αρχηγός της φρουράς στην αρχόντισσα του πύργου για να συσκεφτούν
το τι και πως πράττειν.
Κοιτάζει από το
παραθυράκι της κάμαρης της αυτή, ματοζύγισε καρδαμωμένους τους τρεις, ήταν και
αρκετά υγρή από την πολύμηνη ανομβρία στα σκέλια της και διατάσσει τον
υποτακτικό της να βγει να τους καλωσορίσει, μα να τους καθυστερήσει μέχρι να
προετοιμαστεί ψυχολογικά και ηθικά για να υποκύψει στο ριζικό της.
Διατάσσει κι αυτός
στην κουζίνα να ετοιμάσουν μια πιατέλα με τυριά, σαλάμια, χοντρές φέτες χοιρομέρι,
ψωμί και μια κανάτα μαύρο κρασί, τρώει ένα μπούτι κοτόπουλου και σκουπίζοντας
το λίπος από τα χείλη του με το μανίκι βγαίνει από την πορτίτσα ασφαλείας να καλοδεχτεί
τους ιππότες.
-
Σας καλωσορίζουμε
μετά τιμής εξοχότατοι, εκφωνεί, ορίστε κι ένα μικρό κολατσιό, αλλά περιμένετε λιγάκι
εδώ μέχρι να προετοιμάσουμε αντάξια σας υποδοχή στον πύργο.
Ξεϊππεύουν εκείνοι,
στρώνονται στο ανοιξιάτικο γρασίδι και αλέστα
άδειασαν πιατέλα και κανάτα.
Ξαναϊππεύουν και
αναφωνεί στεντωρυόμενος ο μαυροφορών:
-
Ο
ιππότης Gamin de Jolie απαιτεί ν ανοιχτεί αμέσως η πύλη,
ΑΛΛΙΩΣ…
Ξαναβγαίνει ο φρούραρχος
με μια σκουτέλα γεμάτη ψητό αρνίσιο μπούτι και παϊδάκια, τους πήγε και τρεις δαμασκηνές
πετσέτες για να σκουπιστούν μετά καθώς κι ένα κανάτι με τον καλύτερο λευκό ξηρό
οίνο των αμπελιών τους, για να δροσιστούν.
-
Περιμένετε
ακόμη λιγουδάκι αφέντες μου μέχρι να καλοψηθεί και το μοσχαράκι…
Ξαναξεϊππεύουν οι ιππότες
και στρώνονται στο φαγοπότι. Ξεχαστήκαν μάλλον λίγο, γιατί άρχησαν και να τραγουδάνε.
Κάποτε θυμήθηκαν
την αποστολή τους, επαναϊππεύουν και κραυγάζει ο τρίτος ο γκριζοενδυμένος:
-
Ο
ιππότης Farouche de Veuves απαιτεί ν ανοιχτεί αμέσως η πύλη, ΑΛΛΙΩΣ…
Τσιρλιστήκαν από
τον φόβο τους οι έγκλειστοι, ξανατρέχει ο καστελάνος στην Αρχόντισσα και την βρίσκει
να παιδεύεται με τον κορσέ της.
-
Αμέσως,
αμέσως, σε λίγο άξεστε, τον διώχνει εκείνη.
Στέλνει κι εκείνος
ένα γέρο φρουρό (πριν τις αρπάξει ο ίδιος πρώτος) με τρεις μεγάλες γαβάθες με τα γλυκαδάκια, αμελέτητα και τα μαγουλάκια
του μόσχου του σιτευτού καθώς επίσης μια στάμνα με γλυκόπιοτο κοκκινέλι.
-
Στολίζεται
η Αφέντρα για την υποδοχή σας άρχοντες μου, λιγοφωνεί αυτός, και ξέρετε πως
είναι οι γυναίκες… Ακόμη τον κορσέ της σφιχτοδένει. Ελπίζουμε στην κατανόηση σας.
Ξεκαβαλίκεψαν πάλι
οι ιππότες να γευτούν τα μεζεδάκια και τον οίνο αναμένοντας την περάτωση του καλλωπισμού
της πυργοδέσποινας.
Ύμνησαν μελωδικά
με αγριοφωνάρες τα κατορθώματα τους και άδοντας νυχτώθηκαν.
Ανήλθε κι ένα κιτρινιάρικο
μισοφέγγαρο και θαυμάζοντας το ηρέμησαν.
Λουσαρίστηκε επιτέλους
η οικοδέσποινα και διέταξε τον υποτελή της να οδηγήσει τους κυρίους πότες στα άδυτα
του κάστρου και της κάμαρης της.
Εξήλθε τούτος μουλωχτά
μα ηύρε τους ευγενείς εξ οίνου κοιμωμένους..
Σφύριξε τότε κλέφτικα,
ήρθαν τρεις γέροντες τάχατις φρουροί, έδεσαν χειροπόδαρα τους πάνοπλους και
τους πέταξαν σε μπουντρούμι του πύργου, όπου κωφάλαλος ακαμάτης τους πήγαινε άπαξ εβδομαδιαίως ένα καρβέλι ψωμί και μια υδρία νερό για να μην ψοφήσουν.
Πέρασαν μερικά
τέρμινα και επέστρεψαν περήφανοι μα ταλαιπωρημένοι από την ξενιτιά και γεμάτοι
με λάφυρα της εξοντωτικής τους εργασίας οι άνδρες του πύργου.
Μια εβδομάδα
γλέντια και χαρές…
Κάποτε εξιστόρησαν
οι πύργιοι το κατόρθωμα τους και ο Αρχιιππότης θέλησε να δει τους άθλιους.
Μόλις τους είδε,
αγκαλιές, φιλιά και κλάματα…
-
Μα
αυτοί είναι οι προάγγελοι μου! , βροντοφώναξε.
-
Μας
απείλησαν αφέντη, δικαιολογήθηκε ο φρούραρχος. Απαιτούσαν ν ανοίξουμε την πύλη,
ΑΛΛΙΩΣ…
-
Αλλιώς
θα πηγαίναμε στο επόμενο κάστρο για τα καλά μαντάτα, απολογήθηκε ο πρώην λευκο- και νυν σκατοντυμένος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου