Στο δάσος της Πυκνής κοντά στην Πέγεια ζιούσεν ένας γέριμος Γκιούνης. Ήταν σχεδόν ένδημος, μόνον εκλογικόν βιβλιάριον δεν του’ χαν δώκει ακόμα.
Τα φθινόπωρα τον επισκέπτονταν κάτι ανηψιούδκια του που τες βόρειες χώρες, τζιαι εφιλοξέναν τους, με ούλλα τα καλά του χωρκού: Σιουσιούκκο, οφτόν κλέφτικον, πατατούες αντιναχτές, κουπέπια τζιαι κάμποση ζιβανία.
Εκάθουνταν λλίες μέρες τζιαι ύστερα μεθυσμένα εφεύκασιν για Αίγυπτο μερκάν.
- Ρε, που πάτε ποτζιεί. Κάτσετε δαμαί.. πού εν νά βρετε καλλύττερα...
- Εεε.. εμείς είμαστεν αποδημητικά χωρίς δικαίωμαν παραμονής.. τζιαι αν μείνουμεν εν να μας συνάξουν σαν λαθρομετανάστες.. τζιαι άτε να τα σάσουμεν ύστερα.. Ευκαριστούμεν σου πάντως.. Αλλά γιατί εν έρκεσαι τζι’ εσού μιτά μας να αλλάξεις τζιαι λλίον τον αέραν σου, να φάεις τζιαι κανέναν ζουρντουλλήν κουρκουτάν να κάτσει πάνω σου..
Εκαλάρεσεν του Γκιούνη της Πυκνής η ιδέα τζιαι δίχα πολλά πολλά, εσύναξεν τα ππουρτού του τζιαι εξεκίνησεν με τους άλλους για νοθκιάν..
Άμαν τζι’ εφτάσασιν, επεράσαν λλίες μέρες, έφαεν τζιαι τους ακκανομούττηδες του, τις αλιζαύρες του, τις ακρίδες του, αλλά ποντικούδκια τζιαι μισιαρούδκια που του αρέσκασιν πολλά έν είσιεν.
- Το λοιπόν φίλοι μου, λαλεί τους.. Ευκαριστώ σας πολλά για την φιλοξενίαν αλλά εν ώρα μου να πάω έσσω μου.. επεθύμησα την φωλιούαν μου τζιαι τα μισιαρούδκια των θαλασσινών σπηλιών του Αη-Γιώρκη που εν έσιει δαμαί.. Ελπίζω πόν να στρέφεστε να σας φιλοξενήσω πάλαι..
Ύστερα που κάμποσες μέρες έφτασεν πίσω στο δάσος κατακομμένος... Εποστάθηκεν πολλά ώσπου να’ ρτει πίσω..
Άμαν τζι’ έφτασεν έξω που την φωλιάν του, πάει να μπει μέσα, τζιαι ακούει μιαν τσιριλιάν που εκοκκάλωσεν ο γέριμος..
- Μα ίντα μπου γίνεται δαμαί λαλεί.. ποιος εν μέσα στην φωλιάν μου..
Τότε ακούει μιαν φωνήν τζιαι λαλεί του:
- Τι λες καλέ.. ποια φωλιά σου.. εγώ μένω εδώ πάνω από τρεις μήνες.. δικιά μου είναι η φωλιά!!
Τζιαι θωρεί μιαν κορτωτήν, ππιριλλομμάταν καλαμαρούν κουκουβάγια να βκαίνει στο ξωπόρτιν..
Η αλήθκεια ένι ότι εθυμώθην πολλά που του επιάσαν την φωλιάν του, αλλά που την άλλην άρεσεν του πολλά η καλαμαρού..
- Μα ίντα μπου λαλείς δεσποσύνη τωρά.. τούτον εν το σπίτιν μου.. εγιώ επήα σε κάτι ανίψια μου για επίσκεψίν τζιαι τωρά ήρτα πίσω.. εσού ίντα μπου γυρεύκεις δαμαί..
- Εγώ ήρθα πριν πολύ καιρό από την Αθήνα και βρήκα αυτή την όμορφη φωλιά, δεν λέω μια χαρά περιποιημένη την βρήκα, και μένω εδώ τώρα.. ας μην έφευγες.. λαλεί του.. τζιαι κουνάμενη λυγάμενη, μπαίνει στην φωλιά τζιαι φακκά του την πόρτα στα μούτρα.
Ο φίλος μας ο Γκιούνης έμεινεν χάσκοντας..
- Ίντα μπον να κάμω τωρά, λαλεί, πού να πάω έτσι τζιαιρόν.. έν τζι’ έσιει τωρά άλλες φωλιές όφτζιερες δαμαί κατάγυρα..
Έτσι σκεφτικός εξεκίνησεν να πάει μιαν βόλταν να καθαρίσει λλίον το μυαλόν του..
Έφτασεν ως τον Άη-Γιώρκην τζιαι έκατσεν πάνω στο καμπαναρκόν.. Τζιαμαί είδεν έναν ωραίον μισιαρούϊν, ότι πρέπει για μεζέν..
Εσκέφτηκεν λλίον, τζιαι ύστερα βουττά, αρπάσσει το μισιαρούϊν τζιαι εγιόλλαρεν για το δάσος πάλαι.. Έφτασεν έξω που την φωλιάν του τζιαι άρκεψεν να τρώει τζιαι να τραγουδά:
- “Για την καρκιάν, τζιαι την αγκάλην σου
μα τον Θεόν, ούλλα χαλάλιν σου”
Η Γλαύκα η Αθηναία, είδεν τον που το παραθυρούϊν, άρεσεν της η μελωδική φωνή του Γκιούνη, αλλά άμα είδεν τζιαι το μισιαρούϊν ετρέξαν τα σάλια της.. έν είσιεν φάει τίποτε ακόμα τζιαι επείναν πολλά...
Βκαίνει έξω ούλλον χαμόγελα τζιαι σκέρτσα τζιαι λαλεί του:
- Γεια σου γείτονα.. τι κάνεις; καλά είσαι;;
- Μια χαρά είμαι.. λαλεί της ο Γκιούνης δήθεν αδιάφορος..
- Καλέ, τι ωραίο μεζέ τρως εκεί.., λαλεί του πεταλλίζοντας τα βλέφαρα της..
- Ναι.. εν καλός.. άμα θέλεις κόπιασε να τσιμπήσεις τζι’ εσύ λλίον.., λαλεί της ο Γκιούνης..
- Εεεε.. μιας και δεν έχω φάει ακόμα, λέω να πάρω ένα κομματάκι..
Βκαίνει έξω, τζιαι άρκεψεν τζιαι τζιείνη να τρώει μαζί με τον Γκιούνη.. Άμαν τζι’ εφάασιν, επήαν έναν περίπατον ως το ποταμούϊν να πιούν τζιαι λλίον νερόν να ξεδιψάσουν..
Στον δρόμο, ο Γκιούνης άρχισε να της λαλεί την ιστορίαν του.
- Εγώ είμαι πρόσφυγας που την ωραίαν Λάπηθον αν έσιεις ακουστά..
- Ααα.. μπα.. δεν έτυχε.. λαλεί η Γλαύκα.. και πού είναι αυτή;
- Στα βόρεια της Κύπρου δίπλα στην Κερύνεια.. εν πολλά όμορφος τόπος.. συνδυάζει βουνόν τζιαι θάλασσαν.. σωστός παράδεισος..
- Αν θυμάμαι καλά μου είπες πως σε λένε Γκιούνη.. από πού βγαίνει αυτό;;
- Εν να σου πω ένα ποίημα τζιαι εν να καταλάβεις..
Ήταν 2 αδέρφκια Κύπριοι
Τουρκούϊν τζι’ Ελληνούϊν
πολλά αγαπημένα ,
πρόβατα εβοσκούσαν
σ' άρκονταν μεγάλο,
Γκιούνη λαλούν τον ένα
Δήμο λαλούν τον άλλον.
Κάποιαν μέραν ο Γκιούνης,
δκυό αρνάδες χάνει,
ψάχνει έν τες βρίσκει
τριγυρνά τζιαι κλαίει,
έρκεται στην στάνη
του αδερφού του λέει.
Βρέθηκεν τζιαι τζιείνος
στην κακιάν του ώρα,
άδικα χολιάζει,
σαν θερκόν θυμώνει,
το μασιαίριν φόρα
τζιαι τον εσκοτώνει.
Οι αρνάδες ήρταν
στο κοπάδιν πάλαι
τζιαι ο φονιάς τες βλέπει.
στέκεται κλαμένος,
γύρνει το κεφάλιν
μετανοημένος.
Τζιαι ο θεός τον είδε
που χτυπά τα στήθη,
κλαίει νύχταν μέραν,
θέλει να πεθάνει,
τζιαι τον ελυπήθει
τζιαι πουλί τον κάμνει.
Τζιαι γι αυτό το βράδυ,
άμα σκοτεινιάζει
το πουλλίν θλιμμένο,
στο δενδρίν κλαρώνει
τζι' ούλλη νύχτα κράζει
Γκιούνη Γκιούνη Γκιούνη..
- Τούτη εν η ιστορία για το
όνομα μου.. λαλεί ο Γκιούνης.. τζιαι δικλώντας πάνω στην Γλαύκα την Αθηναία,
είδεν δκυό δάκρυα να τζιυλούν που τα όμορφα ππιριλλωτά μματούδκια της..
Απλώνοντας την φτερούγαν του, αγκάλιασεν την καλαμαρούαν τζιαι είπεν της:
- Άτε πουρέκκα μου.. πάμεν
μέσα τωρά να μου τζιεράσεις κανέναν βαρύν γλυκόν, γιατί με τζιείνα τζιαι με
τούτα επέρασεν η ώρα τζιαι ενύσταξα..
- Πάμε πασά μου.. πάμε..
λαλεί του τζιαι τζιείνη.. πάμε στην φωλίτσα μας να σε κεράσω ότι θέλεις...
(Παραμύθι μου γραμμένο στην Κυπριακή διάλεκτο από την Μαρία μου και την ευχαριστώ πολλά για την υπομονή της και τον κόπο της)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου