Το καλοκαίρι τέλειωνε,
το φως φυλλορροούσε, αντίστοιχα το σκότος
έπαιρνε τον χώρο του και η σύντροφος μου έκανε το τελευταίο της μάθημα μαγειρικής
στις κοπελίτσες του θέρους, που ενδιαφέρονταν να πλουμίσουν εκτός με ερωτικές ιστορίες
και με κάτι πρακτικό την ανία του καλοκαιριού.
Η θάλασσα παφλατούσε
στον συνήθη ρυθμό της τα πρωινά και τα δειλινά
και ενδιάμεσα ραθυμούσε, όπως κι εγώ.
Άρχισε το μάθημα
της η δικιά μου, ενώ εγώ μάζευα στον κήπο τις απομείνασες πράσινες ακόμη
ντομάτες, μελιτζάνες και πιπεριές για τουρσί και τον νου μου κατέτρεχε το
ερώτημα τι θα μπορούσα να κάνω με τις
άφθονες πρώιμες ελίτσες, που προσπαθούσαν να σπάσουν τα κλαδιά των αμφιτρυώνων τους.
Το μαγειρευτικό
μάθημα της σημαδιακής εκείνης ημέρας είχε θέμα του τις όρνιθες, όχι αυτές του Αριστοφάνη,
αλλά τις φαγώσιμες του χασάπη.
Οι μαθήτριες,
16-18χρονες έφηβες, είχαν φέρει μαζί τους σε πλαστικές σακούλες και τυλιγμένες
σε χασαπόχαρτο τις φρεσκοσφαγμένες κοτούλες τους, έβαλαν τα χειρουργικά τους χειρόκτια
και τις απέθεσαν στον πάγκο κοινής μαγειρικής, ενώ ο μοναδικός έφηβος την δική
του κατεψυγμένη από το σουπερμάρκετ και
την κοπάνησε, όπως ήταν στην γωνιά του.
Τότε ήταν που θυμήθηκα
μια από τις πολυπληθείς εμπειρίες μου με κότες και κοτέτσια:
Ο συχωρεμένος ο
πατήρ μου, που ήταν γκουρμέ και δεν έτρωγε επ ουδενί ασπρόκωλες πουλάδες
εκτροφείου και οι χωριάτισσες της λαϊκής νόμιζαν τις όρνιθες τους χρυσές λίρες
της αυτοκρατορικής μεγάλης Βρετανίας, έφτιασε σε μια άκρη του κήπου ένα κοτέτσι
και το γέμισε με κίτρινα πουλάκια. Αυτά καλοθρεμμένα από τα αποφάγια των δείπνων
μας σε μερικές εβδομάδες έγιναν κοτάκια και κοκοράκια.
Τα κοκοράκια φαγώθηκαν
πρώτα μέχρι ενός, και δική μου ευθύνη ήταν, αφού η μικροαστή μάνα μας δεν ήθελε
να αμαρτήσει, σαν να ήταν βουδίστρια γαμώτο μου, να τα πιάσω και να τα θανατώσω.
Εκείνες οι φάσεις μέσα στο κοτέτσι στο κυνήγι των κοκόρων, με τις κότες να μου
επιτίθενται απ όλες τις μεριές και με όλα τα όπλα τους, θα μπορούσαν να γίνουν
σκηνές σε τρομακτικό θρίλερ ανώτερο από το αντίστοιχο του Χίτσκοκ.
Αλλά η ευθύνη μου
δεν σταματούσε εκεί. Μετά την σύλληψη έπρεπε να ακολουθήσει και η σφαγή των μελλοθανάτων.
Άντε να βάλω το κεφάλι του κοκοριού, που το είχα πιασμένο από τα πόδια του πάνω
στο κούτσουρο και να πετύχω τον λαιμό του με το τσεκούρι…. Δύσκολη δουλειά… Και φτερά πέτυχα και παρά λίγο κι ένα δάχτυλο
μου. Αλλά να μην τα λεπτομερώ αυτά και αηδιάσουν οι ψυχούλες των ανά την υφήλιο
οικολόγων.
Το ξεπουπούλιασμα
το μοιραζόμουν με την μάνα μου. Αυτή έβραζε το νερό και μετά το βάπτισμα του πτηνού
επί πεντάλεπτο μέσα του αφαιρούσε τα λεπτά πούπουλα του κορμού του. Εγώ έπρεπε
να καθαρίσω τα πόδια, τα φτερά και τα υπόλοιπα. Κι επειδή τα φτερά έχουν τον περισσότερο
κόπο στο μάδημα, είναι και η γευστική μου αδυναμία…
¨Άρχισε η δικιά
μου το μάθημα της, ως συνήθως θεωρητικά, ότι οι όρνιθες εξημερώθηκαν πρώτα στην
Ινδία προερχόμενες εκ Βούρμας και έχουν κατακλύσει τον κόσμο όλο. 24 δις κότες υπάρχουν
σε αναλογία 6 δις ανθρώπων και μερικοί χοντρόκωλοι στην Ευρώπη και Αμερική τρώνε
4 chicken wings για μεσημεριανό, ενώ κάτι
ανθρωπάκια στην Αφρική μόνο 2 φτερούγες ακρίδας για πασχαλινό έδεσμα.
Αφού με διέταξε
να βάλω ξύλα στον πήλινο φούρνο και να τα ανάψω, συνέχισε το μάθημα της με συνταγές, όπως coq au vin, κότα γεμιστή με κάστανα ψητή
σε παραδοσιακό φούρνο, μπούτια
σε σοζ κόκκινων πιπεριών και φιλέτα στήθους με ψιλοκομμένα μανιτάρια και φρέσκο
άνηθο, όπου το στήθος πρέπει να είναι οπωσδήποτε αποφλοιωμένο…
Κι εκεί που πήγαινε
να μεσημεριάσει, να στουμπώσουν και να μας αδειάσουν την γωνιά τα κουτσούβελα
για τις μεσημεριάτικες ευδαιμονίες μας, μου φωνάζει το μωράκι μου:
- «Τις φτερούγες
πώς να τις μαγειρέψουμε πασά μου;;; Έχουν απομείνει καμιά 10ρια…»
Αυτό το «πασά
μου» μου άρεσε ιδιαίτερα και αποκρίνομαι:
- «Βάλτες
να τσιγαρίζονται σε καυτό ελαιόλαδο και σου έρχομαι, Σουλτάνα μου… »
Μάζεψα 2 πράσινα κρεμμυδάκια,
έκοψα τον βλαστό από το τελευταίο φρέσκο σκόρδο, λίγο δυόσμο και καμιά 20ρια πράσινες ελιές. Στο μαγειρειό
τα έκοψα όλα ψιλά, τα κουκούτσια τα πέταξα στον κήπο, και μόλις είχαν μισοψηθεί
οι φτερούγες, τις έβγαλα από το τηγάνι, έβαλα
μέσα τα πράσινα, μετά από 5 λεπτά τα έσβησα
με λευκό ξηρό οίνο του νησιού, έβαλα τις φτερούγες μέσα, αλατοπιπέρωσα και τα καπάκωσα
για 20 λεπτά.
Ενώ η καλή μου εκτύπωνε
τα διπλώματα της επιτυχούς μαγειρικής τους εκπαίδευσης, εγώ είπα στα παιδιά να στρώσουν
τραπέζι με τις δημιουργίες τους και γέμισα
τις κούπες τους με τον λευκό ξηρό. Έφτιαξα στα γρήγορα και μια σαλατίτσα και
περιμέναμε την ομορφιά μου για να κόψει τον άρτο ημών τον επιούσιο…
Λίγο φάγανε τα παιδάκια,
μάλλον είχαν χορτάσει από την μαγειρική, μα από τις φτερούγες μου δεν έμεινε ούτε
μια για δείγμα στους γονιούς τους, που πλήρωναν αδρά το μάθημα…
Τότε μου είπε η Ελενίτσα,
η πιο χοντρούλα και ασχημούλα της παρέας:
- «Πιάνει
το χέρι σας Κύριε! Ωραία μας φτιάχνετε…»
Δεν έδωσα σημασία
και μετά την αναχώρηση των εφήβων αποσύρθηκα κι εγώ με την καλή μου στα ενδότερα,
για το επιδόρπιο… (Λεπτομέρειες δεν θα
πω εδώ, γιατί θα τις κόψει έτσι κι αλλιώς η οικειοθελής διαδικτυακή λογοκρισία… )
Το βράδυ είχε καλέσει
το συντροφάκι μου (αφού τα είχε κονομήσει) τους μαθητές της σε με συναυλία ενός
νεανία αοιδού –Μιχάλη νομίζω τον λένε- για να ξελαρυγκιαστούν και να λιποθυμήσουν οι έφηβες.
Εγώ, που δεν μ αρέσουν
οι αηδίες, αποσύρθηκα στην ακτή, ξάπλωσα την ζωηρή κορμάρα μου στην άμμο και ευδαιμονούσα
με τις άριες τον κυμάτων καθώς έκαναν μπουρμπουλήθρες στην ακτή.
Εκεί που αναπολούσα
το χτες, το σήμερον και το αύριον, άκουσα κάτι βηματάκια κι ευθύς ξάπλωσε η Ελενίτσα
δίπλα-δίπλα μου….
- «Ελπίζω
να μην ενοχλώ , αλλά να… τελειώνει το καλοκαίρι κι έχω ένα μικρό προβληματάκι»,
μου απολογείται.
- «Η μαμά
σου ή οι φίλες σου δεν μπορούν να βοηθήσουν», απολογούμαι κι εγώ.
- «Ξέρετε,
πέρασε το καλοκαίρι και είμαι ακόμη παρθένα, ενώ όλες οι άλλες της παρέας όχι πλέον»,
ξανααπολογείται αυτή, στριμώχνεται δίπλα μου και βάζει χέρι στα ακριβά μου…
Τι να σας λέω τώρα
(και το κόψει η διαδικτυακή λογοκρισία πάλι…) ; Έκανα ένα ψυχικό ο φουκαράς…
Υ.Γ. Για να μην πολυλογώ,
εκτός από τις φτερούγες, προτιμώ γευστικά και τον πισινό των ορνίθων… :)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου