-BAHIA
DE GRACIA-
Ήταν
σ ένα χαριτωμένο αιγιαλίτικο χωριουδάκι,
στην άκρη μιας απ αυτές τις κοτρόνες
του Αιγαίου, που ξέχασε μεθυσμένος απ
την έκσταση της δημιουργίας κάποιος
θεούλης γυρνώντας στον παράδεισο του.
Μόνος
μου δεν θα πήγαινα ποτέ εκεί, γιατί και
καλοί χάρτες δεν το ανέφεραν, αλλά με
κάλεσε ένας παλιός φίλος που τύγχανε
εκεί κοινοτάρχης, κι άκουσε από κοινούς
γνωστούς για την τότε περίοδο της
μοναχικότητας μου.
Έτυχε
σ ένα βραδινό της θερμότερης βδομάδας
του θέρους προσμένοντας μια δροσερή
αύρα ξαπλωμένοι δίπλα στην θάλασσα, να
προτείνει να πάμε να δροσιστούμε στον
κόλπο του Μπάλλε και να γευτούμε την
καλύτερη παέλια της Μεσογείου.
Ξεμακρύναμε
4-5 χλμ. από το χωριουδάκι σ ένα αγροτικό
δρόμο και παρκάραμε μισανάσκελα στο
χαντάκι δίπλα του. Καμιά πινακίδα, κανένα
φως, ουδεμία μουσική... Διαβαίνοντας
μια σκουριασμένη καγκελόπορτα κατηφορίσαμε
γύρω στα τρακοσαριά μέτρα διάμεσα σ ένα
θεϊκό περβόλι, με ελιές, λεμονιές,
πορτοκαλιές, μουσμουλιές και μια φοινικιά
με μοναδικό φωτισμό τ αστέρια,
προσανατολισμό την ανταύγεια τους στην
θάλασσα και φτάσαμε στην σπιτοταβέρνα
του Μπάλλε.
Κάτω
απ την κληματαριά της αυλής 6 τραπεζάκια
φωτισμένα φωτοβολταϊκά με ασθενείς
λαμπτήρες.
-”Πριν
μερικά χρόνια είχε μονάχα ένα λαμπτήρα
λουξ στο κέντρο και κεράκια στα τραπέζια”,
ψιθύρισε ο πρόεδρος. “Προσφέρει για
φαγητό μονάχα παέλια μίστα, ψαρεύει,
έχει κοτέτσι και 5 χοιρίδια, με εποχική
σαλάτα του κήπου του κι από ποτό κρασάκι
δικό του και νεράκι απ το πηγάδι του.”
Καθίσαμε
στο μοναδικό άδειο τραπεζάκι δίπλα στο
ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας, όπου
ίδρωνε ανακατεύοντας τηγάνια ένας
σαραντάρης, κι αμέσως ένας νεαρός μας
έφερε νερό.
Δίπλα
στην πόρτα της εισόδου κάθονταν
χαμογελαστή μια σαραντάρα με διερευνητικά
μαύρα μάτια.
-”Και
γιατί τον λέτε “κόλπο του Μπάλλε”,
ρώτησα.
-Πρι픨και
σταθμίζοντας τον νεαρό που μάζευε
απόπιατα “10-11 χρόνια”, συνέχισε, “τον
λέγαμε κόλπο της Στρίγκλας. Απ όταν
ξεβράστηκε ο Μπάλλε, άλλαξε η ονομασία
του στην καθημερινότητα μας”....
Ήρθε
ο 11ετης νεαρός με μια πιατέλα ξεροψημένης
μπομπότας και μια γαβάθα σαλάτα και
ρώτησε
-”Μαύρο
ή λευκό”;
-”Λευκό”,
απάντησε ο πρόεδρος και τον ξινοκοίταξε
ο νεαρός.
-”Μαύρο”,
είπα εγώ και χαμογέλασε εκείνος.
Μασουλώντας
μπομπότα με ένα κομματάκι κατακόκκινης
τομάτας δεν ρώτησα τίποτε, μόνο
καρδιοκοίταξα στα μάτια τον φίλο μου
αναμένοντας.
Άλλο
που δεν ήθελε αυτός;...
-”Πριν
20-25 χρόνια”, άρχισε, ¨αυτός ο κόλπος
ήταν προσβάσιμος σε όλους. Είχε τις
ελιές και τις συκιές του για ίσκιο,
καθαρή, ήρεμη, άβαθη και νήνεμη θάλασσα,
ξανθή άμμο κι ένα πηγάδι με πόσιμο καθαρό
νερό στην άκρη δίπλα στον ξεροπόταμο.
Την Κυριακή του Θωμά έρχονταν συνήθως
οι οικογένειες του χωριού για να
γιορτάσουν το τέλος των διακοπών των
σχολείων, που περισσότερο τους γονείς
πάρα τα παιδιά βασάνιζαν. Τα καλοκαίρια
γεμάτες οι σκιές των ελιών από
σακιδοτουρίστες.
Εγώ
ήμουν τότε γραμματέας της κοινότητας.
Μια μέρα μου διαμήνυσαν, ότι η πρόσβαση
προς το κόλπο της Χάριτος, έτσι τον
λέγαμε τότε, φράχτηκε με αγκαθωτό
συρματόπλεγμα και σιδερένια πόρτα. Πίσω
της αλυχτούσαν δυο μεγάλα αγριόσκυλα.
Την
ίδια μέρα είχε φτάσει στην κοινότητα
μια επιστολή του μεγαλοδικηγόρου της
Χώρας συνοδευόμενη με χωροταξικά σχέδια,
κτηματολογικές βεβαιώσεις και ιδιοκτησιακά
συμβόλαια, που αποδείκνυαν, ότι ο κόλπος
της Χάριτος ήταν ιδιοκτησία της κυρίας
Χ.
και
η πρόσβαση του εύκαιρη από ένα χαροβαλμένο
μονοπάτι στον διπλανό λόφο. Λίγοι που
προσπάθησαν τα επόμενα χρόνια να κατεβούν
στην ακτή, αντιμετωπίστηκαν με χοντρά
βόλια από το δίκαννο της κυρίας Χ.
Κυνηγούσε και δεν πρόσεξε, ήταν η
δικαιολογία του δικηγόρου της στα
δικαστήρια. Ακόμη και ο ταχυδρόμος, ο
χωροφύλακας κι ο δικαστικός κλητήρας
πετούσαν τα έγγραφα τους πάνω από την
πόρτα στο στόμα των σκύλων, και δρόμο...
Από
κόλπο της Χάριτος μετονομάστηκε σταδιακά
στη ομιλία μας σε κόλπο της Στρίγκλας,
ο πανέμορφος μεν απρόσιτος δε πλέον
κολπίσκος. Μονάχα οι μπαμπάδες υπόχρεοι
της εκδρομής της Κυριακής του Θωμά, το
χάρηκαν...”
Σταμάτησε
λιγάκι, ήπιε μια γουλιά από το λευκό
του, έφαγε μια πιρουνιά παέλια, που εγώ
εν τω μεταξύ είχα καταβροχθίσει την
μισή, με κοίταξε στα μάτια για ερωτήσεις
μου κι αφού δεν είδε, απόρησε...
-”Μα
γιατί δεν ρωτάς γιατί τον λέμε τώρα
κολπίσκο του Μπάλλε”, με πρόγκιξε.
-“Για
να μην διακόψω την ροή της ιστορίας”,
απάντησα.
Με
κατανόησε και συνέχισε:
-”Μια
μέρα πριν δώδεκα χρόνια αρχές Απρίλη,
πέρασε από κοντά ο βοσκός του χωριού με
τα κατσικοπρόβατα μας, είδε την
καγκελόπορτα ανοιχτή, τα σκυλιά δεμένα
και στο βάθος απ την μεριά της ψαροπαράγκας
άκουσε μια γυναικεία φωνή να τραγουδάει.
Έκανε τον σταυρό του και το βράδυ μου
τα ανέφερε.
Την
άλλη μέρα πήγα να τα επιβεβαιώσω. Και
πράγματι!!! Η καγκελόπορτα ήταν ανοιχτή
και τα σκυλιά δεμένα. Έφτασα στο σπιτάκι
και είδα στο περβάζι της εξώπορτας μια
ξερακιανή γυναίκα μ έναν σωματερό
μισόξανθο άνδρα να κάθονται δίπλα.
Κρατούσαν σφιχτά τα χέρια τους κι αν
θυμάμαι καλά, την κοιλιά της γυναίκας
την είδα λιγάκι φουσκωμένη. Τους ρώτησα
αν είναι καλά, χαμογέλασε η γυναίκα και
“Μπάλλε, Μπάλλε”... απάντησε ο άνδρας.
Σαν δημόσιος ανήρ ζήτησα τα χαρτιά του
άνδρα και μου έδωσε ένα αψεγάδιαστο
ισπανικό διαβατήριο. Εθπανιόλ, ρώτησα....
Καταλούν... απάντησε με μια επιθετική
βεβαιότητα...
Μέτα
από εφτά μήνες μας είπε η μαμή, πως η
στρίγκλα τον βρήκε λιπόθυμο ναυαγό στην
ακτή της. Μόλις ετοιμάζονταν να τον
ξαναπετάξει στην θάλασσα, άνοιξε αυτός
τα μάτια του και την μάγεψε το μελί τους
χρώμα.
Από
τότε κάνανε μαζί την ακτή της Χάριτος
παράδεισο. Ακόμη και την Κυριακή του
Θωμά γιομίζει πάλι.”
Σταμάτησε
κι άρχισε να τρώει κρύα πλέον την παέλια
του.
-”Και
τι θα πει Μπάλλε στα ισπανικά ;;;”,
ρώτησα...
-”Εντάξει,
στα Καταλούν...” απάντησε...
-”Φανταστική
η παέλια!!!”, είπα...
-”Όχι,
κρύα!”, μουρμούρισε...
Ανηφορίζοντας
ανάμεσα στις λεμονοπορτοκαλιές άκουσα
την ξερακιανή να τραγουδάει σε μια
αρχαΐζουσα γλώσσα...
-”Αγνωσται
αι βουλαί των Εσπερίδων”, σκέφτηκα...
Μάνδαλα
στην άμμο
Η
επιστροφή μας προς το χωριό, διάφωτη
από μεστό φεγγάρι στον με ψηφιδωτά
βότσαλα αστεριών πλουμισμένο ουρανό,
ήταν σιωπηλή και μάλλον λογιασμένη.
-”Ήταν
όλα αυτά τα χρόνια πάντα έτσι αγαπημένοι
και καλότυχοι, όπως φαίνονται;;;”, ρώτησα
σε μια στροφή...
-”Μάλλον
παρά ήττον”, απάντησε. “Εγώ έζησα μια
φάση τους, όταν πήγα πριν πέντε χρόνια
περίπου σχετικά με μια υπόθεση τους για
την είσοδο στο νηπιαγωγείο του μικρού.
Ληξιαρχικά ήταν εντάξει, η κυρία είχε
δηλώσει τον μικρό τους σαν υιό της άγαμη
και σαν πάτερα του τον Μπάλλε, που το
αποδέχτηκε. Νομικά δεν υπήρχε πρόβλημα
μα ούτε και ο παπάς της ενορίας μας είχε
όρεξη να ασχοληθεί.
Πήγα
λοιπόν ένα πρωινό για μια υπογραφή, και
είδα την καρέκλα της κυρίας δίπλα στην
είσοδο αδειανή. Ο μικρός στην αυλή μ ένα
βλέμμα κενό έπαιζε με κάτι κογχύλια.
Τον ρώτησα που είναι οι γονείς του και
μου έδειξε αδιάφορα με τα μάτια του την
ακτή από την οποία ακούγονταν σφυριές
πάνω σε πέτρα.
Κατέβηκα
και είδα τον Μπάλλε να σπάζει σε μια
άκρη της με μια σφύρα πάνω σ ένα βραχάκι
μονόχρωμα κογχύλια και βότσαλα με
βλοσυρό ύφος. Τον χαιρέτισα, αλλά δεν
πήρα απάντηση. Κατάλαβα, ότι δεν ήταν η
κατάλληλη στιγμή για συνομιλία και
επίλυση διαδικαστικών προβλημάτων και
απομακρύνθηκα. Φεύγοντας άκουσα πίσω
από το σπίτι ένα υπόκωφο ολολυγμό..”
Σταμάτησε
απότομα μ ένα σθεναρό φρενάρισμα πλάι
σ ένα κοσμικό ταβερνάκι στην παραλία
του χωριού.
-”Αφυδατώθηκα
με την κάψα”, είπε. “Πάμε να πιούμε μια
μπυρίτσα...”
Τον
υποδέχτηκαν προσηκόντως, αλλά προτίμησε
ένα απόμερο τραπεζάκι. Η μπύρα ήταν
αρκετά κρύα και ημέρεψε ίσως λιγάκι τις
διακυμάνσεις του λογισμού μα περισσότερο
του ελέους μας...
-“Ζαβαρακατρανέμια
ίλεως ίλεως λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια...
δροσερόν
καταβαίνει χαράς, ελέου φύσημα”,
σιγοτραγούδησε...
Στα
ίδια ψυχικά επίπεδα περί-, παρά- ή απλά
πλανιόμασταν σχεδόν...
Κι
εκεί που ανοδεύαμε ανθρώπινα κάνα
τεταρτάκι αμίλητοι, σταματώντας απότομα
μια γουλιά μπύρας και ξεροβήχοντας με
ρώτησε:
-”Ξέρεις
τι είναι τα μάνδαλα;;;”
-”Κλειδαριές;;;”,
αντερώτησα..
-”Μάλλον
αντικλείδι, πασπαρτού του πνεύματος”,
αποκρίθηκε και συνέχισε:
“Κι
εγώ δεν ήξερα, μα μου το εξήγησε ο Μπάλλε
κάποτε αργότερα. Είναι μια τρισδιάστατη
βουδιστική έκφραση της ψυχικής κατάστασης
ενός ατόμου. Σχηματίζεται δονώντας ένα
καλαμάκι με χρωματιστή άμμο σε τετράγωνα
και κύκλους μ ενδιάμεσα σχέδια, όπως
θέλει να εκφραστεί ο πλάστης των. Γίνεται
και συλλογικά, με κόπο συχνά βδομάδων.
Όταν τελειώσει, το διαλέγονται σιωπηρά
αφ υψηλού οι δημιουργοί του και κατόπιν
μαζεύοντας με πινέλο σ ένα σακουλάκι
όλη την έγχρωμη ψάμμο την πετάνε σε
τρεχούμενο νερό.”
Σταμάτησε,
ήπιε μια γουλιά και με κοίταξε ντογρού
στα μάτια, όπου δεν είδε απορίες...
-”Ξαναπήγα
μετά μια βδομάδα”, συνέχισε δροσισμένος,
”για την υπογραφή που χρειάζονταν και
ο μικρός, κουρνιασμένος κάτω από την
σχεδόν ανθίζουσα κληματαριά, μου έδειξε
ξεκάθαρα με κίνηση της κεφαλής του την
αμμουδιά.
Τους
βρήκα και τους δυο αμίλητους μπροστά
στα μάνδαλα τους.
Ο
Μπάλλε είχε φτιάξει ένα τετράγωνο μ
ενδιάμεσα πολύχρωμα πρασινόσκουρα
πουλάκια, λουλούδια, ζωάκια, κύματα και
στο κέντρο ένα θαλασσί κύκλο μια καρδιά...
Η
πρώην στρίγγλα έναν κύκλο με ημίλευκα
ψάρια, ανεμώνες, γαρδένιες , ζάρια και
στην μέση ένα τετράγωνο με αιολικούς
κίονες.
Είχε
σηκωθεί αεράκι, η θάλασσα έγλυφε τα
μάνδαλα τους και δεν ήταν κανένας απ
τους δυο προσπελάσιμος.
Το
βράδυ σηκώθηκε θύελλα και την επόμενη
μέρα πήγα και πήρα την υπογραφή. Η γυναίκα
στην καρέκλα δίπλα στην είσοδο χαμογελούσε,
ο μικρός παιδεύονταν χαρούμενος με κάτι
αγκίστρια και ο Μπάλλε καθάριζε την
κουζίνα του.
Κατέβηκα
στην αμμουδιά για να ξαναδώ τα μάνδαλα
τους. Είδα μονάχα μερικές κουκκίδες
χρωματιστού άμμου... Η στρίγκλα είχε
ξαναπιάσει τραγούδι...”
Θου
Κύριε ναυαγόν....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου